Πέμπτη, 19 Δεκεμβρίου, 2024

Tα Λόφωτα

Η Αδελφότητα Μικρασιατών Ν.Χανίων “ο Άγιος Πολύκαρπος” σε συνεργασία με τα “Χανιώτικα νέα”, παρουσιάζουν κάθε εβδομάδα ένα ιστορικό αφιέρωμα στη Μικρά Ασία, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 ετών από τη μικρασιατική καταστροφή.

 

Τα Θεοφάνεια είναι για τον Ελληνισμό μια λαμπερή γιορτή, με ελπιδοφόρο κι αισιόδοξο μήνυμα, γεμάτη συμβολισμούς. Είναι μέρα αφιερωμένη στη λατρεία των νερών (που θεωρούνται «αβάφτιστα» και μιαρά ως τις 6 του Γενάρη), μέρα καθαρμών, εξυγίανσης και καθαγιασμού της φύσης.

Σε πολλά ερυθραιώτικα τοπικά ιδιώματα, η παραμονή ονομάζεται Μισόφωτα και ανήμερα η γιορτή Λόφωτα. Τρεις μέ’ρες (5-7 του Γενάρη) κρατούσε αυτή η γιορτή, κατά το λαϊκό ρητό «τρεις τα Γέ’ννα, τρεις τα Φώτα κι έ’ξι την Ανάσταση», και παντού την τιμούσαν με ιδιαίτερη θρησκευτική ευλάβεια, αλλά και με εθνική έ’ξαρση, καθώς έ’καναν και στην Ανάσταση.
Μεγάλη, λαμπρή και χαρμόσυνη μέ’ρα, ιδίως σε παραλιακούς τόπους, στα γιαλούσικα τα μέ’ρη, όπως το Εγγλεζονήσι, η Αγιά-Παρασκευή, ο Τσεσμέ’ς, η Κάτω Παναγιά, το Λυθρί, το Κερμεάλεσι, οι Σκάλες του Μουρντουβανιού και του Αχιρλιού, το Γενίλιμάνι κ.ά., όπου ο ναυτόκοσμος θεωρούσε κορυφαίο γεγονός της νέ’ας χρονιάς τον αγιασμό των νερών, έ’να ορόσημο για τα ταξίδια.

Εκτός απ’ τους παραθαλάσσιους πληθυσμούς, πολλοί κάτοικοι που έ’μεναν στα μεσόγεια, σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, κατέ’βαιναν για να ρίξουν το σταυρό στο γιαλό: οι Βουρλιώτες στη Σκάλα του Βουρλά, οι Αλατσατιανοί στην Αγριλιά ή στα Λίτζια, οι Ρεϊσντεριανοί στο Κερμεάλεσι, οι Κιλιζμανιώτες στο Τσιφλίκι τ’ Άη-Γιωργιού, οι Μελιώτες στους Μαγατζήδες και στο Μαντράκι, οι Καραμπουρνιώτες στο Γ ρίλιμάνι, στου Γ ιαννάκη τα Μαγαζιά και σε άλλα λιμανάκια καρσινά (γειτονικά) στα χωριά τους.
Επειδή στο επίνειο του Σιβρισαριού, το Σιγατζίκι, κατοικούσαν μόνο Τούρκοι, οι Σιβρισαριανοί έ’φτιαχναν μιαν αυτοσχέ’δια εξέ’δρα για να ρίξουν το σταυρό στο νερό μέ’σα στον Ταξιάρχη, τη μοναδική εκκλησά του χωριού. Έβαζαν έ’να μεγάλο τετράγωνο κρεβάτι στη μέ’ση του ναού, με τέ’σσερα μακριά μπουντάκια (κλαδιά) στις γωνιέ’ς, τα έ’νωναν από πάνω σαν σταυρωτή αψίδα, και κρεμούσαν στο κέ’ντρο έ’να βαρακωμέ’νο πορτακάλι (ντυμέ’νο με χρυσόχαρτο). Απάνου από τσι τάβλες του κρεβατιού ήστρωναν ωραία χαλιά κι απέ’ ήβαζαν την κολυμπήθρα γιομάτη νερό. Αυτού μέ’σα άγιαζε ο παπάς κι ήριχνε το σταυρό.

Όλος ο κλήρος πήγαινε στη μεγάλη γιορτή των ναυτικών και των καραβοκυραίων, σε συγκεκριμέ’νο στολισμέ’νο μέ’ρος στο γιαλό, μέ’σα σε διπλοκάμπανα (εορταστικέ’ς κωδωνοκρουσίες), με τα μπαριάκια (λάβαρα) και τα ξεφτέ’ρια τση εκκλησιάς επικεφαλής. Στην Αγιά-Παρασκευή, που ήταν το μεγαλύτερο ναυτοχώρι της Ερυθραίας με 300 πλεούμενα και βάλε, κάθε ενορία από τις τρεις του χωριού έ’ριχνε ξεχωριστά το σταυρό στη θάλασσα του Ταλιανιού. Εκεί μαζεύονταν έ’να γύρο καΐκια ολοστόλιστα, γεμάτα κόσμο. Στην Κάτω Παναγιά κι οι δυο ενορίες (η Παναγιά κι ο Άη- Δημήτρης) εν πομπή κατέ’φθαναν στο λιμάνι, να ρίξουν το σταυρό κοντά τελωνείο και στο μεγάλο καφενέ’ του Παπαχατζηδάκη. Στο Λυθρί, όλοι κατεβαίναν στο γιαλό από την αψηλά χτισμέ’νη εκκλησιά της Ζωοδόχου Πηγής. Λεθριανοί σαρβαράδες (βρακάδες) και φραγκοφορεμέ’νοι (κουστουμαρισμέ’νοι), κοκόνες (κυρίες) τυποδεμέ’νες (καλοντυμέ’νες) και σισταρισμέ’νες (περιποιημέ’νες) με τα μάλλινα μισοφούστανα και τσι ρομπιτσες (ευρωπαϊκά φουστάνια) τσι φερμένες αφ’ τη Σμύρνη μας, παιδιά με τα μαρνέ’λικα (ναυτικά) ξεχείλιζαν ώσαμε τα μπούνια κάθε λογής πλεούμενο. Βάρκες, κουρίτες (είδος λέ’μβου), σακολέ’βες, περάματα (ψαροπούλες), ακόμη και τα καΐκια που κουβαλούσαν οικοδομικά υλικά από τα περίφημα τουβλοκάμινα κι ασβεσταριά του Μαυρογιάννη, του Κατσιάνου, του Κώτη, του Μαγγανά, όλα ηβουλούσαν αφ’ τον πολύ κόσμο.

Μόλις ο παπάς έ’ριχνε το σταυρό στο νερό (χωρίς να τον έ’χει δεμέ’νο με κορδέ’λα, όπως σήμερα), άξοι κουλουμπητάδες (κολυμβητέ’ς) ήπεφταν σαν τα χέ’λια, σκεδόν αξεβράκωτοι, μέ’σα στο παωμέ’νο νερό κι ηπαραμπαρίζουντο (συναγωνίζονταν) ποιος θε’ να τόνε πιάσει, να τόνε φέ’ρει στην ασημέ’νια απαλαριά (δίσκο) του παπά. Ο τυχερός θα είχε τη θεία ευλογία και χάρη για κείνη τη χρονιά, γιατί ο σταυρός χαρίζει γεροσύνη (υγεία) και προστασία. Κι απέ’, κείνο το σταυρό τα παλικάρια τον εγυρίτζαν σε όλα τα σπίτια μέ’σα στην απαλαριά που ήτονε στολισμένη με βάγια, αβιουρέ’τες (ναρκίσσους) και λογιώ λογιώ πούλουδα. Ο κόσμος απλοχερίτζαν (έ’διναν χρήματα) κι ετρατέ’ρνανε (κερνούσαν) τον ικανό βουτηχτή και τους φίλους του. Εκείνοι τις παράδες κάθε νταϊφάς (ομάδα) τις έ’δινε στις εκκλησιέ’ς για το καλό και τη γεια του.

Μετά τη λειτουργία και τον αγιασμό των υδάτων, σε πόλεις και χωριά της Ερυθραίας, οι παπάδες, συνοδευόμενοι συνήθως από έ’να παιδάκι που βαστούσε το μπαρκάτσι (μεταλλικό δοχείο με τον αγιασμό) ηπερνούσανε πόρτα πόρτα ούλοι τσι χριστιανικοί μαχαλάδες κι αγιάζανε τα σπίτια με το σταυρό και μια τσούμπα (φούντα) δεντρολιβανιά. Οι νοικοκυραίοι τσι ρίχνανε οχταράκια και μετελλίκια (τούρκικα νομί­σματα, ασημέ’νια και χάλκινα, μικρής αξίας), μα και μετζίτια (ασημέ’νια εικοσάρια) οι πιο πλούσοι.
Στην πόλη των Βουρλών, οι παπάδες κάθε ενορίας, με την αγιαστούρα, το μπακράτσι του αγιασμού και το παιδί-βοηθό, ηγύριζαν από τα Μισόφωτα κι ηφωτίζανε στην αράδα ούλα τα σπίτια του Βουρλά. Επειδή όμως αυτά ήταν αμέτρητα (εννιά μεγάλοι χριστιανικοί μαχαλάδες με 27-30.000 Έλληνες!), συνέ’χιζαν το άγιασμα και την επομέ’νη, στα Λόφωτα.

Οι αγιασμοί

Ο αγιασμός είναι έ’να πανάρχαιο έ’θιμο εστίας, έ’νας ειδωλολατρικός τρόπος εξαγνισμού που πέ’ρασε στο Χριστιανισμό κι απόκτησε νέ’ο νόημα. Μαζί με τα φώτα και την άσβεστη πυρά, που χρησιμοποιούνται, πολύ κατά τα Δωδεκάμερα, διώχνει τα ενοχλητικά πνεύματα και κάθε μίασμα και κάνει τα πάντα νέ’α, ευλογημε’να κι καθαγιασμέ’να από το Θεό.
Στη μικρασιατική Ερυθραία, η πρωτάγιαση, δηλαδή ο πρώτος αγιασμός της νέ’ας χρονιάς, γίνεται στα Μισόφωτα, μέ’σα σε κλίμα αυστηρότατης νηστείας με ανήλαδα φαγιά. Τότε οι ιερείς ευλογούν τον λεγόμενο μικρό αγιασμό. Ανήμερα τα Λόφωτα, οι Ερυθραιώτες έπαιρναν το μεγάλο αγιασμό και πρόσεχαν να μη χυθεί ούτε σταγόνα, γιατί τον θεωρούσαν μισή κοινωνιά. Τούτος ο αγιασμός μεταφέ’ρεται από την εκκλησιά στο σπίτι μέ’σα σε πολυτελείς άμουλες (φιάλες), νεμπότες (κανάτια) και κρουσταλλέ’νιες για ασημέ’νιες αγιασμόκουπες. Τα δοχεία αυτά τα είχαν αποκλειστικά γι’ αυτή τη χρήση και δεν έ’βαζαν ποτέ’ κανέ’να άλλο υγρό.

Στο Σιβρισάρι, στο Βουρλά με τα χωριά τους (Αψηλή, Κιλιζμάνι, Ντεμερτζιλιά, Γκιούλμπαξες, Γιατζιλάρι κ.ά.) και σε άλλα ερυθραιώτικα χωριά, με το μικρό αγιασμό άγιαζαν όχι μόνο μαγαζά κι αργαστήρια, μα και τ’ αμπέ’λια, τα ζώα, τσι κουλάδες (αγροικίες), τα ντάμια (αποθήκες) και τα χτήματα, για να ‘χουν οληχρονίς μπερεκέ’τι και μαξούλια πολλά, ενώ ανήμερα των Φώτων, με το μεγάλο αγιασμό, άγιαζαν τα σπίτια και τον ξόδευαν γρήγορα, γιατί τον έπιναν όσοι δεν είχαν κοινωνήσει, αφού ήταν μισή κοινωνιά.
Οι ναυτικοί στην περιφέ’ρεια του Τσεσμέ’ έ’βαζαν αμουλάκια (φιαλίδια) με το μεάλο αγιασμό στα καράβια τους, να τον έ’χουν σε περίπτωση τρικυμίας. Τότε τον έ’ριχναν στην αγριεμέ’νη θάλασσα, κι ευτή, ηλέ’ανε, ώχονους (αμέ’σως) ηκάλμερνε κι ημπονάτσαρε (ησύχαζε και γαλήνευε).

Οι Αλατσατιανοί, οι πιο θεοσεβούμενοι απ’ όλους τους Ερυθραιώτες, έπιναν αγιασμό συστηματικά, ν’ αγιάσουν σώμα και ψυχή. Τον φυλούσαν στις παναγιέ’ς (‘κονίσματα), δεν ημούχλιαζε ποτέ’ς, τον είχαν για φάρμακο και βασικό αγιωτικό για θεραπείες ασθενειών, γητειέ’ς, ξόρκια, αμασκάματα (βασκανίες), λουχουνιέ’ς (λοχείες) κλπ.
Στο καραμπουρνιώτικο κεφαλοχώρι Μελί, με το μεάλο αγιασμό άγιαζαν σπίτι, αυλή, στάβλους, στάνες, δέ’ντρα και χωράφια, για να ‘χουν την ευλογία και την προστασία του Θεού. Τον κρατούσαν επίσης όλο το χρόνο στο ‘κονοστάσι ως αντίδοτο κατά της βασκανίας κι ως φάρμακο για κάθε κακό.

Μετά τον αγιασμό του σύμπαντος κόσμου, ο φόβος των ανθρώπων για το κακό συναπάντημα (που φορείς του είναι οι κάρκοι ή καρκάντζαροι στην Ερυθραία), εξαφανίζεται και τα πάντα, με του Θεού τη Χάρη, εξομαλύνονται, γλυκαίνουν, μερώνουν κι αθρωπεύουνε.

Αντέτια και δοξασίες

Σε κάθε ερυθραιώτικο σπίτι, κυρίως η μάνα και η γιαγιά (η καλομάνα, η νενέ’, η μανή) ήταν οι φορείς μιας τεράστιας παράδοσης χιλιετιών. Αυτέ’ς επιβλέπουν την τήρηση των αντετιώνε (εθίμων), οι ίδιες πρωτοστατούν στη λειτουργία τους και συντηρούνκάθε τοπική παράδοση, «επειδής έ’τσιδα το ηύρανε απ’ τσι παλιοί κι έ’τσιδα θε’ ναν τ’ αφήκουνε». Έτσι λοιπόν, μέ’σα από τις γυναίκες του οίκου, επιτυγχάνονται η σπιτική συνοχή, η δύναμη, η υγεία κι η χαρά που συντηρούσαν αιωνίως την παραδοσιακή ελληνική οικογέ’νεια.
Σε όλες της περιοχέ’ς της ιωνικής Ερυθραίας, ευρύτατη ήταν η πίστη ότι το μεσονύχτι τω Μισοφώτω, ξημερώνοντας τα Λόφωτα, είναι τα ουράνια ανοιχτά κι ό,τι να περικαλέ’σεις για (ή) να ευκηθείς, θε’ να γενεί. Γ ι’ αυτό αμέτρητοι άνθρωποι (οι Μικρασιάτες ήταν βαθύτατα θρησκευάμενοι και ευσεβείς) μαζεύονταν γύρω από το τζάκι – τη στια, παραστιά ή γωνοτζακιά των Ερυθραιωτών – και περίμεναν εκείνη την ώρα, για να προσευχηθούν και να πετύχουν ό,τι καλό επιθυμούσαν, μέ’σα από την παράκληση προς το Θεό.
Με βενέ’τικα (χαρτοφάναρα) οι γυναίκες μεταφέ’ρανε το φως από τσι λαμπάδες της εξέ’δρας του αγιασμού, όπου λουτουργούσε το παπαδολόι, κι ανάβανε τα καντήλια των σπιτιών, που τα κρατούσαν ακοίμητα (άσβηστα) για σαράντα μέ’ρες ή και για έ’να χρόνο ακόμη!
Την ημέ’ρα των Φώτων δεν ανοίγουν μόνο οι ουρανοί κι εισακούονται οι προσευχέ’ς, αλλά επίσης γλυκαίνουν τα νερά κι η θάλασσα ευγιάζει (καλοσυνεύει). Στα Βουρλά, ψαράδες και ναυτικοί στου Γ ιαλού τα χωριά, στα Γ κλεζονήσια και στη Σκάλα δεν ημπαίνανε στη θάλασσα πριν απ’ τα Λόφωτα.

Οι πόρτες ανήμερα τα Λόφωτα ήταν ανοιχτές ολημερνίς για τα βίζιτα, όπως και τ’ Άη- Βασιλειού. Τα σπίτια με εορταζούμενους (τα ονόματα Φώτης, Φωτώ, Φωτεινιώ, Φωτούλα και Ουρανιώ, Ουρανίτσα συνηθίζονταν πάρα πολύ στα Βουρλά, στο Σιβρισάρι και στην ευρύτερη περιοχή τους) είχαν τη μεγαλύτερη κίνηση, όπως είναι φυσικό, και τα μουσαφιριά ηπλακώνανε σουρουσούιλα (οικογενειακώς).

Μετά το φαγητό, που συνήθως ήταν χοιρινό με τα χόρτα (αντίδια, σέ’λινα, πράσα κλπ.), κριάσι κατσικερνό με πιλάβι, όρνιθα ή πετεινός παραγιομιστός κ.ά., σε πολλά μέ’ρη έ’κοβαν πίτα, παρόμοια μ’ εκείνη τ’ Άη-Βασιλειού. Οι Καραμπουρνιώτες τσομπάνηδες έ’κοβαν την πίτα στο μαντρί και τάιζαν με λίγη απ’ αυτήν τα ζώα τους, για το καλό. Οι Βουρλιώτες ή έ’φτιαχναν μια νέ’α πίτα με τη ζύμη για τ’ αϊτάκια, δίχως παρά (νόμισμα), ή φύλαγαν τη μισή αηβασιλιάτικη και την έ’κοβαν πάλι σε μερτικά. Αυτή η κοπή γινόταν με κάποιο ιεροτελεστικό τρόπο, μα δεν είχε τον πανηγυρικό χαρακτήρα τ’ Άη-Βασιλειού.

Στα Αλάτσατα κι αλλού, από τον καιρό που έ’κανε τη μέ’ρα τω Φωτώ προμάντευαν τον καιρό για τη Λαμπρή, γιατί
Σαν είν’ τα Φώτα φωτερά,
θα ‘ν’ η Λαμπρή με τα νερά,
χαρά σε κείνη τη χρονιά!

Όπως προαναφέ’ρθηκε ήδη στα δυο προηγούμενα φύλλα της εφημερίδας, χαρακτηριστικά ερυθραιώτικο αντέτι είναι και το ότι ανήμερα τω Λόφωτω, όπως τα Χρουστούεννα και τ’ Άη-Βασιλειού, χαιρετούνε ούλη τη μέ’ρα ώσαμε τα μεσάνυχτα, λέ’οντας μόνε «καλημέ’ρα ούλη μέ’ρα!» για «καλημέ’ρα και του χρόνου!». Η καλησπέ’ρα κι η καληνύχτα δεν είναι οι πρέπουσες ευχέ’ς σε μια τόσο λαμπρή, χαρμόσυνη και φωτερή μέ’ρα, σαν τα Λόφωτα!

Τα κάλαντρα τω Λόφωτω

Παιδικέ’ς κομπανίες με σημαντράκια, βενέ’τικα, φωτισμέ’να αυτοσχέ’δια καραβάκια από τενεκέ’ ή χαρτί έπαιρναν αποσπερού τω Φωτώ (την παραμονή) με τη σειρά τα γνωστά σπίτια στη γειτονιά τους και τραγουδούσαν το Λιουρδάνη ή Γιουρδάνη. Οι νοικοκυραίοι τα φίλευαν με καρπούς, γλυκά και παράδες και αντάλλασσαν ευχέ’ς.
Τα κάλαντρα τω Φωτώ έ’χουν πιο συγκεκριμέ’νο θρησκευτικό χαρακτήρα, σε σχέ’ση με τα χριστουγεννιάτικα και τ’ αηβασιλιάτικα. Σχεδόν όλες οι ερυθραιώτικες παραλλαγέ’ς τους αναφέ’ρονται στους αγιασμούς των νερών και στο διάλογο Παναγίας και Προδρόμου, με θέ’μα τη βάφτιση του Ιησού. Το ποιητικό κείμενο είναι παρόμοιο στα περισσότερα μέ’ρη, όπως στα παρακάτω βουρλιώτικα κάλαντρα:

Σήμερα είν’ τα Φώτα κι οι φωτισμοί
και χαρά μεγάλη κι οι αγιασμοί.
Κάτου στο Λιουρδάνη τον ποταμό
κάθετ’ η Κερά μας η Παναγιά,
λίβανο βαστάει, κερί κρατεί
και τον Άη-Γ ιάννη παρακαλεί.
• Άη-Γιάννη, αφέ’ντη και Πρόδρομε,
δύνασαι βαφτίσεις Θεού παιδί;
• Δύναμαι βαφτίσω κι αποθυμώ.
Γ ια καρτέ’ρεψέ’ με ως το πρωί,
να κατέ’βω κάτου στον ποταμό,
να ματζέ’ψω ρόδα και αγιασμό,
να ανεβώ απάνου στον Κύριο,
να ματζέ’ψω δρόσο και λίβανο,
ν’ αγιαστούν οι κάμποι και τα βουνά,
ν’ αγιαστεί κι ο αφέντης με την κερά.

Στο Μελί, πιθανόν και σε άλλα χωριαδάκια της Δυτ. Ερυθραίας, τα παιδιά τραγουδούσαν ασυνήθιστα κάλαντρα, πολλοί στίχοι των οποίων αποτελούν συμφυρμούς κι αποσπάσματα από άλλα τραγούδια του ελληνικού λαού. Στο τε’λος βε’βαια, ως συνήθως, δίνουν ευχε’ς κι απαιτούν το μπαξίσι τους:

Σήμερα είναι τω Φωτώ π’ αγιάτζουν οι παπάδες
και με’σ’ στα σπίτια ψάλλουνε και λε’ν’ τον Ιορδάνη.
Ο Ιωάννης Βαφτιστής εγύρισε και είπε:
• Χαρίσετε’ μου τα κλειδγκιά τα μαργκαριταρε’νια,
ν’ ανοίξω τον παράδεισο, να πιω νερό δροσάτο,
να πε’σω ν’ αποκοιμηθώ σε μια μηλιά απε’ κάτω,
να πε’σουν τ’ άνθη απάνω μου, τα μήλα στην ποδγκιά μου
και τα χρουσά τριαντάφυλλα τριγύρω στα μαλλιά μου.
Ανήφορος, κατήφορος σε τρία πηγαδάκια,
ήτανε τρεις μελαχρινε’ς, με τα σγκουρά μαλλάκια.
Η μια κεντά τον ουρανό, η άλλη το φεγγάρι,
η τρίτη η μικρότερη κεντά τον Άη-Γιάννη.
• Κε’ντα το, κόρη, κε’ντα το του Γ ιάννη το μαντίλι
και γε’μισε’ το τζάχαρη κι άμε το στο πλαστήρι
κι αφ’ το πλαστήρι στο σκολειό κι αφ’ το σκολειό στο σπίτι.
Και του χρόνου καλά Φώτα
κι ο παπάς με τη νεμπότα
και δώστε μας τον κόπο μας,
να πάμε σ’ άλλη πόρτα!

Παρόμοια στο ποιητικό κείμενο είναι και τα κάλαντρα της Αγιά-Παρασκευής (Κιόστε). Έχουν ίδια αρχή με τα αηβασιλιάτικα κάλαντρα της περιοχής του Τσεσμε’, ε’πειτα όμως αναφέ’ρονται στη σωτηρία του ανθρώπου με τη μεσολάβηση του Αρχαγγε’λου Μιχαήλ. Το γεγονός της Βαπτίσεως είναι εντελώς απόν. Ακολούθως, παινεύουν το γιο της οικογέ’νειας:

Αρκιμηνιά κι αρκιχρονιά κι αρκή του Γεναρίου
κι αρκή που βγήκε ο Χριστός, τριώ χρονώ παιδάκι,
ούλο τον κόσμο γύρισε σαν το καλογεράκι.
Κι εκεί που περιπάτησε, χρυσή μηλίτσα βγήκε
και μέ’σ’ στα φύλλα τση μηλιάς αγγέ’λοι κι αρχαγγέ’λοι

κι ο Μιχαήλ Αρχάγγελος του βοηθά και λέ’γει:
• Χαρίσετέ’ μου το κλειδί το μαργαριταρένιο,
ν’ ανοίξω την παράδεισο, να πιω νερό δροσάτο,
να πέ’σω να ‘ποκοιμηθώ σε μια μηλιά ‘ποκάτω…
Έχεις και γιο και μονογιό, το γιο τον κανακάρη,
λούζεται και χτενίζεται και στο σκολειό του πάει.
Την ημέ’ρα του αγιασμού των υδάτων έ’κλεινε ουσιαστικά ο κύκλος των εορτών του Δωδεκάμερου στην ιωνική Ερυθραία, όπως άλλωστε σε όλο τον Ελληνισμό. Η επομέ’νη, που ήταν η γιορτή του Προδρόμου, δεν είχε ιδιαίτερους εορτασμούς, μια κι οι περισσότεροι Ερυθραιώτες Γιάννηδες γιόρταζαν στις καλοκαιριανοί Α-Γιάννηδες (24 Ιουνίου και 29 Αυγούστου) ή τ’ Άη-Γιάννη του Θεολόγου (8 Μαΐου και 26 Σεπτεμβρίου)
• τον οποίο τιμούσαν κατεξοχήν αμέτρητες πόλεις και χωριά που υπάγονταν στις ιερέ’ς μητροπόλεις Εφέ’σου και Σμύρνης – ή, πολύ λιγότερο, τ’ Άη-Γιάννη του Χρυσοστόμου (13 Νοεμβρίου).
Μετά τ’ Α-Γ ιαννιού, ξέ’σκολα πια (μετά τις γιορτέ’ς), γύριζαν στην πεζή καθημερινότητα, με τσι έ’γνοιες και τα κασαβέτια τσης (βάσανα).

Στη μνήμη της Λεθριανής Δήμητρας Μιχάλα – Πετρίδου που πέρασε άξαφνα στην αιωνιότητα

Δημοσιεύτηκε το Δεκέμβρη – Γενάρη του 2011-12 στην εφημερίδα
“Η Ν. Ερυθραία” Θοδωρής Κοντάρας, φιλόλογος

•*Η Στέλλα Γκοζάνη – Χαριτάκη είναι πρόεδρος Αδελφότητας Μικρασιατών Ν. Χανίων “ Ο Άγιος Πολύκαρπος


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα