Σήκωσα το κεφάλι και κοίταξα εξαιτίας του γέλιου, και συνέχισα να κοιτάζω εξαιτίας των κοριτσιών.
Πρώτα πρόσεξα τα μαλλιά τους, μακριά και αχτένιστα. Μετά τα μπιχλιμπίδια τους που άρπαζαν τον ήλιο. Τρεις ήταν, και αρκετά μακριά ώστε να μην μπορώ να διακρίνω παρά το περίγραμμα των χαρακτηριστικών τους, αλλά δεν είχε σημασία -ήξερα ότι ήταν διαφορετικές απ’ οποιονδήποτε άλλο στο πάρκο.
Η λάμψη του διαφορετικού, στον ωκεανό της ομοιομορφίας των πλούσιων προαστίων, είναι ικανή να θαμπώσει το βλέμμα, που υποσυνείδητα την αναζητούσε στα κοριτσίστικα περιοδικά, κάτω από τα σκεπάσματα και στα αποτυχημένα πάρτυ, στο ξύπνημα της σεξουαλικότητας. Η Ίβι, με την τότε κολλητή της, όχι ιδιαίτερα δημοφιλής, για να το θέσουμε με τακτ, ένιωθε κάπως άβολα στο περιβάλλον, χωρίς απαραίτητα να έχει εξήγηση για το συναίσθημα αυτό, γύρευε σε μέρη ετερόκλητα, μα πλήρως ελεγχόμενα, το διαφορετικό· και το βρήκε στο πάρκο, μόλις κοίταξε τα κορίτσια.
Χρόνια μετά, φιλοξενούμενη στο σπίτι ενός φίλου, θα συναντήσει τον γιο του και τη φίλη του. Ο νεαρός, μόλις συνειδητοποίησε πως επρόκειτο για την Ίβι, για την οποία τόσα και τόσα είχε ακούσει από τον πατέρα του, είπε ενθουσιασμένος στην κοπελιά του: ήταν σε εκείνη τη σέκτα! Και κάπως έτσι αρχίζει να ξετυλίγεται το κουβάρι της αφήγησης.
Μια παρένθεση πριν απ’ οτιδήποτε άλλο: το παρελθόν έχει λάμψη είτε για όσους το έζησαν αλλά έχουν ασθενή μνήμη, είτε για εκείνους που δεν ήταν εκεί. Για την Ίβι δεν έχει λάμψη άλλη εκτός από εκείνη του κεραυνού.
Τότε δεν θα της περνούσε ποτέ από το μυαλό η λέξη σέκτα, ούτε καν μετά το αποτρόπαιο έγκλημα, τότε ήταν κάτι το διαφορετικό, άνθρωποι που ζούσαν με άλλους όρους, αντιμετωπίζοντας το σώμα και το πνεύμα τους με ελευθερία και άρνηση καλουπώματος. Ο Ράσελ, αρχηγός του κοινόβιου, με το χάρισμα της γοητείας, η Σούζαν με τον μαγνητισμό που ασκούσε στην Ίβι, αλλά και οι υπόλοιποι, ξαναζωντανεύουν στη μνήμη της καθώς διηγείται, πότε στους δύο νεαρούς και πότε στον εαυτό της, την παλιά εκείνη ιστορία. Και αν και εκείνη γλίτωσε από κάθε συνέπεια του νόμου, αφού ποτέ δεν ταυτοποιήθηκε ως μέλος της ομάδας από τις αρχές, εντούτοις τα τραύματα της εμπειρίας ελάχιστα επουλώθηκαν από τη μνήμη.
Γιατί άραγε η Έμα Κλάιν, γεννημένη το 1989, ενδιαφέρεται να διηγηθεί μια ιστορία παλιά; Ίσως γιατί το σκοτάδι που άφηνε μέσα της η λάμψη των διηγήσεων στάθηκε ικανό να τη στοιχειώσει. Ίσως και όχι.
Αν και γενικά απόλαυσα το μυθιστόρημα αυτό, υπήρχε κάτι που με ενοχλούσε διαρκώς, σαν ένα μικρό πετραδάκι στο παπούτσι, το οποίο δεν είμαι σίγουρος τι ακριβώς ήταν· ίσως μία επιτήδευση στην αφήγηση, ίσως και όχι.