Γέννημα και θρέμμα τση Σφακιανής Μαδάρας ο Νίκος ο Ψαρός, την περπάτησε απ’ άκρα ως άκρα. Τη λάτρεψε όσο πολύ λίγοι… Μίλησε με τα άψυχα φαράγγια της μα και με τα αγρίμια της. Κοιμήθηκε πάνω στα αρωματικά φυτά της και κάτω από τα χιονισμένα καταλύματα. Μα και όταν η οικονομική ανέχεια τον οδήγησε στο σκλαβοπάζαρο της Γερμανίας, όχι απλά θυμόταν, αλλά νοσταλγούσε τις σφακιανές Μαδάρες.
Eτσι το 1969 από τη Φρανκφούρτη γράφει το πρώτο του βιβλίο -“Ο Ονειροβάτης της Μαδάρας”- Ο τίτλος τα λέει όλα.
Το 1980 κυκλοφορεί το δεύτερο βιβλίο του Ριζίτικα του καιρού μας.
Από την αρχή της γνωριμίας μας συνδεθήκαμε με άδολη φιλία, γύρω στα Χριστούγεννα του 2011 μου είπε ότι το τρίτο βιβλίο του είναι έτοιμο για το τυπογραφείο. Χαρούμενοι και οι δυο κάτσαμε στο καφενείο, και μόνο γι’ αυτό συζητούσαμε. Δυστυχώς όμως αυτή ήταν και η τελευταία εν ζωή συνάντησή μας.
Από ο πρωί της μεθεπόμενης ημέρας όλα τα Μ.Μ.Ε. είχαν για πρώτη είδηση την αναγγελία του ξαφνικού θανάτου του φίλου μου του Νίκου του Ψαρού, του πνευματικού άντρα που τίμησε τα Χανιά μας και τώρα αφήνει ένα δυσαναπλήρωτο κενό.
Λένε όμως πως οι καλοί άνθρωποι δεν πεθαίνουν και ο Νίκος ήταν ένας από αυτούς.
Αφησε την εκλεχτή Ανωγιανή σύζυγό του που κρατά σταθερά το τιμόνι της οικογένειάς του. Αφησε τρεις γιους πτυχιούχους ανώτερης μόρφωσης και απέδειξαν ότι είναι αντάξιοι αντικαταστάτες του, μάζεψαν τις χειρόγραφες πνευματικές εργασίες του, τις έκαμαν βιβλίο και από τις 12-8-16 που παρουσίασαν το βιβλίο του, και για πάντα θα διδάσκει την ατόφια σφακιανή Λαϊκή ποίηση, ριζίτικα, ρίμες, μαντινάδες.
Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου του ο Νίκος Ψαρός ξεκαθαρίζει ότι: (σελ. 13) «Η ποιητική λαϊκή παράδοση των Λευκοριτών ήταν εντελώς διαφορετική από την αντίστοιχη των κατοίκων της Ανατολικής Κρήτης -τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του αιώνα που πέρασε- του 1900.
Το γεγονός αυτό ο συγγραφέας το αποδίδει στο ότι οι Λευκορίτες είναι κληρονόμοι της προχριστιανικής λαϊκής παράδοσης που λατρεύανε τον Απόλλωνα, σαν μοναδικό θεό του πνεύματος και της τέχνης.
Αντίθετα στην ανατολική Κρήτη που λατρεύανε τον Δία, οι λατρείες τους ήταν υλιστικές και αντίστοιχες ήταν οι λατρευτικές παραδόσεις τους.
Στη σελίδα 16 ο συγγραφέας για τα ριζίτικα τραγούδια γράφει -ήταν λάθος και άδικο που πήραν αυτό το όνομα- έπρεπε να τα λέμε Λευκορίτικα τραγούδια- και εξηγεί τους λόγους με επιχειρήματα.
Στη σελίδα 26-27 ο συγγραφέας καλωσορίζει τα νεοριζίτικα τραγούδια, αλλά προτείνει και κανόνες όμοιους με τα παραδοσιακά ριζίτικα:
• Να χρησιμοποιούν ανόθευτη την Κρητική ντοπιολαλιά.
• Τα τραγούδια της τάβλας να έχουν μέχρι τέσσερις στίχους, όσους δηλαδή τραγουδιούνται.
• Τα τραγούδια της στράτας έχουν πολύ περισσότερους στίχους.
Στη σελίδα 29 ο συγγραφέας προτείνει ότι τα νεοριζίτικα θα μπορούσαν να λέγονται και με νεοσκοπούς που να μπορούν να προσαρμόζονται και με μουσικά όργανα, γιατί τους παλιούς σκοπούς οι καλύτεροι μουσικοί μας -Μουντάκης, Μανιάς, Κακλής- που αποπειράθηκαν να τα μελοποιήσουν, κατά την γνώμη του συγγραφέα, δεν τα κατάφεραν.
Το βιβλίο του Νίκου Ψαρού τα Λευκορίτικα θα γράψει ιστορία γιατί είναι το αντικειμενικότερο από όσα έχω διαβάσει με ανάλογο περιεχόμενο.
Θα πρότεινα σε όσους αγαπούν την παραδοσιακή λαϊκή ποίηση, όχι απλά να το διαβάσουν αλλά να το μελετήσουν.
*μέλος της Ενωσης Πνευματικών Δημιουργών και της Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων