Τέτοια εποχή που έκλειναν τα σκολειά, κάναμε κι εμείς τα μαθητούδια τις καλοκαιρινές μας διακοπές εκεί ψηλά στο οροπέδιο… με ποικίλες δραστηριότητες ηρεμίας και χαλάρωσης.
-Πήγαινε χαρώτο νάχεις την ευκή μου να μου φέρεις ένα γομάρι ξύλα ν’ ανάψω τον φούρνο, μού ’λεγε συργουλευτά η μάνα μου.
-Πάρε μπρε Γιωργιό το συγκλί να πάεις να ποτίσεις τον γάιδαρό μας στο πηγάδι γιατί θα κορακιάσει με τόση κάψα.. μού ’λεγε ο αφέντης μου.
-Άντε δα μικιό μα εσένα σ’ ακούει καλιά από μένα, να πάεις να ξεστραλίξεις τα ωζά από τσ’ αζιλάκους και να τα λαλείς μέχρι τη στέρνα να τα ποτίσουμε… με καλόπιανε κι ο μεγάλος μου αδερφός.
…Ιντα να κάνει και το μικιό, δεν περίμενε δεύτερη κουβέντα… έπαιρνε τον σκύλο του τον Ρόμελ για παρέα, το λάστιχό του μπας και πιάσει κάνα πιπιόνι κι ανηφόριζε με το σύσιλο τση μέρας στα όρη… αλλά με κακή του όρεξη.
Είχα και τον μπάρμπα μου τον Γιάννη που δεν είχε κοπέλια και με έστελνε στο μπακάλικο να του αγοράσω μια κούτα τσιγάρα των 88, και μετά με έβαζε να του διαβάσω την εφημερίδα σιγά-σιγά και καθαρά… στο τέλος όμως μού ’δινε και κάτι ψιλά.
Την υπόλοιπη μέρα παίζαμε ξυπόλυτοι στους δρόμους μπάλες, ξυλίκι, κυνήγι, χωστό και κάναμε ομαδικές επιδρομές στα κάθε λογής φρούτα του χωριού που μα τω θεώ πολύ λίγα πρόκαναν να ωριμάσουν.
Μετά το βραδάκι ξεθεωμένοι τση κούρασης ξαπλώναμε ανάσκελα στη ζεστή από τον ήλιο ταράτσα τση κουζίνας και μετρούσαμε τ’ άστρα… σαν κατσαρόλα μάς φαινόταν τότε η μεγάλη άρκτος.
Ηταν θυμάμαι απόλυτη η σιγαλιά τ’ απόβραδα εκείνα… κι άκουγες μόνο τα λέρια των οζών από τα γύρω βουνά, το γαύγισμα των σκύλων της γειτονιάς, το κλάμα τση κουκουβάγιας και κάτι βλαστημίδια από την πέρα ρούγα.
Ηταν η ώρα που “κατέβαζε τα καντήλια” ο μπάρμπα Μανούσος.
Αξέχαστα καλοκαίρια …!!!
Μπράβο, αγαπητέ Γιώργο, που μας ξαναγύρισες σ’ αλλοτινούς όμορφους καιρούς: και γράφεις και πολύ όμορφα και λιτά την παραδοσιακή ντοπιολαλιά τ’ ασκύφου! Σ’ ευχαριστουμε θερμά για τη γραφή σου και να ‘σαι πάντα καλά. Φιλικά Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος ΧΑΝΙΑ