Ντέιβιντ Μίτσελ δεν είχα διαβάσει ως τότε, και όμως, η τύχη τα φέρνει καμιά φορά έτσι, που μια αναγνωστική επιλογή, υποκινούμενη κάπως από ένα καπρίτσιο, όπως για παράδειγμα από τη σκέψη: γυρίζοντας σπίτι θα διαβάσω το πρώτο βιβλίο που θα αντικρίσω από τη στοίβα με τα προσεχώς, αυτή θα είναι η επιλογή για το επόμενο βιβλίο, αφού αλλιώς δεν μπορώ να αποφασίσω· Και φτάνοντας στο τέρμα της ανηφόρας, Τα κοκάλινα ρολόγια με περίμεναν στην είσοδο της πολυκατοικίας, το πλέον δροσερό μέρος όταν έξω κάνει μια ζέστη αστικά αφόρητη μα παραθαλάσσια ποθητή, και έτσι, αν και δεν ήταν η ακριβής τέλεση της σκέψης ή της επιθυμίας αν προτιμάτε, τα έφερε έτσι η συγκυρία, που λίγες μέρες πριν πάρω κάποια ρεπό μαζεμένα από έναν χειμώνα μακρύ, ήρθε η στιγμή να διαβάσω Ντέιβιντ Μίτσελ για πρώτη φορά, και σίγουρα όχι τελευταία.
Λίγες μόνο ώρες μετά έκανα την ακόλουθη σκέψη, την οποία και φρόντισα να μοιραστώ ψηφιακά, και ήταν διατυπωμένη κάπως έτσι, οι μέρες, έγραψα, πριν την καλοκαιρινή διακοπή, την πολυπόθητη αυτή διακοπή, μοιάζουν με μυθιστόρημα του Μίτσελ, διαθέτουν λίγη μαγεία, αρκετό ρεαλισμό και μια υποδόρια αγωνία, τι θα γίνει τελικά, πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Και ας βάζει ο ίδιος ο συγγραφέας στο στόμα της πικρόχολης επιμελήτριας τον αφορισμό πως όσο μπορεί μια γυναίκα να είναι ολίγον έγκυος, άλλο τόσο μπορεί ένα βιβλίο να είναι ολίγον φανταστικό, εμένα με είχε κυριεύσει εκείνη η σκέψη σύνδεσης της αναμονής με το λογοτεχνικό σύμπαν του Αμερικανού συγγραφέα.
Και οι σελίδες περνούσαν, και εγώ βυθιζόμουν στην εξέλιξη της ιστορίας, στις εικόνες μαγικού ρεαλισμού, εκεί που όλα έμοιαζαν πιθανά, αν και συνήθως όχι εύκολα, μήτε ευχάριστα, με μια επίφαση ρεαλισμού, με ένα πρόσχημα πλοκής αντιληπτής από το πλέον απαίδευτο μάτι, εκείνο που δεν έχει μάθει, ή αρνείται να παραδεχτεί πρώτα και να αντικρύσει στη συνέχεια πως πίσω από τον προφανή υπάρχει ένας ακόμα ολόκληρος κόσμος, βγαλμένος από τις ιστορίες των γιαγιάδων και τα βάθη των ονείρων, με μια αδικαιολόγητη επιμονή στον ορθολογισμό, με ένα μαστίγιο απέναντι στη φαντασία, με τα εγχειρίδια της ιατρικής ανά χείρας και τις γενικεύσεις απέναντι στο μη απτό, στο μη κατανοητό.
Μπορεί η ιστορία να ξεκινά κάπως αμήχανα, μία έφηβη, η Χόλι Σάικς, φεύγει από το σπίτι της μετά από έναν τσακωμό με τη μητέρα της, αφορμή για την οποία στάθηκε η σχέση της με έναν μεγαλύτερο άντρα, και μια ερωτική απογοήτευση που δεν άργησε να εκραγεί, όταν εκείνη τον βρήκε στο κρεβάτι με την καλύτερή της φίλη, τη στιγμή που όλο χαρά και όνειρα έφτασε σπίτι του για να του ανακοινώσει πως τα εγκατέλειψε όλα για χάρη του, για να είναι μαζί για πάντα. Μια δεύτερη φυγή, μια περιπλάνηση, μακριά από ό,τι γνωστό θα οδηγήσει την ιστορία στις παρυφές του κόσμου μας, μαεστρικά καθοδηγημένη από τη φαντασία και το ταλέντο του Μίτσελ στην αφήγηση και στη σύνθεση μεμονωμένων περιστατικών.
Και το ποσοστό της μαγείας αυξανόταν, ο ρεαλισμός υποχωρούσε, ποιος τον είχε έτσι κι αλλιώς ανάγκη, και η αγωνία κορυφωνόταν, όμως πλέον ένας ενθουσιασμός άπειρων δυνατοτήτων τη συνόδευε στην έξαρσή της, και οι σελίδες περνούσαν, η ιστορία με παρέσερνε, η καταβύθιση δεν φόβιζε μήτε προκαλούσε ασφυξία, μα αποκάλυπτε έναν νέον κόσμο.
Έτσι, από μια σύμπτωση, Τα κοκάλινα ρολόγια να βρεθούν στο πλέον δροσερό μέρος, την κατάλληλη χρονική στιγμή, τότε που δεν μπορούσα ν’ αποφασίσω για το επόμενο αναγνωστικό βήμα, βρέθηκα να διαβάζω Μίτσελ για πρώτη φορά, όταν ο ρεαλισμός έπρεπε πάση θυσία να σβήσει μέσα στη φαντασία. Αν και θα μπορούσε να λειτουργήσει και αντίστροφα χρονικά, τώρα που έχω πια πίσω μου τη διακοπή, η φαντασία να οδηγήσει ομαλά πίσω στον ρεαλισμό, σε έναν ρεαλισμό όμως γεμάτο από ρήγματα.
Και βέβαια ο κόσμος του Ντέιβιντ Μίτσελ δεν θα είχε την επίδραση αυτή χωρίς τη γλωσσική διαμεσολάβηση της μεταφράστριας και συγγραφέως Μαρίας Ξυλούρη.