∆ύο χρόνια συµπληρώνονται αύριο από τον θάνατο του αγαπηµένου µας συνεργάτη, του σπουδαίου δασκάλου και λαογράφου, Σταµάτη Αποστολάκη. Μέσα από το τεράστιο έργο που άφησε µε την αρθρογραφία του στα “Χανιώτικα νέα”, ανασύρουµε το κείµενό του για λαογραφικά του Μεγάλου Αφιασµού (Θεοφανείων), όπως το παρουσίασε στα “Χ.ν.” τον Ιανουάριο του 2019.
«Την εορτή των Φώτων, τη λογαριάζοµε για πολύ µεγάλη γιορτή της πίστης µας, και είναι: Για τη µέρα αυτή λέµε: Σήµερα είναι τω Φωτώ, Του Μεγάλου Αγιασµού, τ’ Αγιασµού κ.λπ.
Από την παραµονή, 5 Ιανουάριου, που τη λέµε: «Τού µικρού Αγιασµού, έχοµε κάνει τις ανάλογες ετοιµασίες. Η καθαριότητα δική µας και του σπιτιού, η νηστεία κι η αναµονή ώσπου να περάσει ο ιερέας µε τον αγιασµό στο συγκλάκι του, και να «µάς φωτίσει» κι εµάς και το σπίτι µας και το µαγατζέ µας και το στάβλο µε τα ζωντανά.
Σε πολλά χωριά µας, οι γεωργοί αφήνουν χάµω στη στράτα, άπ’ όπου θα περάσει ο παπάς µε τον αγιασµό, κλήµατα αµπελιού, για να τα δρασκελίσει. Πιστεύουν πώς τ’ αµπέλι των, θα ’χει την ευλογία του Θεού και η προκοπή και ή καρποφορία του, θα είναι πλούσια.
Σ’ αλλα χωριά βράζουν τα φωτοπάπουδα, δηλαδή, διάφορα όσπρια και τα τρώνε, έτσι χωρίς λάδι, γιατί νηστεύουν από σήµερα το πρωί µέχρι αύριο για να πιούνε αγιασµό.
Από τα φωτοπάπουδα, που είπαµε πιο πάνω, βάζουν στο παχνί των βοδιών. Κι εκείνα, ευχαριστηµένα αφού αξιωθήκανε να φάνε «από τον κόπο τους» ακούµε να συνοµιλούν το βράδυ και να ευχαριστούν τον Θεό!
Ρίχνουν, σ’ άλλα χωριά, φωτοπάπουδα, στα δώµατα, στις σκεπές δηλ. τις χωµάτινες των σπιτιών για «τα πετεινά του Ουρανού» καθώς λένε!
Το βράδυ της παραµονής του Μεγάλου Αγιασµού αδειάζουν τα λαγήνια του σπιτιού γιατί πρέπει να βάλουν αύριο, νέο αγιασµένο νερό από τη βρύση του χωριού. Γενικά διακρίνεται λατρεία προς το νερό. Και η Εκκλησία µας το τονίζει: «Σήµερον, των υδάτων αγιάζεται η φύσις».
Ας παρακολουθήσοµεν όµως κάποιες γερόντισσες, που συζητούν κι αναθυµούνται τα περασµένα τους, για τη σηµερινή τη µέρα.
«Εµείς παραµονές τ’ Αγιασµού, στο χωριό µας, καθαρίζαµε τα σπίθια και τσ’ αυλές, λουζόµασταν κι αλλάζαµε και περιµέναµε τον παπά “να φωτίσει”.
Οντεν ήρχουντονε, εφιλούσαµε το Σταυρό, µας εφώτιζε και του ρίχναµε στο συγκλάκι το εικοσιάρι µας. Στσί σακκουλιέρηδες του εδούδαµε: Λάδι, στάρι, καρύδια, αµύγδαλα, κι ό,τι άλλο είχε το σπίτι µας, κι εκερνούσαµε ένα απιδόκουπο, µε µια ρακή τσοι βοηθούς.
Κι εκείνοι φεύγοντας επετούσανε απού τα µαζωµένα µια χουφτιά εις τσ’ όρθες µας “για να κλωσίσουν”, όπως ελέγαµε»…
(Πληρ., Ευαγγελία Γ. Καντάκη, Αρχοντικό – Σελίνου).
