Η πραγματικότητα είναι μία· οι αναγνώσεις της, άπειρες. Ο μάγος και το κοινό του διαθέτουν διαφορετικές ερμηνείες για τα γεγονότα. Για τους θεατές, η παράσταση είναι μοναδική κι ανεξήγητη: μια στιγμή πίστης. Για κείνον που εκτελεί το τρικ, αντιθέτως, μαγεία είναι η ακρίβεια, η πρόβα. Η ευχέρεια που έχει επιτευχθεί χάρη στην επανάληψη των κινήσεων. Η γνώση της τεχνικής, αυτού του παρασκηνίου από ελατήρια και γρανάζια, έχει εξαιρετικά υψηλό κόστος για το μάγο: τον μεταμορφώνει σε σκεπτικιστή. Από την άλλη μεριά όμως του επιτρέπει να κάνει τους άλλους να πιστέψουν.
Η πρώτη παράγραφος του Μεξικανού συγγραφέα διαπερνά με χάρη και άνεση τη στενωπό του κριτηρίου της αρχής, σύμφωνα με το οποίο η απόφαση του αναγνώστη να διαβάσει ή όχι ένα βιβλίο εξαρτάται από τις ελάχιστες πρώτες αράδες, κριτήριο το οποίο συχνά λαμβάνουν υπόψιν τους εκείνοι οι αναγνώστες, όρθιοι ή σκυφτοί ανάμεσα στους πάγκους των βιβλιοπωλείων, που αρνούνται πεισματικά να συμβουλευτούν το οπισθόφυλλο του βιβλίου, φοβούμενοι πως καίρια στοιχεία της υπόθεσης θα έχουν παρεισφρήσει εκεί, αποτυγχάνοντας εν τέλει να δελεάσουν, αλλά προκαλώντας αντίθετα την απομάγευση.
Και ύστερα -στην άνεση του σπιτιού, στη θαλπωρή ενός καφέ, στον καθαρό αέρα ενός πάρκου ή στην αμμουδιά των τζιτζικιών-, ο αναγνώστης θα διαβάσει ξανά και ξανά την πρώτη αυτή παράγραφο, πριν προχωρήσει παρακάτω. Ο αναγνώστης γνωρίζει καλά πως σπάνια συμβαίνει να σταθεί και το υπόλοιπο κείμενο στο ύψος της αρχικής αυτής πρότασης, προβαρισμένης και δουλεμένης ξανά και ξανά, όπως οι λέξεις που θέλει να ξεστομίσει κάποιος πριν πλησιάσει για πρώτη φορά το αντικείμενο του πόθου του, από τις οποίες ελάχιστες θα επιζήσουν των φίλτρων -υπερβολικό, ψεύτικο, κοινότοπο- και τις οποίες, αν η συζήτηση δώσει καρπούς, θα ακολουθήσουν και άλλες, και κάπως έτσι η ιστορία θα ειπωθεί. Και μερικές φορές τις λέξεις που ακολουθούν ο αναγνώστης τις αγαπάει περισσότερο, τις νιώθει πιο οικείες και αληθινές. Ο αναγνώστης όμως φοβάται τα πυροτεχνήματα. Τα φοβάται για εκείνα που υπόσχονται, για τη λάμψη τους, που ξάφνου μαγεύει και υπόσχεται, μα αργότερα επιτείνει το σκοτάδι.
Ο αναγνώστης, επίσης, ξέρει καλά πως εκείνος που διηγείται μία ιστορία κρατάει για τον εαυτό του κάποια μυστικά, πως γνωρίζει την κατάληξη της ιστορίας, μα δεν αποκαλύπτει εξ αρχής τα φύλλα του. Ο αναγνώστης όχι μόνο αποδέχεται τη σύμβαση αυτή αλλά και την αποζητά. Όμως, αν το τρικ δεν εκτελεστεί με ακρίβεια, αν ο αναγνώστης νιώσει πως ο συγγραφέας τον παραπλανά στοχεύοντας σε μία εντυπωσιακή -για τα δικά του δεδομένα- ανατροπή, τότε ο αναγνώστης αντιδρά, νιώθει κάτι να κλοτσάει, όχι επειδή ένιωσε χαζός, που δεν κατάλαβε εγκαίρως τι συμβαίνει ή ποιος ήταν τελικά ο ένοχος, αλλά επειδή δεν απόλαυσε το ταξίδι.
Διαβάζοντας ξανά την πρώτη παράγραφο, ο αναγνώστης συνειδητοποιεί πόσο ειρωνικά εύστοχη αποδεικνύεται σε σχέση με το βιβλίο που προλόγισε. Αναλογίζεται τον Μπολάνιο και τον Πίλια, κυρίως αυτούς, ανάμεσα σε άλλους συγγραφείς· οι επιρροές, σκέφτεται, δεν αρκούν· τον Μπόρχες τον αποδιώχνει από σεβασμό, επιθυμεί να τον κρατήσει μακριά. Αρνείται επίσης να επισκεφτεί το γνώριμο καταφύγιο των απογοητευμένων αναγνωστών μεταφρασμένης λογοτεχνίας, τον παρεμβαλλόμενο ρόλο του μεταφραστή. Αναζητά απλώς το επόμενο βιβλίο, εκείνο που θα σβήσει, ελπίζει, την άσχημη γεύση.