Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου, 2024

Τα κατά Α.Γ. πάθη

Η πλούσια Α.Γ., προσφάτως εγκαταλελειμμένη από την οικιακή βοηθό, είναι αποφασισμένη να τακτοποιήσει το σπίτι, άλλωστε, είναι κάτι που της αρέσει πολύ, και που δεν είχε την ευκαιρία να το κάνει εδώ και καιρό, ας όψεται η οικιακή βοηθός. Και μάλιστα θα ξεκινήσει ακριβώς από εκεί, από το δωμάτιο εκείνης που την εγκατέλειψε, είναι αποφασισμένη. Εκεί, αφού πρώτα εκπλαγεί από το ελάχιστο του μεγέθους της κάμαρης, που μοιάζει μέρος αυτόνομο και όχι του σπιτιού, θα παρατηρήσει ένα σχέδιο στον τοίχο, ένας γυμνός άντρας, μία γυμνή γυναίκα και ένας, πιο γυμνός και από γυμνό, σκύλος, και τότε, ανοίγοντας τη ντουλάπα, θα αντικρίσει μια κατσαρίδα.
Και ενώ όλα συγκλίνουν προς μια παρωδία σαπουνόπερας, η Λισπέκτορ θα κάνει, ακριβώς στο καρέ του ουρλιαχτού στη θέα της κατσαρίδας, εκείνο το τουίστ που θα μας οδηγήσει αλλού, με την Α.Γ. σχεδόν ακινητοποιημένη από τον τρόμο και την αηδία, απέναντι στο πλέον σιχαμερό πλάσμα, να παραληρεί, βρίσκοντας και χάνοντας τον ειρμό της, αλλάζοντας ιστορικές εποχές χωρίς να μπορεί να εγκαταλείψει το δωμάτιο με την κατσαρίδα. Η σύμβαση δεν εγκαταλείπεται ποτέ: μία γυναίκα σε κατάσταση σοκ αφηγείται. Η αυτόματη γραφή σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει τυχαία γραφή, η Λισπέκτορ γνωρίζει ξεκάθαρα τι θέλει να πει και αφήνεται στο πώς θα το πει· εδώ μπορεί να εμπιστευτεί την έμπνευση και το ταλέντο.
Δώσ’ μου το χέρι σου:
Θα σου πω τώρα πώς μπήκα στο ανέκφραστο που ήταν πάντα η τυφλή και μυστική μου αναζήτηση. Πώς μπήκα σε εκείνο που υπάρχει ανάμεσα στον αριθμό ένα και στον αριθμό δύο, πώς είδα τη γραμμή του μυστηρίου και της φωτιάς, που είναι η απόκρυφη γραμμή. Ανάμεσα σε δύο νότες μουσικής υπάρχει μία νότα, ανάμεσα σε δύο γεγονότα υπάρχει ένα γεγονός, ανάμεσα σε δύο κόκκους άμμου, όσο ενωμένοι και να είναι, υπάρχει ένας ενδιάμεσος χώρος, υπάρχει μια αίσθηση που είναι ανάμεσα στις αισθήσεις, στα διάκενα της πρωταρχικής ύλης βρίσκεται η γραμμή του μυστηρίου και της φωτιάς που είναι η ανάσα του κόσμου, και η συνεχής ανάσα του κόσμου είναι αυτό που ακούμε και ονομάζουμε σιωπή.

