Ο επόμενος λογοτέχνης, ο οποίος αρχίζει να ακμάζει κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, είναι ο Νικόλαος Τωμαδάκης (1909-1993), διευθυντής του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης, ο οποίος με τη διδακτορική διατριβή του «Εκδόσεις και Χειρόγραφα του ποιητού Διονυσίου Σολωμού» (1935) μελετά σε βάθος τη σολωμική ποίηση, ενώ το 1973 εκδίδει ένα τόμο με τα ποιήματά του. Σημαντικός είναι και ο Γιώργος Μυλωνογιάννης (1909-1954), ο οποίος μένει μόνιμα στην Αθήνα και επιμελείται την έκδοση του περιοδικού Κρητικαί Μελέται, στη συνέχεια διευθύνει τα περιοδικά Λυτρωμός (1933) και Φλόγα (1935), ενώ αργότερα διευθύνει και την εφημερίδα Καλλιθεϊκός Τύπος. Το χρονικό διάστημα 1929-1930 δημοσιεύει διάφορα ποιήματα, ενώ το 1935 δημοσιεύει σε συνέχειες στην εφημερίδα Θάρρος του Πειραιά το μυθιστόρημα «Βιοπάλη». Επίσης, εκδίδει τις ποιητικές συλλογές «Προς το Φως» (1934) και τα «Μεθεόρτια» (1948).
Ο λογοτεχνικός κύκλος του Μεσοπολέμου κλείνει με την Αρτεμισία Χαριτάκη Καψωμένου (1913-2003), η οποία δημοσιεύει τη συλλογή διηγημάτων «Η Γυναίκα μου» (1935), τα διηγήματα και νουβέλες: «Ο Πικραμένος», «Μη μ’ αποθάνει ο Θεός» (1984) και «Ο Επαναστάτης» (1993). Στη λογοτεχνική κίνηση αυτής της περιόδου συμμετέχει ενεργά και η χανιώτικη νεολαία. Έτσι, κατά τη διετία 1925-1926 ιδρύεται από τον Εμμανουήλ Κριαρά και άλλους τελειόφοιτους του Γυμνασίου Αρρένων ο «Κρητικός Φιλολογικός Σύνδεσμος των Νέων», ο οποίος εκδίδει το περιοδικό Αυγερινός.
Εν κατακλείδι θα λέγαμε ότι η λογοτεχνική κίνηση αυτή την περίοδο αφορά μια γενιά δημιουργών, η οποία αγκαλιάζει ολόκληρο το λογοτεχνικό φάσμα, δηλαδή την ποίηση, το μυθιστόρημα, το διήγημα, τα θεατρικά έργα, τις μεταφράσεις και τα λογοτεχνικά περιοδικά (Ρωτόκριτος, Αυγερινός). Τα «Λογοτεχνικά Χανιά του Μεσοπόλεμου» εκπροσωπούνται από μια γενιά λογοτεχνών, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί ως η «Χανιώτικη Γενιά του Τριάντα» (Κανελής, Σκουλούδης, Τωμαδάκης, Μυλωνογιάννης, Καλλιγιάννη, Καψωμένος) που προτιμά να εκφράζεται κυρίως μέσα από την ποίηση. Αυτή η λογοτεχνική γενιά, η οποία συνεχίζει να μεσουρανεί και τη μεταπολεμική περίοδο, έχει ηγέτη τον πολυσύνθετο Μανόλη Σκουλούδη, ο οποίος με το έργο του γίνεται ευρύτερα γνωστός, και ακολουθεί η Θάλεια Καλλιγιάννη.
Σύμφωνα με τον ποιητή Γιώργη Μανουσάκη, η λογοτεχνική παραγωγή και η ποιότητα των έργων της μεσοπολεμικής γενιάς σε σχέση με τα πανελλήνια δεδομένα χαρακτηρίζεται ως μέτρια. Εντούτοις, συνεισφέρει στον τοπικό πολιτισμό, καθώς έρχεται να συμπληρώσει τη θεατρική, τη μουσικοχορευτική και την κινηματογραφική κουλτούρα της πόλης. Όσον αφορά στην προτίμηση των Χανιωτών λογοτεχνών για την ποίηση, η εξήγηση είναι ότι: «η συντριπτική πλειονότητα βέβαια, έγραψε στίχους είτε γιατί πάντα η ποίηση θεωρήθηκε πιο «εύκολη» από το διήγημα και το μυθιστόρημα είτε γιατί το αυτί του Κρητικού είχε συνηθίσει από τις μαντινάδες, τις λαϊκές ρίμες και τον Ερωτόκριτο στο μέτρο».
Βιβλιογραφία
Α. Αλιγιζάκης, Όπερες, Μαντολινάτες & Καντάδες, Βαλς & Συρτός στα παλιά Χανιά. Πολιτισμός και κοινωνία κατά την περίοδο 1878-1967, Ηράκλειο 2016.