«Κι εµείς, συµπεθέρα, στου Καµπανού, αλλότες, επεριµέναµε απού ώρες τον παπά ναρθει (γιατί έπαιρνε µε τη σειρά τσι γειτονιές και τα σπίθια) για να φιλήσουµε το σταυρό.
Στο συγκλάκι του εβάναµε ό,τι είχαµε δεκάρικο, εικοσιάρικο. Εσερνε και σακκουλιέρηδες: Ο σακκουλιέρης του λαδιού, του σταριού, των οπωρικώ. Κι εµείς των εδούδαµε ένα κάρτο λάδι, µια λεκανιδέ στάρι χάσικο, αµύγδαλα και καρύδια, κι όσοι είχανε κάστανα.
Τούτα να δα, γινότανε πριν απού τον πόλεµο που πήγανε οι γι’ άντρες µας στην Αλβανία. Τόσοι ’να χρόνοι…».
(Πληρ. Αναστασία Α- Αποστολάκη Καµπανός Σελίνου)
«Στο σπίτι µας εψήναµε τα φωτοπάπουδα. Εβάναµε στο ντεντσεράκι ροβύθια, φακή, φασόλια µαυροµατάκια, µαναρόλια, ψαρές, στάρι κι ούλα µαζί τα βράζαµε, παραµονή του Μεγάλου Αγιασµού.
Απής τ’ ανασέρναµε απού το ντεντσεράκι, στη λεκανίδα κι ύστερα πηγαίναµε µερικά στσί µατζιαδούρες για τα βούγια, στα καλάθια για τα οζά κι όξω στσ’ όρθες και στ’ άλλα έχνη.
Εγαέρναµε ύστερα στο µαγερειό µας, κι εκαθαρίζαµε και τρώγαµε κι εµείς απού τα ίδια, κι επίναµε µιαν κρασιά για τη νηστεία, τ’ Αγιασµού.
Τα φωτοπάπουδα τα λέµε και πολύλογο µαγέρεµα ή πολύλογα, γιατί γίνουνται άπ’ ό,τι τρώµε.
Επετούσαµε και στα δώµατα του σπιθιού για τα πουλιά. Εγροίκουνα τη λάλη µου, τη συγωρεµένη, απού µας ήλεγε πώς όποιος ανήµενε στην πάχνη στο κατώι, εγροίκα απού µιλούσανε τα βούγια αναµεταξύ τωνε, όντεν ετρώγανε τα φωτοπάπουδα.
(Πληρ. Βασιλ. Κατσανεβάκη, Αρχοντικό Σέλινου).
Την ίδια ώρα που συζητούν τα περασµένα τους οι γερόντισσες, φθάνουν τα πρώτα παιδιά για τα “Φωτοκάλαντα”.
Ας τα παρακολουθήσουµε:
«Σήµερα είναι τω Φωτώ,
π’ αγιάζουν οι παπάδες,
και µες στα σπίθια µπαίνουνε,
και λέν τον Ιορδάνη,
Κι ο Ιωάννης Βαφτιστής
επέρασεν και είπε:
Χαρίσετε µου τα κλειδιά
τα µαργαριταρένια,
ν’ ανοίξω τον Παράδεισο,
να πιώ νερό δροσάτο,
να θέσω ν’ αποκοιµηθώ,
σε µια σπηλιά αποκάτω.
Να πέφτουν µήλα πάνω µου,
και ρόδα στην ποδιά µου,
και τα χρυσά τριαντάφυλλα,
εις τα προσκέφαλα µου.
Ανήφορος, κατήφορος,
στα τρία πηγαδάκια,
κάθουνται τρεις µελαχροινές
µε τα σγουρά µαλλάκια.
Η µια κεντά τον Ουρανό,
κι η γ’ άλλη το φεγγάρι,
κι η τρίτη η καλύτερη
κεντά τον αϊ Γιάννη!»
Το πρωί του Μεγάλου Αγιασµού, εκκλησιάζονται παντού όλοι, γιατί δεν πρέπει να λείπουν από τη Βάφτιση του Χριστού, αλλά και για να πιουν αγιασµό, που το ’χουν σε καλό, κι ακόµη να πάρουν σ’ ένα πεντακάθαρο ποτήρι, για το σπίτι. Τον µεταφέρει ο νοικοκύρης του σπιτιού και του ανάβουν αµέσως καντήλι, όπου θα τον τοποθετήσουν.