Η προκλητικότητα της πρωτοπορίας· η Λισπέκτορ βρίσκεται στην αιχμή του βραζιλιάνικου μεταμοντερνισμού, ενοχλείται από τα λιμνάζοντα ύδατα, από τα στερεότυπα, από τον τρόπο αντιμετώπισης του λαϊκού στοιχείου. Δεν θέλει απλώς να προκαλέσει, να γκρεμίσει θέλει. Γι’ αυτό κινείται πάνω σε γνώριμα και οικεία μοτίβα, σενάρια απλοϊκά, επιχειρώντας να απαγάγει γλωσσικά τον αναγνώστη από τον κόσμο της ιστορίας στον κόσμο των ιδεών και των λέξεων.
Ψάχνω, ψάχνω/ Γιατί ένας κόσμος ολοζώντανος έχει τη δύναμη μιας Κόλασης/ Μόνο εγώ θα ξέρω αν ήταν η αποτυχία που είχα ανάγκη/ Κατόπιν κατευθύνθηκα προς τον σκοτεινό διάδρομο πίσω από το χώρο υπηρεσίας/ Τότε, πριν το καταλάβω, άσπρισε η καρδιά μου όπως ασπρίζουν τα μαλλιά/ Τότε ήταν που η κατσαρίδα άρχισε να ξεπροβάλλει από το βάθος/ Κάθε μάτι αναπαρήγαγε την κατσαρίδα ολόκληρη/ Είχα φτάσει στο τίποτα, και το τίποτα ήταν ζωντανό και υγρό/ Η συγχώρηση είναι γνώρισμα της ζωντανής ύλης/ Είχα κάνει την απαγορευμένη πράξη να αγγίξω το ακάθαρτο/ Τότε, ξανά, ακόμη ένα χιλιοστό άσπρης ύλης ανάβλυσε προς τα έξω/ Επιτέλους, αγάπη μου, παραδόθηκα/ Και έγινε ένα τώρα/ Αφού αυτό που έβλεπα ήταν προγενέστερο του ανθρώπινου/ Ουδέτερο εργόχειρο ζωής/ Ούτε καν φόβος πια, ούτε καν τρόμος πια/ Δώσ’ μου το χέρι σου/ Η προανθρώπινη θεϊκή ζωή είναι φτιαγμένη από ένα παρόν που καίει/ Αναζητούσα μια απεραντοσύνη/ Κι επέστρεψα ακαριαία στο εσωτερικό του δωματίου που, έτσι πυρακτωμένο, τουλάχιστον ήταν ακατοίκητο/ Υπάρχει όμως κάτι που είναι ανάγκη να ειπωθεί, είναι ανάγκη να ειπωθεί/ Αφού μέσα στον ίδιο μου τον εαυτό είδα πώς είναι η κόλαση/ Η κόλαση είναι για μένα το υπέρτατο./Έτρωγα εμένα την ίδια, εμένα που είμαι κι εγώ ζωντανή ύλη του Σαμπάτ/ Θα του έλειπε κάτι που θα έπρεπε να ‘ναι δικό του/ Γιατί το γυμνό πράγμα είναι τόσο ανιαρό/ Πρέπει να μην φοβάμαι να κοιτάξω τον εξανθρωπισμό εκ των έσω/ Είναι το να αυξάνεις ατελείωτα την ευχή που γεννιέται από την ένδεια/ Τη γεύση του ζωντανού/ Τα χέρια μας που είναι χοντροκομμένα και γεμάτα λέξεις/ Είναι που δεν τα είπα όλα/ Το θεϊκό για μένα είναι το πραγματικό/ Λείπει μονάχα η χαριστική βολή – που αποκαλείται πάθος/ Η παραίτηση είναι μια αποκάλυψη/ Και το λατρεύω.
Όταν διάβαζα την Ώρα του αστεριού είχα μία αίσθηση συγγένειας της Λισπέκτορ και της Μπάχμαν. Εδώ δεν ένιωσα το ίδιο, διαβάζοντας, όμως, το εργοβιογραφικό της Λισπέκτορ, έπεσα πάνω σε αυτή την πληροφορία που δεν γνώριζα: το ξημέρωμα της 14ης Σεπτεμβρίου 1966 αποκοιμιέται στο διαμέρισμά της με ένα τσιγάρο αναμμένο και, άθελά της, προκαλεί πυρκαγιά. Περνάει τρεις μέρες μεταξύ ζωής και θανάτου και παραμένει δύο μήνες στο νοσοκομείο. Η Λισπέκτορ, σε αντίθεση με τη Μπάχμαν λίγα χρόνια αργότερα, τελικά επιζεί, με σημαντικά όμως εγκαύματα σε όλο της το σώμα.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα