Την εορτή των Φώτων, τη λογαριάζομε για πολύ μεγάλη γιορτή της πίστης μας, και είναι: Για τη μέρα αυτή λέμε: Σήμερα είναι τω Φωτώ, Του Μεγάλου Αγιασμού, τ’ Αγιασμού κ.λπ.
Από την παραμονή, 5 Ιανουάριου, που τη λέμε: «Τού μικρού Αγιασμού, έχομε κάνει τις ανάλογες ετοιμασίες. Η καθαριότητα δική μας και του σπιτιού, η νηστεία κι η αναμονή ώσπου να περάσει ο ιερέας με τον αγιασμό στο συγκλάκι του, και να «μάς φωτίσει» κι εμάς και το σπίτι μας και το μαγατζέ μας και το στάβλο με τα ζωντανά.
Σε πολλά χωριά μας, οι γεωργοί αφήνουν χάμω στη στράτα, άπ’ όπου θα περάσει ο παπάς με τον αγιασμό, κλήματα αμπελιού, για να τα δρασκελίσει. Πιστεύουν πώς τ’ αμπέλι των, θα ’χει την ευλογία του Θεού και η προκοπή και ή καρποφορία του, θα είναι πλούσια.
Σ’ αλλα χωριά βράζουν τα φωτοπάπουδα, δηλαδή, διάφορα όσπρια και τα τρώνε, έτσι χωρίς λάδι, γιατί νηστεύουν από σήμερα το πρωί μέχρι αύριο για να πιούνε αγιασμό.
Από τα φωτοπάπουδα, που είπαμε πιο πάνω, βάζουν στο παχνί των βοδιών. Κι εκείνα, ευχαριστημένα αφού αξιωθήκανε να φάνε «από τον κόπο τους» ακούμε να συνομιλούν το βράδυ και να ευχαριστούν τον Θεό!
Ρίχνουν, σ’ άλλα χωριά, φωτοπάπουδα, στα δώματα, στις σκεπές δηλ. τις χωμάτινες των σπιτιών για «τα πετεινά του Ουρανού» καθώς λένε!
Το βράδυ της παραμονής του Μεγάλου Αγιασμού αδειάζουν τα λαγήνια του σπιτιού γιατί πρέπει να βάλουν αύριο, νέο αγιασμένο νερό από τη βρύση του χωριού. Γενικά διακρίνεται λατρεία προς το νερό. Και η Εκκλησία μας το τονίζει: «Σήμερον, των υδάτων αγιάζεται η φύσις».
Ας παρακολουθήσομεν όμως κάποιες γερόντισσες, που συζητούν κι αναθυμούνται τα περασμένα τους, για τη σημερινή τη μέρα.
«Εμείς παραμονές τ’ Αγιασμού, στο χωριό μας, καθαρίζαμε τα σπίθια και τσ’ αυλές, λουζόμασταν κι αλλάζαμε και περιμέναμε τον παπά “να φωτίσει”.
Οντεν ήρχουντονε, εφιλούσαμε το Σταυρό, μας εφώτιζε και του ρίχναμε στο συγκλάκι το εικοσιάρι μας. Στσί σακκουλιέρηδες του εδούδαμε: Λάδι, στάρι, καρύδια, αμύγδαλα, κι ό,τι άλλο είχε το σπίτι μας, κι εκερνούσαμε ένα απιδόκουπο, με μια ρακή τσοι βοηθούς.
Κι εκείνοι φεύγοντας επετούσανε απού τα μαζωμένα μια χουφτιά εις τσ’ όρθες μας “για να κλωσίσουν”, όπως ελέγαμε»…
(Πληρ., Ευαγγελία Γ. Καντάκη,
Αρχοντικό – Σελίνου).
«Κι εμείς, συμπεθέρα, στου Καμπανού, αλλότες, επεριμέναμε απού ώρες τον παπά ναρθει (γιατί έπαιρνε με τη σειρά τσι γειτονιές και τα σπίθια) για να φιλήσουμε το σταυρό.
Στο συγκλάκι του εβάναμε ό,τι είχαμε δεκάρικο, εικοσιάρικο. Εσερνε και σακκουλιέρηδες: Ο σακκουλιέρης του λαδιού, του σταριού, των οπωρικώ. Κι εμείς των εδούδαμε ένα κάρτο λάδι, μια λεκανιδέ στάρι χάσικο, αμύγδαλα και καρύδια, κι όσοι είχανε κάστανα.
Τούτα να δα, γινότανε πριν απού τον πόλεμο που πήγανε οι γι’ άντρες μας στην Αλβανία. Τόσοι ’να χρόνοι…».
(Πληρ. Αναστασία Α- Αποστολάκη
Καμπανός Σελίνου)
«Στο σπίτι μας εψήναμε τα φωτοπάπουδα. Εβάναμε στο ντεντσεράκι ροβύθια, φακή, φασόλια μαυροματάκια, μαναρόλια, ψαρές, στάρι κι ούλα μαζί τα βράζαμε, παραμονή του Μεγάλου Αγιασμού.
Απής τ’ ανασέρναμε απού το ντεντσεράκι, στη λεκανίδα κι ύστερα πηγαίναμε μερικά στσί ματζιαδούρες για τα βούγια, στα καλάθια για τα οζά κι όξω στσ’ όρθες και στ’ άλλα έχνη.
Εγαέρναμε ύστερα στο μαγερειό μας, κι εκαθαρίζαμε και τρώγαμε κι εμείς απού τα ίδια, κι επίναμε μιαν κρασιά για τη νηστεία, τ’ Αγιασμού.
Τα φωτοπάπουδα τα λέμε και πολύλογο μαγέρεμα ή πολύλογα, γιατί γίνουνται άπ’ ό,τι τρώμε.
Επετούσαμε και στα δώματα του σπιθιού για τα πουλιά. Εγροίκουνα τη λάλη μου, τη συγωρεμένη, απού μας ήλεγε πώς όποιος ανήμενε στην πάχνη στο κατώι, εγροίκα απού μιλούσανε τα βούγια αναμεταξύ τωνε, όντεν ετρώγανε τα φωτοπάπουδα.
(Πληρ. Βασιλ. Κατσανεβάκη,
Αρχοντικό Σέλινου).
Την ίδια ώρα που συζητούν τα περασμένα τους οι γερόντισσες, φθάνουν τα πρώτα παιδιά για τα “Φωτοκάλαντα”.
Ας τα παρακολουθήσουμε:
«Σήμερα είναι τω Φωτώ,
π’ αγιάζουν οι παπάδες,
και μες στα σπίθια μπαίνουνε,
και λέν τον Ιορδάνη,
Κι ο Ιωάννης Βαφτιστής
επέρασεν και είπε:
Χαρίσετε μου τα κλειδιά
τα μαργαριταρένια,
ν’ ανοίξω τον Παράδεισο,
να πιώ νερό δροσάτο,
να θέσω ν’ αποκοιμηθώ,
σε μια σπηλιά αποκάτω.
Να πέφτουν μήλα πάνω μου,
και ρόδα στην ποδιά μου,
και τα χρυσά τριαντάφυλλα,
εις τα προσκέφαλα μου.
Ανήφορος, κατήφορος,
στα τρία πηγαδάκια,
κάθουνται τρεις μελαχροινές
με τα σγουρά μαλλάκια.
Η μια κεντά τον Ουρανό,
κι η γ’ άλλη το φεγγάρι,
κι η τρίτη η καλύτερη
κεντά τον αϊ Γιάννη!»
Το πρωί του Μεγάλου Αγιασμού, εκκλησιάζονται παντού όλοι, γιατί δεν πρέπει να λείπουν από τη Βάφτιση του Χριστού, αλλά και για να πιουν αγιασμό, που το ’χουν σε καλό, κι ακόμη να πάρουν σ’ ένα πεντακάθαρο ποτήρι, για το σπίτι. Τον μεταφέρει ο νοικοκύρης του σπιτιού και του ανάβουν αμέσως καντήλι, όπου θα τον τοποθετήσουν.
Από τον αγιασμό αυτό, θα ραντίσουν «τα τέσσερα καντούνια του σπιτιού, για να ξορκιστεί το κακό», και με τον υπόλοιπο, θα γεμίσουν καθαρά γουβαδάκια (συγκλάκια) με συμπλήρωμα νερού, όπου τα μεγάλα παιδιά πηγαίνουν και «φωτίζουν» τ’ αμπέλι το λιόφυτο, τα σπαρτά, τα δεντρά, τα κουκιά, τα ζωντανά κ.λπ.