Από τον αγιασµό αυτό, θα ραντίσουν «τα τέσσερα καντούνια του σπιτιού, για να ξορκιστεί το κακό», και µε τον υπόλοιπο, θα γεµίσουν καθαρά γουβαδάκια (συγκλάκια) µε συµπλήρωµα νερού, όπου τα µεγάλα παιδιά πηγαίνουν και «φωτίζουν» τ’ αµπέλι το λιόφυτο, τα σπαρτά, τα δεντρά, τα κουκιά, τα ζωντανά κ.λπ.
«Εµάς στο χωριό µας, εφέρνανε οι γι’ άντρες µας τον αγιασµό άπ’ όποιο χωριό ελουτούργα ο παπάς, τ’ Αγιασµού, κι επειδή ήτανε µεσηµέρι να φτάξουν, γιατί κι αλάργο ήτονε κι η γι’ ακολουθία του Μεγάλου Αγιασµού µεγάλη είναι, κι είχαµε φάει ως τόσο τα παιδιά, τον εφυλάγανε τον αγιασµό, κάτω από τα κονίσµατα µε αναµµένο καντήλι ως την άλλη µέρα το πρωί, που τον επίναµε νηστικοί, αφού τον εθυµιάζαν.
Υστερα εφεύγαµε κι εφωτίζαµε τα σπαρτά µας, ώστε να µας τελειώσει ο αγιασµός πού µας είχανε βάλει οι µεγάλοι στα συγκλάκια». (Πληρ. Ελ. Κοντάκη, Αρχοντικό Σέλινου)
Αν το χωριό ή η πόλη είναι παραθαλάσσια, ή έχει ποταµό, τότες, νεαροί κολυµπητές πέφτουν στα νερά, για να πιάσουν το Σταυρό, όταν τον ρίξει ο παπάς.
Σε πολλά µέρη, τον περιφέρουν στα σπίτια, σαν νικητές, προσκυνούν οι νοικοκυραίοι κι όσοι τυχαίνουν και κερνούν τον νικητή βουτηχτή.
Είναι καλό, λένε, οι θαλασσινοί µας, να πιάσεις το Σταυρό κι η πίστη και το θάρρος των, νικούν της θάλασσας την παγωνιά.
Σήµερα, επίσης, µικροί κάι µεγάλοι, γυρίζουν στις γιορτές δικών και φίλων. Στου Φώτη, στου Φάνη, στου Θεοφάνη, στου Ιορδάνη, στης Φωτεινής…
Κι αν είπαµε και µικροί, είναι γιατί από χθες, του µικρού αγιασµού, «εφύγανε πια οι κατσικαντήλιδες απού τον κόσµο» γιατί ήρθεν ό παπάς µε την αγιαστούρα του και το’ απόδιωξεν.
Κι ως του χρόνου, τούτα «τα µιαρά», οι καλικάτζαροι, θα ’ναι στ’ απόβαθα τση γης και θα πριγιονίζουν, µα το ίδιο τονε κάνει. Κάθε χρόνο κι η πίστη µας µε τη δύναµη του Σταυρού, θ’ αποδιώχνει το κακό από τη Γη των Πατέρων µας και θα µας προφυλάσσει από τις ενέργειες τους!»
Το ξεχωριστό µήνυµα του Σταµάτη Αποστολάκη
Κλείνοντας το κείµενό του το 2019 ο Σταµάτης Αποστολάκης, έστελνε ένα ξεχωριστό µήνυµα: «Μ’ αυτήν την πατροπαράδοτη κληρονοµιά την ανεκτίµητη µεγαλώσαµεν εµείς, µ’ αυτήν δυναµώσαµε και την πίστη µας, µ’ αυτήν αισθανθήκαµε το µεγαλείο της ζωής των Πατέρων µας, µ’ αυτήν γαλουχήσαµεν κι εµείς τα παιδιά µας!
Κι ας µη µας διαφεύγει πώς: Οσο ξεκόβει ο σηµερινός άνθρωπος από την Παράδοσή του, τόσον αξεδίψαστος και φτωχός θα µένει.
Κι όσο τ’ αγιασµένα νερά των Φώτων, θα τα θαρρεί παγωµένα, τόσο θα’ ναι µακριά από τις πηγές τις αιώνιες!…».