«Φαίνεται ότι κατά το παρελθόν υπήρχε περισσότερος πολιτισμός εν Χανίοις[…]Το φαινόμενον τούτο του πολιτισμού εκδηλωμένου εις την χρήσιν του ύδατος προς πλύσιν του σώματος τόσον από απόψεως καθαριότητος όσο και υγιεινής οφείλεται εις την παρά μουσουλμάνοις επικρατούσα συνήθειαν του λούεσθαι συχνά, επιβαλλομένην υπό της θρησκείας. Ο μουσουλμάνος όπου και ευρίσκεται, όπου και να εγκατασταθή, πρώτον μέλημά αυτού είναι η ανέγερσις λουτρών, Τζαμίων και κρηνών[…]».
Με αυτό τον τρόπο ξεκινά το πρωτοσέλιδο άρθρο για τα λουτρά των Χανίων ο δημοσιογράφος της εφημερίδας «Νέας Έρευνας» στις 23/3/1924, δίνοντας χρήσιμες πληροφορίες για τον τρόπο λειτουργίας των μουσουλμανικών λουτρών στην πόλη των Χανίων, καθώς μόλις είχαν αναχωρήσει με την ανταλλαγή των πληθυσμών οι μουσουλμάνοι Κρήτες συμπολίτες του. Ακολουθεί η απαραίτητη ιστορική αναδρομή στη χρήση των λουτρών, η οποία ξεκινά από την αρχαία Ελλάδα, συνεχίζει στην αρχαία Ρώμη, ακμάζει στο Βυζάντιο και τελικά καθιερώνεται από τους Τούρκους στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο αρθρογράφος συνεχίζει με την περιγραφή των χώρων, του τρόπου εργασίας των υπαλλήλων των λουτρών, καθώς και τις προσφερόμενες υπηρεσίες στους επισκέπτες.
Στα λουτρά των Χανιών, όπως και σε όλα τα οθωμανικά λουτρά, η εξωτερική κατασκευή είναι όμοια με αυτή των τζαμιών, καθώς υπάρχει ένα σύμπλεγμα θόλων, στο οποίο ο κεντρικός είναι ο μεγαλύτερος. Η είσοδος γίνεται από μια μικρή ξύλινη πόρτα, η οποία κλείνει μόνη της με τη βοήθεια μιας βαριάς ξύλινης προσθήκης που βρίσκεται στην κορυφή της και ο επισκέπτης βρίσκεται σε μια ευρύχωρη ισόγεια αίθουσα. Η σιωπή του χώρου σε συνδυασμό με τον μουσικό ήχο που κάνουν αντικείμενα, τα οποία πέφτουν στα εσωτερικά δωμάτια, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα μυστηρίου στο ισόγειο. Τα δωμάτια χωρίζονται με καφάσια και μέσα σε αυτά κινούνται άνθρωποι ντυμένοι με λευκά υφάσματα, έχοντας ξύλινα τσόκαρα στα πόδια. Ο επισκέπτης, αφού περιμένει λίγο καθισμένος σε ένα μαξιλάρι, μόλις έρθει η σειρά του συνοδεύεται σε ένα καφασωτό δωμάτιο από έναν ημίγυμνο υπάλληλο, έχοντας βγάλει τα ρούχα του κι έχοντας φορέσει λευκά σεντόνια και ξύλινα τσόκαρα.
Ακολουθεί ολόσωμο μασάζ και μετά ένα ατμόλουτρο. Τέλος, ξαπλώνει σε ένα μαρμάρινο δάπεδο και ο υπάλληλος του πλένει όλο το σώμα. Μόλις τελειώσει το λουτρό ο ίδιος ή ένας άλλος υπάλληλος τον στεγνώνει με λευκά σεντόνια και τον τυλίγει με άλλα καθαρά άσπρα σεντόνια. Φεύγοντας ο υπάλληλος του λουτρού προσφέρει καφέ ή λεμονάδα. Αξιοσημείωτο είναι ότι σε κάθε μεγάλη μουσουλμανική οικία, δηλαδή εύπορη, υπήρχε και λουτρό. Το άρθρο ολοκληρώνεται με τη διαπίστωση ότι παλιά στα Χανιά υπήρχαν επτά λουτρά, ενώ τώρα (το 1924) είχε μείνει μόνο ένα, το οποίο κινδύνευε να κλείσει.
Είναι φανερό ότι το νοσταλγικό, προοδευτικό άρθρο στοχεύει στην αφύπνιση των Χανιωτών για τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου τους.