Τι κι αν έχουν περάσει από τότε 50 χρόνια και βάλε.. Όταν συναντάς παιδικούς φίλους στην στράτα σου..ξαναζείς έστω για λίγες στιγμές τα καλοκαίρια εκείνα .
Κοντό μαλλάκι ,κοντό παντελονάκι,κι αέρας στα πανιά μας. Δεν είχαμε να ζηλέψουμε τίποτα μεταξύ μας ,ούτε απ΄αδερφό και φίλο… ίδιο ντύσιμο.ίδιο κούρεμα ίδια καλοπέραση.
Όλα τα φρούτα ήταν δικά μας,όλος ο κόσμος ήταν δικός μας, κι ολημερίς μες το λιοπύρι γυρνούσαμε ξυπόλυτοι στα καλντερίμια ,σαν τα φουριάρικα κατσικάκια.
Μια φέτα με λάδι έτρωγε στον δρόμο το Στελιό ,δος μου κι εμένα να παίξω μια δαγκανιά του έλεγε το Σηφαλιό, κι όλοι μαζί χυμούσαμε τα μεσημέρια σαν ακρίδες και ρημάζαμε την μαύρη μουρνιά του μπάρμπα μας του Αλεξανδρή.
Την επόμενη μέρα έπαιρνε σειρά ,η κοντούλα η απιδιά τσι θειάς μου τσι Μαρόύλας,κι η κόκκινη μπουρνελιά τσι Καλιόπης
Δεν είχαμε ,ούτε σταθερά ,ούτε κινητά,ούτε φ/β,ούτε ηλεκτρικό. αλλά με μια διπλοσφυρέ του Μανούσου,η πλατεία ήταν γεμάτη από τ΄ασουλούπωτα και παίζανε πετροπόλεμο μεταξύ τους για την τιμή του Σιδέρη του Παπαϊωάνου και του Δομάζου.
Κι εκεί πάνω στους μεγάλους καυγάδες για ένα σκληρό μπέναλτι του Μιχελή,ακουγόταν η φωνή τσι μάνας του Γιωργιού, που ήταν και καλοσυνάτη.
–Πήγαινε χαρώτο στο μαγατζί του Χατζή, να μου πάρεις μισή οκά φακές και μιά φρύσα,και μετά θα παίξεις πάλι όσο θέλεις…κέρασε το ανήψιο ένα λουκουμάκι ,έλεγε στον καφετζή ο μπάρμπας του ο Νικόλας.
Σε λίγο έσερνε τσι φωνές κι μάνα του Μανούσου ,κι αντιλαλούσαν τα βουνά ,και γαύγιζαν οι σκύλοι.
–Ακόμα μωρέ μπούλη δεν εχόρτασες να παίζεις τσι μπάλες τόσες ώρες..πήγαινε ογλήγορα να ποτίσεις τον γάιδαρο με το συγκλί μην κορακιάσει τσι δίψας, και να πας να μου φέρεις ένα γομάρι κατσοπρίνια να ανάψω τον φούρνο.
–Άκουσες ίντα σούπα ..γι νάρθω με την βίτσα…
Είχαμε και τον μπάρμπα μου τον Γιάννη που δεν είχε κοπέλια και με έστελνε να του παίρνω μια μεγάλη κούτα στούκους τσιγάρα των 70,και μετά με έβαζε να του διαβάζω την εφημερίδα.
Θυμούμαι το ΄65 με τα γεγονότα ,που εκάπνιζε κι εβλαστήμα τον βασιλιά.
Ησυχάστε μωρέ διαόλοι μην έρθω να σας κοπανίσω με την κατσούνα και δεν αφήνετε άνθρωπο να ησυχάσει ..μας εσιχτίριζε κι ο μπάρμπας μου ο Σταυράκος που κοιμότανε τα μεσημέρια κάτω από τον μεγάλο πρίνο.
Τα βράδια αποκαμωμένοι ,μας έστρωνε στην ταράτσα η θεία μας η Ανίτσα,και ξαπλώναμε ανάσκελα, κοιτάζοντας τον ουρανό με τ΄άστρα.
Ήταν τα καλύτερα μας χρόνια..!!
Ο αγαπητός Γιώργος Καπριδάκης, μας έχει συνηθίσει να διαβάζουμε με χαρά τις όμορφες διηγήσεις – αφηγήσεις του από έναν αλλοτινό τρόπο απλής, φυσικής και αγνής παραδοσιακής ζωής που, ωστόσο, χάνεται οσημέραι και μακάρι να υπήρχε τρόπος να μεταβολιζόταν στη σημερινή κοινωνική πολυπλοκότητα. Όμως, ο εξαίρετος συνεργάτης των “Χ.Ν.” ζωγραφίζει με την πέννα του πανέμορφο κι αυθεντικό παλιό Κρητικό λόγο και, θαρρείς, επιδέξιος λαογράφος και χρονογράφος ξαναθυμίζει και πλημμυρίζει εμάς τους κάπως ηλικιωμένους εικόνες, αμέτρητες εικόνες κι αναμνήσεις των δύσκολων αλλ’ όμορφων παιδικών μας χρόνων. Μακάρι, η παλιά πανέμορφη [δεν έχω συναντήσει ομορφότερη και πλουσιότερη ντοπιολαλιά από την Κρητική] αυτή διάλεκτος – ντοπιολαλιά να συνεχίζει για πάντα στην πολιτιστική και παραδοσιακή ζωή του τόπου μας. Αξίζουν τα θερμά μας συγχαρητήρια στον αγαπητό συνεργάτη των “Χ.Ν.” και να συνεχίζει να γράφει το ίδιο όμορφα. Με φιλική εκτίμηση κι αγάπη Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος ΧΑΝΙΑ