Μια νέα μεγάλη διεθνής επιστημονική έρευνα έρχεται να μπερδέψει ακόμη περισσότερο τα πράγματα αναφορικά με τι πρέπει να τρώμε και τι όχι, καθώς θέτει σε αμφισβήτηση το καθιερωμένο «δόγμα» της υγιεινής διατροφής ότι η κατανάλωση κορεσμένων λιπών αυξάνει τον κίνδυνο για εμφράγματα. Η μελέτη -που μάλλον σύγχυση και πολλά ερωτηματικά θα προκαλέσει- δεν διαπίστωσε ότι τα «κακά» κορεσμένα λιπαρά οξέα επιβαρύνουν την καρδιά, ούτε ότι τα «καλά» πολυακόρεστα πράγματι την προστατεύουν.
Θεωρείται όμως πρόωρο ακόμα να τεθεί θέμα αλλαγή των υφιστάμενων διατροφικών συστάσεων, όσον αφορά τα κορεσμένα και τα ακόρεστα λίπη, αν και αναμένεται να αναζωπυρωθεί η επιστημονική διαμάχη για το ποιά φαγητά είναι «καλά» και ποιά «κακά». Πάντως, η νέα μελέτη επιβεβαίωσε ότι τα λεγόμενα «τρανς» λιπαρά (μερικώς υδρογονωμένα έλαια που περιέχονται σε επεξεργασμένα τρόφιμα) όντως αυξάνουν τον κίνδυνο για την καρδιά.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον επιδημιολόγο Ρατζίβ Τσαουντχούρι του Τμήματος Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Κέμπριτζ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό “Annals of Internal Medicine”, σύμφωνα με το BBC και τους “Τάιμς της Νέας Υόρκης”, ανέλυσαν στοιχεία από 72 δημοσιευμένες μελέτες που συνολικά αφορούσαν πάνω από 600.000 άτομα σε 18 χώρες (μετα-ανάλυση).
Η συγκριτική ανάλυση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα «κακά» κορεσμένα λιπαρά οξέα, είτε αυτά μετριούνταν ως ποσοστό της συνολικής διατροφής, είτε ως βιοδείκτης στο αίμα, δεν σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο στεφανιαίας νόσου. Επίσης, η μελέτη δεν βρήκε κάποια σημαντική συσχέτιση ανάμεσα στη συνολική κατανάλωση των «καλών» μονοακόρεστων λιπαρών οξέων, καθώς επίσης των πολυακόρεστων ωμέγα-3 και ωμέγα-6 λιπαρών οξέων, και στον καρδιαγγειακό κίνδυνο.
Οι ερευνητές κατέληξαν στο «αιρετικό» συμπέρασμα ότι, με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, δεν δικαιολογούνται οι τρέχουσες οδηγίες για τους περιορισμούς στην κατανάλωση των κορεσμένων λιπών για λόγους προστασίας της καρδιάς. Ούτε, εξάλλου, όπως επεσήμαναν βρέθηκαν επαρκή στοιχεία που, αντίστροφα, να δικαιολογούν την αυξημένη κατανάλωση πολυακόρεστων λιπαρών (όπως τα ωμέγα-3 και 6), πάλι για λόγους προστασίας της καρδιάς.
Ακόμα, η μελέτη διαπίστωσε ότι υπάρχει μεγάλη ποικιλομορφία στην επίδραση των διαφόρων λιπών πάνω στον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Ακόμα και μέσα στην ίδια «οικογένεια» λιπαρών οξέων, όπως τα ωμέγα-3, τα διαφορετικά είδη τους έχουν πολύ διαφορετικές επιπτώσεις, με μερικά να μειώνουν πιο αισθητά τον καρδιαγγειακό κίνδυνο από ό,τι άλλα.
Κάτι ανάλογο φαίνεται να συμβαίνει και στα «κακά» κορεσμένα λίπη, ένα υπο-είδος των οποίων, για παράδειγμα, το μαργαρικό οξύ, παρόλο που είναι ζωικό λίπος, μειώνει σημαντικά τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.
