Η χαρά μου ήταν πριν την απαγόρευση μετακίνησης να πηγαίνω 2-3 φορές την εβδομάδα στους Αρμένους στο γεροντικό μου… να αράζω τ’ αμάξι κάτω από την κρεβατίνα, να βρίσκω σφαράγια χοχλιούς κι ασκολίμπρους στα πέριξ, να ακούω το κελάδημα του κοτσιφού και τση καρδερίνας, τσι μυρωδιές από ανθισμένους ασπαλάθους κι αμυγδάλους, να τρώω καμιά αγκινάρα με λεμόνι και αλάτσι, να κόβω αμπελόφυλλα και μάραθα για ντολμάδες, να τρώγω κάνα αγγούρι αψέκαστο με τα φλούδια, πρώιμα βερύκοκα από του γειτόνου, κάνα σύκο και κάνα απίδι πάνω από το δεντρό… και μετά να κατεβαίνω στον καφενέ στην πλατεία να πίνω το καφεδάκι μου.
Εκεί έβρισκα παιδικούς φίλους που λέγαμε τα δικά μας από τα παλιά και σκούσαμε στα γέλια, συζητάγαμε βέβαια και τα ιατρικά μας και κάπως σοβαρευόμαστε… παίζαμε φωναχτά την πρέφα μας για να κάνουμε πλάκα, εγώ δεν είχα υπομονή και πήγαινα οχτώ κούπες έτσι χωρίς ατού και έμπαινα σούμπιτος μέσα, με χρέωναν και κάσα και καπίκια για τιμωρία και σιγά μην σκάσω… κι όταν βαριόμαστε διατάζαμε τον Μιχάλη τον καφετζή να μας φτιάξει κάτιτις το πρόχειρο να πιούμε μια στην υγειά μας..
-Έλα βρε παιδιά δεν χρειάζονται φαγητά και κρασιές και κάνω αυστηρή δίαιτα… μόνο να μας σπάσει δυο γκαζόζες στα τέσσερα έλεγε ο κύρ Γιάννης συν/χος του δημοσίου.
-Μιχάλη προχώρα στα γρήγορα ό,τι έχεις κι άσε τον χουβαρντά να λέει πως κάνει δίαιτες… μετά θα τονε δούμε αν λέει αλήθεια.
Στην αρχή ερχόταν οι παγωμένες τσικουδιές με το αρμυρό φυστίκι και μετά απ’ ολίγο έφταναν οι ξετρουλιαστές φαγιάτσες με τα πεντανόστιμα και να τακάκια κρίθινα με φρέσκια μυζήθρα και τριφτή ντομάτα, αχνιστές τηγανιστές πατάτες ψημένες στο πετρογκάζ, χοχλιούς μπουμπουριστούς με ροσμαρί και ξύδι, χωριάτικη σαλάτα όνομα και πράμα, με ντόπια υλικά και πολύ λάδι για να βρέχουμε την μπουκιά μας, γραβιέρα σπέσιαλ από του Κουτσούπη και καλό κόκκινο κρασί από σπίτι… και τον Μιχάλη πάντα με τ’ αστειάκια του…
Θες η καλή παρέα, θες η καλή διάθεση, θες τ’ αστειάκια, μας άνοιγαν την όρεξη κι όλοι ξεχνούσαν τις χοληστερίνες και τις πιέσεις τους και βουτούσαν με τα χέρια δυο δυο τις τηγανιτές πατάτες μπας και δεν προκάμουν… τον κύρ Γιάννη να βλέπατε τι αρπαχτές έκανε στην γραβιέρα… σαν τσιτάχ την αρπούσε κομμάτι-κομμάτι.
– Ετσι και το μάθει η γυναίκα μου βρε παιδιά θα με παντοφλίσει έλεγε… σας παρακαλώ μην σας ξεφύγει κουβέντα…. νααα τον πήγαινε τον κακομοίρη με τον σάρακα.
Κι εκεί πάνω στο μεγάλο χάι χούι ακουγόταν μπουκωμένη η φωνάρα του Χρηστάρα του καλοφαγά… Μιχάλη να γίνει επανάληψη μια από τα ίδια και βάλε και κάνα καλιτσούνι λυχναράκι αν έχεις να χαρείς… ε άντε βίβα παίδες άσπρο πάτο κι απού δεν μας αγαπά να μας σε θωρεί να σκά… στο τέλος κόβαμε και μια καρπούζα και τρώγαμε την καρδιά καρδιά… και κάπως έτσι περνούσαν οι μέρες μας την εποχή εκείνη… ήσυχα ήσυχα κι απλά…
Σήμερα με τον ύπουλο ιό τα καφενεία όλα κλειστά κι οι φίλοι “μένουμε σπίτι”, το ίδιο κάνω κι εγώ και ζω έστω και νοερά τα παρεάκια εκείνα.
Πιστεύω ότι σύντομα θα επιστρέψουμε στην προ ιού εποχή…
Ψυχραιμία σε όλους και καλή καραντίνα….!!!