«Εμάς στο χωριό μας, εφέρνανε οι γι’ άντρες μας τον αγιασμό άπ’ όποιο χωριό ελουτούργα ο παπάς, τ’ Αγιασμού, κι επειδή ήτανε μεσημέρι να φτάξουν, γιατί κι αλάργο ήτονε κι η γι’ ακολουθία του Μεγάλου Αγιασμού μεγάλη είναι, κι είχαμε φάει ως τόσο τα παιδιά, τον εφυλάγανε τον αγιασμό, κάτω από τα κονίσματα με αναμμένο καντήλι ως την άλλη μέρα το πρωί, που τον επίναμε νηστικοί, αφού τον εθυμιάζαν.
Υστερα εφεύγαμε κι εφωτίζαμε τα σπαρτά μας, ώστε να μας τελειώσει ο αγιασμός πού μας είχανε βάλει οι μεγάλοι στα συγκλάκια».
(Πληρ. Ελ. Κοντάκη,
Αρχοντικό Σέλινου)
Αν το χωριό ή η πόλη είναι παραθαλάσσια, ή έχει ποταμό, τότες, νεαροί κολυμπητές πέφτουν στα νερά, για να πιάσουν το Σταυρό, όταν τον ρίξει ο παπάς.
Σε πολλά μέρη, τον περιφέρουν στα σπίτια, σαν νικητές, προσκυνούν οι νοικοκυραίοι κι όσοι τυχαίνουν και κερνούν τον νικητή βουτηχτή.
Είναι καλό, λένε, οι θαλασσινοί μας, να πιάσεις το Σταυρό κι η πίστη και το θάρρος των, νικούν της θάλασσας την παγωνιά.
Σήμερα, επίσης, μικροί κάι μεγάλοι, γυρίζουν στις γιορτές δικών και φίλων. Στου Φώτη, στου Φάνη, στου Θεοφάνη, στου Ιορδάνη, στης Φωτεινής…
Κι αν είπαμε και μικροί, είναι γιατί από χθες, του μικρού αγιασμού, «εφύγανε πια οι κατσικαντήλιδες απού τον κόσμο» γιατί ήρθεν ό παπάς με την αγιαστούρα του και το’ απόδιωξεν.
Κι ως του χρόνου, τούτα «τα μιαρά», οι καλικάτζαροι, θα ’ναι στ’ απόβαθα τση γης και θα πριγιονίζουν, μα το ίδιο τονε κάνει. Κάθε χρόνο κι η πίστη μας με τη δύναμη του Σταυρού, θ’ αποδιώχνει το κακό από τη Γη των Πατέρων μας και θα μας προφυλάσσει από τις ενέργειες τους!
***
Αυτά είναι λίγα από τα λαογραφικά θησαυρίσματα του τόπου μας, για το Δωδεκαήμερο τσι “σκολάδες” όπως τις λέμε και σας παρουσιάσαμε στις 24/12, στις 31/12 και σήμερα από τα έγκριτα “Χανιώτικα νέα”.
Μ’ αυτήν την πατροπαράδοτη κληρονομιά την ανεκτίμητη μεγαλώσαμεν εμείς, μ’ αυτήν δυναμώσαμε και την πίστη μας, μ’ αυτήν αισθανθήκαμε το μεγαλείο της ζωής των Πατέρων μας, μ’ αυτήν γαλουχήσαμεν κι εμείς τα παιδιά μας!
Κι ας μη μας διαφεύγει πώς: Οσο ξεκόβει ο σημερινός άνθρωπος από την Παράδοσή του, τόσον αξεδίψαστος και φτωχός θα μένει.
Κι όσο τ’ αγιασμένα νερά των Φώτων, θα τα θαρρεί παγωμένα, τόσο θα’ ναι μακριά από τις πηγές τις αιώνιες!…
Αγαπητοί μου, θερμές σε όλους ευχές για Υγεία και Καλή Χρονιά!
*δάσκαλος – λαογράφος