Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Τα καφενεία των Τσικαλαριών: Εκεί που σταμάτησε ο χρόνος

Δεν ήταν ούτε ένα, ούτε δύο, κάποτε τα καφενεία στο χωριό Τσικαλαριά Κυδωνίας, αλλά είκοσι ένα, με κάποια από αυτά να χάνονται στη μνήμη των ανθρώπων από την εποχή της Τουρκοκρατίας. Σήμερα υπάρχει μόνο ένα που ο ευγενικός και φιλόξενος ιδιοκτήτης του επιμένει να το διατηρεί κόντρα στο συρμό που θέλει τα καφενεία ολοένα να λιγοστεύουν. Να φταίνε άραγε η τηλεόραση, η προσκόλληση των ανθρώπων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι διαφορετικοί τρόποι διασκέδασης που προέκυψαν στην πορεία του χρόνου, η εύκολη πρόσβαση στην πόλη, η πολυάσχολη ζωή μας ή η αποξένωση των ανθρώπων;

Όπως και να έχει τα καφενεία των χωριών της πατρίδας μας που λιγόστεψαν σε όλες τις περιοχές της, αντικατόπτριζαν ένα κομμάτι του πολιτισμού, της κοινωνικής νοοτροπίας και της λαογραφικής έκφανσης της. Σχετίστηκαν επίσης με τις ιστορικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις των χωριών μας, συνδέθηκαν με τις χαρές και τις λύπες των κατοίκων τους και αφουγκράστηκαν τα μυστικά, τα βάσανα και τις ανησυχίες τους.

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
Τούτες οι σκέψεις με αφορμή το πάλαι ποτέ δημοφιλές στην περιοχή των Χανίων πανηγύρι του Αγίου Αντωνίου στα Τσικαλαριά, κατά το οποίο όλα ανεξαιρέτως τα καφενεία του χωριού είχαν, την τιμητική τους. Το γλέντι κρατούσε τριήμερο και κατά τη διάρκειά του τα εδέσματα ήταν πλούσια, το αγνό κρασί από τα πολλά τότε αμπέλια του χωριού κυλούσε άφθονο και ο χορός και το τραγούδι συνεχιζόταν έως τις πρωινές ώρες. Οι καφετζήδες του χωριού έφερναν μέχρι και επτά ζυγές όργανα για το πανηγύρι που μάζευε πανηγυριώτες από όλη την Κρήτη, ενώ ρεσιτάλ έδιναν και οι ντόπιοι οργανοπαίχτες, Κουρκουμελάκης Χαρίδημος, λαγούτο, Μπραουδάκης Κωστής βιολί.
Ανήμερα του Αγίου Αντωνίου, σε ένα νοερό νοσταλγικό ταξίδι στο παρελθόν, με όχημα παλιές φωτογραφίες που αποτυπώνουν ασπρόμαυρες στιγμές ζωής, ξαποστάσαμε σε κάθε ένα από αυτά τα καφενεία ξεχωριστά, ζεσταθήκαμε στις ξυλόσομπες και τα μαγκάλια του, μυρίσαμε τις μυρωδιές του, δροσίσαμε τη δίψα μας και γευτήκαμε τις νοστιμιές του.
Απλά στην αρχιτεκτονική τους τα περισσότερα, χωρίς ανέσεις και με στοιχειώδη εξοπλισμό, ( μερικά ξύλινα ράφια, ο πάγκος με τη γκαζιέρα, τα μπρίκια και τα φλυτζάνια, λίγα ξύλινα τραπεζάκια και καρέκλες με ψάθα) αντάμειβαν ωστόσο τον πελάτη με την καλή παρέα τους και την ωραία θέα τους στο λιμάνι της Σούδας και τον καταπράσινο Τσικαλαριανό κάμπο.
Συχνά οι θαμώνες των καφενείων έφερναν φαγητό από το σπίτι τους και έκαναν ρεφενέ, ενώ διαχωριζόταν ανάλογα σε τρεις κατηγορίες: τους πότες, τους πελάτες της ρέγουλας και τους τρακαδόρους. Πρόσκληση στον ουρανίσκο τα μεζεδάκια του κρασιού και της τσικουδιάς( φρίσσες, αυγά με σπαράγγια ή με βρουβοβλάστακα, μανίτες κρασίτες ή γλιτσίτες ή αγκισαρίτες, βακαλάος στα κάρβουνα, ελιές θρούμπες, κολυμπάδες ή τσακιστές, λαδοτύρι, κουκιά βρεγμένα, παξιμάδι εφτάζυμο, πατάτες οπτές και που και που καμιά μπεκάτσα).
Και επειδή οι καιροί ήταν δύσκολοι, για να τα βγάλουν πέρα οι καφετζήδες έκαναν και άλλες δουλειές και έτσι κάποια καφενεία ήταν ταυτόχρονα και χασάπικα, παντοπωλεία, κουρεία, καπηλειά και μικρά μαγειρεία.

Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΚΑΙ Η ΚΟΛΑΣΗ
Το καφενείο ο “Παράδεισος” του οποίου το οίκημα σώζεται μέχρι σήμερα, αρχικά ήταν τούρκικο περίπου της ίδιας περιόδου με το κτίσιμο του τζαμιού( 18 ος αιώνας). Βρισκόταν δεξιά της βάσης της μεγάλης λιθόκτιστης σκάλας που οδηγεί στην είσοδο του Αγίου Αντωνίου, απέναντι από το τζαμί και την κεντρική βρύση του χωριού που χρησίμευε στο τελετουργικό πλύσιμο των Οθωμανών πριν από την είσοδό τους στο τζαμί. Εδώ οι Τούρκοι έκαναν το ναργιλέ τους καθημερινά, αφού εκτελούσαν προηγουμένως τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Στα νεότερα χρόνια ο ιδιοκτήτης του καφενείου, ο Μελάκης, σέρβιρε μερακλίδικο καφέ ψημένο στη χόβολη που συνοδευόταν πάντοτε από το κρύο νερό της βρύσης. Μόλις ο πελάτης έπινε το ποτήρι το νερό, ο Μελάκης ακούραστος έτρεχε με το μαστραπά του στη βρύση να του φέρει δεύτερο. Ευαίσθητος και ρομαντικός, σώγαμπρος στο χωριό ο Μελάκης, στα διαλείμματα της δουλειάς του ομολογούσε στους πελάτες του ότι “δύο πράγματα με έφεραν στο χωριό των Τσικαλαρίων, η Παρασκευούλα μου και το ωραίο δεντρό που έχει έξω από το σπίτι της” εννοώντας ένα είδος πανέμορφου αναρριχητικού φυτού που σώζεται στην αυλή του καφενείου από τότε μέχρι σήμερα.
Λίγο πιο κάτω και ακριβώς απέναντι από το καφενείο αυτό, βρισκόταν το καφενείο του Ποντικάκη Γιάννη, κοινώς Λαμπογιάννη, από το όνομα του πατέρα του Λάμπη, ο οποίος ονόμασε το καφενείο του “Κόλαση” σε αντίθεση με το καφενείο του Μελάκη, “ Ο Παράδεισος”. Ο καφετζής που φορούσε την κρητική φορεσιά και ήταν καλαμπουρτζής και ανοιχτομάτης έλεγε ξεκαρδιστικές ιστορίες που έδιναν μια ευχάριστη νότα στη δύσκολη καθημερινότητα των χωριανών. Κάποτε μάλιστα που το καφενείο του ήταν άδειο, ενώ το απέναντι γεμάτο, βγήκε έξω και φώναξε δυνατά:
Εγέμισε μωρέ ο Παράδεισος να έρθει και κανείς στην κόλαση;

ΑΛΛΑ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας χάνεται το καφενείο του Μαρινάκη, κάτω από την εκκλησία της Παναγίας, υπό τη σκιά αιωνόβιου πλατάνου που σώζεται μέχρι σήμερα, αλλά και τα καφενεία του Κουτράκη και του Κατσουλάκη στην ανατολική πλευρά του χωριού.
Στα καφεπαντοπωλεία των προπολεμικών χρόνων συγκαταλέγεται και το καφενείο του Ιωάννη Κλειδάκη που λεγόταν “’Εφεδρος ”, αλλά και του Παπουτσοκωστή, πάνω από την εκκλησία της Παναγίας που, όταν πέθανε ο ιδιοκτήτης του, βρέθηκε βιβλίο με πολλά βερεσέδια.
Το καφενείο του Χαρχαλάκη του Λευτέρη λεγόταν “ Κληματαριά”, βρισκόταν στο κέντρο του χωριού και λειτουργούσε την περίοδο της κατοχής σαν κουρείο αλλά και σαν παντοπωλείο. Δίπλα βρισκόταν το καφενείο του Περοβαγγέλη με ισχνή πελατεία μεν, με πλουσιοπάροχους μεζέδες δε και με σπεσιαλιτέ μπακαλιαράκια τηγανιτά και φασολάδα με χοιροπετσαλίδες.
Οι παλαιότεροι αναθυμούνται και το καφενείο του Αρτεμοκωστή πίσω από τον Άη- Γιώργη, όπου οι πελάτες έπιναν εκατοσταράκια εκλεκτό κοκκινέλι, αλλά και το παρακείμενο καφενείο του Ρούσσου του Κουκουσάκη που δέσποζε σε αυτό με την επιβλητική φυσιογνωμία του.

ΤΑ ΝΕΟΤΕΡΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ
Ένα άλλο καφενείο στο κέντρο του χωριού στο οποίο συχνά γινόταν και γλέντια, ήταν το καφενείο του Παπαδοκωστή. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο καφενείο αυτό, επειδή ο καφετζής ήταν και κοινοτάρχης του χωριού, εξυπηρετούντο οι κάτοικοι μεταξύ οίνου, καφέδων και πιστοποιητικών, μιας που η σφραγίδα της κοινότητας βρισκόταν μονίμως στον πάγκο του καφενείου.
Στα νεότερα καφενεία συμπεριλαμβάνεται και το καφεπαντοπωλείο του Κορνάρου που βρισκόταν απέναντι από το Δημοτικό σχολείο. Ο Κορνάρος που έζησε έναν αιώνα παρά κάτι, ήταν μετρημένος, σοβαρός και οικονόμος. Επίσης στα νεότερα καφενεία συγκαταλέγεται το καφενείο του Καμπουρογιάννη, που βρισκόταν πίσω από την εκκλησία του Αγίου Αντωνίου, αλλά και το καφενείο του Ντέκα και της Ντέκαινας, το οποίο βρισκόταν δίπλα στο καφενείο του Κορνάρου.
Εδώ σύχναζαν όλες οι χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες του χωριού με τους ιδιοκτήτες του καφενείου να έχουν αφήσει εποχή στο χωριό για την αγνότητά τους, τη φιλοξενία και τα αστεία που έκαναν μεταξύ τους.

ΚΑΦΕΝΕΙΑ ΜΕ ΑΡΩΜΑ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ.
Τα καφενεία αυτά βρισκόταν στο μικρασιατικό συνοικισμό των Μετοχίων και διατηρούσαν έντονο το άρωμα της μικρασιάτικης παράδοσης με τους πελάτες τους συχνά να χάνονται στα νοσταλγικά πισωγυρίσματα του νου τους στις χαμένες πατρίδες.
Ανάμεσα σε αυτά το καφεπαντοπωλείο του Κυριακάκη, που ο ιδιοκτήτης του είχε ογδόντα τεφτέρια στη σειρά, ενώ αντίστοιχα κάθε πελάτης είχε το δικό του τεφτέρι που γραφόταν τα χρωστούμενα του. Αρκετοί πελάτες καθόταν στα τραπεζάκια και έπαιρναν ένα μπουκάλι ρετσίνα συνοδευόμενο με τα μεζεδάκια του και όταν ήθελαν να χορέψουν έβαζαν μουσική στο γραμμόφωνο.
Κοντά στο καφενείο του Κυριακάκη βρισκόταν το καφενείο του Βέρδου, που εκεί συγκεντρωνόταν όλοι οι ποδοσφαιρόφιλοι. Ο ίδιος μάλιστα ο Βέρδος είχε δημιουργήσει αυτόνομη ποδοσφαιρική ομάδα στα Μετόχια με την επωνυμία “ Τα κίτρινα πουλιά”. Και σε αυτό το καφενείο υπήρχε γραμμόφωνο και αργότερα πικάπ του οποίου η μουσική ακουγόταν σχεδόν σε όλο το χωριό.
Στο σταυροδρόμι των Μετοχίων βρισκόταν το καφενείο του Τσουκαλά στο οποίο ο ευγενικός και καλοκάγαθος ιδιοκτήτης του σέρβιρε κάποιες φορές νόστιμο ζυγούρι.
Αργότερα λειτούργησαν στην περιοχή τα καφενεία του Μαστρακούλη, του Ζορμπάκου και του Ποθητού με τους ιδιοκτήτες τους να χαρακτηρίζονται ως ανοιχτόκαρδοι, καλόκαρδοι και εξυπηρετικοί.

 

Πηγές:
1. Τα Καφενεία του χωριού μας, Ημερολόγιο του έτος 2009 του Πολιτιστικός Συλλόγου Τσικαλαριών, επιμέλεια κειμένων ημερολογίου : Κατερίνα Κλειδάκη, Μαρία Μαράκη. Τα κείμενα στηρίχτηκαν στις προφορικές μαρτυρίες των κατοίκων του χωριού.
2. Ιστορικές και πολιτιστικές αναφορές του χωριού μας! Ημερολόγιο του έτους 2012 του Πολιστιστικού Συλλόγου Καλανταριών. Επιμέλεια ημερολογίου: Κουτρουμπά Δέσποινα, Μαρία Μαράκη.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα