Πολλές φορές αισθάνομαι την ανάγκη τα ανοιξιάτικα, με καλοκαιρινά βράδια, να κάθομαι και ν’αρφουγκάζουμαι το κόσμο τση νύχτας, και να κοιτάζω τον ουρανό, να περιπλανιέμαι στον απέραντο κόσμον του, να σκέφτομαι τα περασμένα, να κάνω όνειρα και συγκινημένη, να ξαναζώ τα περασμένα και να χαίρομαι τη ζωή τση νύχτας. Στην ησυχία της νύχτας και η αναπνοή ακόμη θα πρέπει να είναι ανάλαφρη και αθόρυβη. Η ζωή τση νύχτας, κρύβει ασπρόβλεπτες συγκινήσεις, με εκπλήξεις, φαντασία και φόβο, θαυμασμό με τόλμη. Το σκοτάδι θεριεύει τη φαντασία και κινητοποιεί τσ’ αισθήσεις.
Το τραγούδι του αηδονιού, τα νυχτοπούλια, με τα τριζόνια, η κουκουβάγια, με τσι βαρθακούς και ούλα τ’άλλα ζώα, αφήνουν τη δικιά τους παρουσία. Κάθ’ ένα χωριστά, συμπληρώνει τον μυστήριο υπέροχο κόσμο της νύχτας. Στα παραμύθια των παιδικών μου χρόνων υπήρχαν κλειδιά που ανοίγανε τσι πόρτες τ’ ουρανού. Αρκεί να ήσουν απού τσι τυχερούς να τα βρείς, για να καταφέρεις να εξερευνήσεις τα φανταστικά απέραντα πελάγη, με τσι κόσμους που φυλάει η ζωή των παραμυθιών. Τα όνειρα για το κάθε όμορφο τση ζωής θα πρέπει να ‘ναι καλοδεχούμενα.
Η ομορφιά και το δέος μπροστά στην απέραντη άβυσο τ’ ουρανού, με γης, σε εμπνέει για να ζείς και να ταξιδεύεις μέσα από τα όνειρα.
Μιτσή (μικρή) προσπαθούσα να μετρήσω τ’ άστρα κι’ οντέ τα θώρουνα να τσουροβολούνε, (πέφτουν) εκείνη τη στιγμή, ζητούσα, (ευχόμουν) αυτό που επιθυμούσα πολύ να έρθει στη ζωή μου. Προλήψεις και φαντασίες που μας κληρονομούν οι παλιότεροι. Έψαχνα ανυπόμονα να καταλάβω ποιος ήταν ο κόσμος που έζηε (ζούσε) στο φεγγάρι οντέ το θώρουνα να μου χαμογελά και να καταλάβω, ανέ υπήρχε, εκεί ψηλά η ίδια ζωή, όπως κάτω στη γη.
Μα όταν ξετρυπούσα (έφτανα) στ’ ουρανού τ’ ανάπλαγα, μπροστά μου γεμάτη δέος απ’ τσ’ ομορφιές, περιπλανιόμουνα χαρούμενη κι ευτυχισμένη σε παραδείσια πελάγη. Ώσπου μια ζεστή αγκαλιά με άφηνε στο κρεβατάκι μου χωρίς να με τρομάζει για να συνεχίζω να ζώ το όνειρο.
Και όταν τα χάδια του ήλιου με ξυπνούσαν, χαρούμενη κι ευτυχισμένη, έτρεχα για παιγνίδι με τα άλλα παιδιά. Όμως το όνειρο δε τόσβηνε η μέρα, είχε γεμίσει χαρούμενα την ψυχή μου με όλα όσα είχα ζήσει τη νύχτα.
Στο μαγικό κόσμο τση νύχτας το φεγγάρι, με τ’ άστρα είναι οι έμπιστοι φίλοι μας που φωτεινά, αόρατα και αγαπησιάρηκα χάδια χαρίζουν, και δεν προδίδουν ποτέ κανένα, εάν είναι μόνον αυτοί, οι μάρτυρες σε γεγονότα, με μυστικά. Φωτεινός καθοδηγητής είναι ο κόσμος τ’ ουρανού για τον γήινο κόσμο, εχέμυθος και αλάθητος, με τ’ αμέτρητα άστρα του, με το φεγγαράκι, που τσ’ ασημοαχτίδεςντου, μπέμπει(στέλνει) στσι μαγικές νύχτες κάτω στη γή, στ’ ατελείωτα ταξίδια των ναυτικών, στα παιδάκια του κρυφού σκολειού, στους μυστικούς έρωτες και στους οραματιστές της νύχτας και τση ζωής των μηστηρίων,με των εκπλήξεων. Αμέτρητοι γνωστοί και άγνωστοι τεχνίτες, έχουν εξυμνήσει, με το δικό τους τρόπο, τον κόσμο τ’ ουρανού, σε μοναξιές, μ’ αποσπερίδες, σε γλέντια με ξεφαντώματα, σε ονειροπολήσεις και φαντασιώσεις, στα όνειρα με την πραγματικότητα.
Παραμύθια, θρύλοι, φανταστικά γεγονότα, με αληθινά συμβάντα, συνδέουν και συνθέτουν τη ζωή της νύχτας, Η αγκαλιά τση νύχτας, τ’ ουρανού, των αστεριών, με το φεγγαράκι, σε απογειώνουν, απού έγνοιες με προβλήματα και βρίσκεις, σωστά δρομάκια, με σοκάκια, που οδηγούν στσι σίγουρους προορισμούς.
Και ότι βρήκα τα κλειδιά τ’ ουρανού, σαν παιδί στα όνειρά μου και μου γέμισαν τη ζωή μου χαρά μ’ ευτυχία είναι αλήθεια. Όλη τη νύχτα περιπλανιόμουν σε κόσμους παραδείσιους γεμάτους από όλα όσα έψαχνα. Έχτιζα κόσμους δικούς μου με τ’ αληθινά πρότυπα που θαύμαζα. Και οντέ κοντόφτανε το ξημέρωμα μαντάλωνα ξανά τσι πόρτες του, για να γυρίσω πίσω, ευτυχισμένη και χαρούμενη.
Η ελπίδα σε οδηγεί σ’αυτά που αποζητάς, γιατί η δύναμη, που φωλιάζει στην ψυχή και το σώμα όταν βρεί τρόπο και συνθήκες, γιγαντώνεται. Και τ’ αποτελέσματα είναι συγκλονιστικά, γιατί αφήνουν πίσω τους, έργα με ημέρες που μένουν στο πέρασμα των χρόνων σαν έργα απού δημιουργούς προικισμένους με το χάρισμα της μοναδικότητας…
*Η Μαρία Γρυφάκη είναι Συγγραφέας
Κουφαλωτός – Καντάνου