Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά ξεκίνησαν με παγωνιά
και η παροιμία λέει, κι όχι λόγοι φευγαλέοι,
πως πάντα η μέρα η καλή, φαίνεται απ’ την ανατολή.
Άντε τώρα τι να κάνω, πέστε πώς να σας γλυκάνω
Την κακή και μαύρη μέρα να την κάνω περιστέρα
και με τρόπο μαϊμουδίσιο, το στραβό να κάνω ίσιο
όπως κάνουν μαθημένοι, οι πολιτικοί εν γένει.
Άγιος Βασίλης έφθασε, αφού από άλλους πέρασε
και ξεφόρτωσε τα δώρα και για τη δική μας χώρα
άφησε χιονιά και μπόρα. Έλληνα φτωχέ προχώρα.
Θε μου τι μας περιμένει, κι η ελπίδα μας κλεμμένη.
Φόροι κόφτες και χαράτσια, της ζωής μας τα γρανάζια
τα μπλοκάρουν κάθε μέρα, μαραθήκαμε στην ξέρα
κι είναι η οικονομία, μ’ αδειανά πάντα ταμεία
κι η ανάπτυξη η καημένη, η πολυσυζητημένη
που όλο λένε θα φουντώσουν και καρπούς θα αποδώσουν
σαν την ρόδα του Καμίνι, που ιστορική θα μείνει
για το φιάσκο και τη νίλα, της πρωτεύουσας ξεφτίλα.
Ήταν προγραμματισμένη να γυρίζει η καημένη.
στα χαρτιά, την είχαν στήσει , έκπληκτους να μας αφήσει
σε φιγούρα και σε λάμψη κι όλος ο ντουνιάς να λάμψει
μα εν τέλει σας το λέω, βλέπω κάποιους να τους κάψει.
Πάλι ακούω για το χρέος, πως θα κουρευτεί βεβαίως
κι αξιολόγηση θα γίνει, από σώβρακο, μπικίνι…
μα κατάντησαν μπαλάκια στων εταίρων το χεράκια
και ο ένας εις τον άλλο, τα πετάν, δεν υπερβάλω.
Δουνουτού και Ευρωπαίοι, Γερμανοί και Σοϊμπλέοι
κάρτες κόκκινες μας βγάζουν, φανερά μας εκβιάζουν
γι’ άλλη τρύπα στο ζωνάρι, για να δούμε αυτή τη χάρη.
Τότε λένε θα δεήσει κι η ανάπτυξη θ’ ανθίσει,
ζήσε Μάρτη και Απρίλη, Μάη για να φας τριφύλλι.
Αλλά μην στεναχωριέστε άλεσμά ’χουμε κι αλέστε
Μπόλικο νερό στ’ αυλάκι, χάντρες στο κομπολογάκι
πάντα κάτι για να λέμε. Να γελάμε ή να κλαίμε;
Βρήκαμε να συζητάμε και ξεχνάμε πως πεινάμε.
Πάλι φούντωσε το θέμα. Τι ειν’ αλήθεια; Τί ’ναι ψέμα;
και λαμβάνει διαστάσεις, του θεάτρου παραστάσεις.
Κάποιος Σώρρας έχει τάξει πως τα πράγματα θ’ αλλάξει,
απ’ το χρέος θα μας σώσει και πως θα μας ξελασπώσει.
Ετσι βρήκανε οι άλλοι, οι τρανοί μας, οι μεγάλοι
στου λαού τα μάτια στάχτη, να γυρίζει το αδράχτι
να πετούν με το καντάρι και δεν παίρνουμε χαμπάρι
πως μας βάζουν παρωπίδες, στα αυτιά μας ωτασπίδες.
Μου θυμίζουν το νεράκι πού ’τρεχε σαν ποταμάκι
από βρύσες και βυτία στα δρομάκια στην πλατεία,
του Καματερού. Γελάτε; Τότε τρέχαμε θυμάστε;
και πιστεύαμε το θαύμα, το θεόσταλτο το νάμα.
Μα σας κούρασα νομίζω και συγγνώμη θα ζητήσω
Πριν αρχίσετε μουρμούρα και σηκώσετε μαγκούρα
Χρόνια μας πολλά κι εφέτος και κανείς μη μείνει ρέστος
απ’ αγάπη και υγεία, του θεού την ευλογία.
Και για τους πολιτικούς μας, τους αφέντες του λαού μας
επί τέλους ας τα βρούνε και ας συνεννοηθούνε
σύνεση αν έχει μείνει, για να βγούμε από τη δίνη.
“Βαγιωνιάς”