Επιπλέον, όταν οι ερευνητές εξέτασαν σε τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές την αποτελεσματικότητα των διατροφικών συμπληρωμάτων με ωμέγα-3 και ωμέγα-6 λιπαρά οξέα, δεν βρήκαν κάποια αξιοσημείωτη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου, πράγμα που υποδηλώνει μειωμένη ωφέλεια από την κατανάλωσή τους.
«Αυτά είναι ενδιαφέροντα ευρήματα που εν δυνάμει ενεργοποιούν νέους άξονες επιστημονικής έρευνας και ενθαρρύνουν την προσεκτική επανεκτίμηση των τωρινών διατροφικών οδηγιών», δήλωσε ο Ρατζίβ Τσαουντχούρι και τόνισε την ανάγκη για νέες μεγάλες κλινικές δοκιμές, προτού εξαχθούν οριστικά συμπεράσματα. Πάντως, τόνισε ότι, «δεν είναι τελικά τα κορεσμένα λίπη για τα οποία θα έπρεπε να ανησυχούμε», ενώ εκτίμησε ότι ο στόχος για την μείωση της κατανάλωσης θα έπρεπε πρωτίστως να είναι τα σάκχαρα και οι πολλοί υδατάνθρακες.
Μεσογειακή διατροφή
Από την άλλη, ο καθηγητής επιδημιολογίας και διατροφολογίας Φρανκ Χου της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ δήλωσε ότι τα νέα ευρήματα «δεν πρέπει να εκληφθούν ως “πράσινο φως” για να τρώει κανείς περισσότερες μπριζόλες, βούτυρο και άλλες τροφές πλούσιες σε κορεσμένα λίπη». Επίσης συνέστησε στους ανθρώπους να ακολουθούν την Μεσογειακή διατροφή, η οποία μπορεί πράγματι να μειώσει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο, όπως έδειξε και μια περυσινή μεγάλη κλινική δοκιμή.
Τα καρδιαγγειακά νοσήματα, με συχνότερο τη στεφανιαία νόσο, παραμένουν η κύρια αιτία θανάτου και αναπηρίας παγκοσμίως. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τους ειδικούς, το κόψιμο του τσιγάρου, η σωματική άσκηση και η υγιεινή διατροφή (χωρίς πολλά λιπαρά, αλμυρά και γλυκά) αποτελούν βασικούς κανόνες προστασίας.
Η υπερβολική κατανάλωση τροφών με κορεσμένα λίπη μπορεί να αυξήσει την παχυσαρκία και τη «κακή» χοληστερόλη (LDL) στο αίμα, που αποτελούν παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. Κορεσμένα λίπη υπάρχουν άφθονα στο βούτυρο (και σε όσα τρόφιμα περιέχουν βούτυρο) και γενικά στα ζωικά λίπη, στο λιπαρό κρέας, στις έτοιμες σάλτσες, σε αρκετά τυριά, το μπέικον κ.α.
Σύμφωνα με τις υπάρχουσες συστάσεις, οι άνδρες δεν πρέπει να τρώνε πάνω από 30 γραμμάρια κορεσμένων λιπαρών την ημέρα, ενώ οι γυναίκες έως 20 γραμμάρια το πολύ. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, η ημερήσια πρόσληψη κορεσμένων λιπών δεν πρέπει να ξεπερνά το 5% των συνολικών θερμίδων (γύρω στα δύο κουταλάκια βουτύρου για κάποιον που καταναλώνει περίπου 2.000 θερμίδες την ημέρα).
Τα μονοακόρεστα και πολυακόρεστα λίπη αφθονούν στα έλαια που προέρχονται από φυτά (όπως το ελαιόλαδο και το καλαμποκέλαιο), στα ψάρια (και στα ιχθυέλαια), στους ξηρούς καρπούς κ.α.
Σύνδεσμος: Για την πρωτότυπη επιστημονική εργασία στη διεύθυνση:
http://annals.org/article.aspx?articleid=1846638&atab=7