Καταστήματα που έχουν συνδυαστεί με δρόμους και “γωνιές” της πόλης. Που έχουν αγαπηθεί από τους παλιούς και τους πιο νέους, που αποτελούν “σήμα κατατεθέν”. Καθένα στο είδος του. Από το υφασματάδικο του Μπαδογιάννη που από το 1949 υποδέχεται τον κόσμο στον “Κάτωλα” μέχρι το καφενείο του “Κατσανέβα” στη Χορτατσών.
Στου “Κατσανέβα” το καφενείο
Ονομάστηκε αρχικά “Καφφέ Ντιλάιτ”, πλέον λέγεται και “Καφενείο της Τρίτης” αλλά για τους παλιούς και του νέους θαμώνες είναι πιο γνωστό ως το καφενείο του “Κατσανέβα”! “Χωμένο” στην πλατεία Χορτατσών, με τη Δημοτική Αγορά σαν να ’ναι έτοιμη…να το καταπίει, ο μικρός χώρος αποπνέει ζεστασιά και φιλικότητα.
Μπαίνοντας σε αυτό πρωί-πρωί μια παρέα νέων κοριτσιών απολαμβάνει τις μαλοτύρες της, ενώ πιο μέσα τρεις παππούδες ασκούν τις ικανότητές τους στην πιλόττα. Το χάσμα των γενεών δεν υπάρχει εδώ!
«Εδώ στην πλατεία Χορτατσών ήταν η αφετηρία των λεωφορείων για Αποκόρωνα και Σφακιά. Ηταν όλα τα μανάβικα των Χανίων πριν πάνε στη Λαχαναγορά, ενώ εδώ μπροστά εμπορεύονταν και ψάρια» μας λέει ο κ. Γιάννης δείχνοντάς μας με το χέρι του κομμάτι-κομμάτι την πλατεία. «Αν είχε κίνηση; Ζωντάνια να δεις! Πιο πέρα το καφενείο του “Γιαννούλη” ο φούρνος του “Παττακού” και πολλά άλλα μαγαζιά… ήταν η καρδιά των Χανίων» θυμάται ο κ. Γιάννης Κατσανεβάκης, ανιψιός του Θεμιστοκλή Κατσανεβάκη που πρωτολειτούργησε το καφενείο το 1952.
«ΧΡΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΟΜΜΑΤΟΣ»
Πάντα όταν μπαίνεις σε ένα παλιό καφενείο, δεν μπορεί να μη σου έλθουν στο νου όλα όσα έχεις ακούσει για τα… κομματικά καφενεία. Τι ίσχυε στου Κατσανέβα;
«Πολιτική διαμάχη και αντιπαράθεση υπήρχε ανάμεσα στους πελάτες αλλά σε λογικά πλαίσια. Ομως το καφενείο δεν ήταν ποτέ μπλε, πράσινο ή κόκκινο! Το μαγαζί ήταν για όλον τον κόσμο ανεξάρτητα την εποχή. Διακρίσεις χρώματος και… κόμματος δεν είχαμε» απαντάει ο κ. Γιάννης.
Αφεψήματα, τσάι, τσικουδιά, καφές και βέβαια το λουκούμι και η βανίλια, τα βασικά προϊόντα του καταστήματος τότε αλλά και τώρα. Ο κ. Γιάννης όση ώρα μιλάμε ετοιμάζει ένα μεζέ για όσους έχουν παραγγείλει τσικουδιά και παράλληλα κοιτάει και τους ελληνικούς που σιγοβράζουν στην φωτιά. «Μανώλη, απαλά-απαλά τη πόρτα. Μην την ρίξεις κάτω!» παρατηρεί σε ένα θαμώνα που πάει να βγει έξω.
«Ξέρεις εδώ ήταν το στέκι των Ελληνοαμερικανών στα Χανιά και ειδικά αυτών που έψαχναν τη νύφη! Ηθελαν την παντρειά και αναζητούσαν γυναίκες για να τις πάρουν στην Αμερική» καταλήγει ο κ. Γιάννης.
Για την παρουσία των Ελλήνων της Αμερικής μας μιλάει και ο Βαγγέλης Κατσανεβάκης γιος του Θεμιστοκλή. «Τα πρώτα χρόνια, το καφενείο καταλάμβανε και τον χώρο δίπλα, ήταν πιο μεγάλο και το ονόμασαν “Ντιλάιτ”. Ερχονταν όλοι οι Ελληνοαμερικάνοι και ήταν το μόνο μαγαζί που παιζόταν “πινάκλ” και διάφορα παιχνίδια που δεν παίζονταν πουθενά αλλού. Επίσης διάφορα παιχνίδια με χαρτιά. Με λεφτά βέβαια ποτέ, γιατί δεν το επέτρεπε ο πατέρας μου» αναφέρει.
Ο Βαγγέλης θυμάται τον πατέρα του να ανοίγει το μαγαζί στις 6.30 το πρωί. «Ερχόταν σπίτι μεσημέρι, έτρωγε, ξάπλωνε 3 τέταρτα και ξανά στο μαγαζί μέχρι αργά το βράδυ. Σκέψου ότι δεν είχαμε πάει διακοπές πουθενά μαζί, αλλά μόνο τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα να κάναμε καμιά βόλτα ή καμιά Κυριακή τα καλοκαίρια να πάμε για σινεμά. Αυτή ήταν η ζωή του καφετζή» λέει.
Η ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ
Τα τελευταία χρόνια το κατάστημα έχει αναλάβει η Αλεξία Κατσανεβάκη, κόρη του Γιάννη, που προσπαθεί να “παντρέψει” το νέο με το παλιό, το παραδοσιακό και με το σύγχρονο. «Είχα τελειώσει τις σπουδές μου στην Πάτρα. Επιχειρηματικού σχεδιασμού και πληροφοριακών συστημάτων ΑΤΕΙ και αποφάσισα να επιστρέψω στα Χανιά. Με την παρότρυνση μιας ανήσυχης φίλης αποφάσισα να δουλέψω το καφενείο. Βάλαμε και ζωντανή μουσική αρχικά τα μεσημέρια τις Κυριακές, αλλά στη συνέχεια το μεταφέραμε τις Τρίτες. Για αυτό και προέκυψε το όνομα “Καφενείο της Τρίτης” όπως το λένε αρκετοί. Το έμαθε περισσότερο ο κόσμος που έψαχνε κάτι διαφορετικό μέσα στην πόλη, που του αρέσει το στυλ: παλιό καφενείο, μεζεδοπωλείο, μουσική. Πολλοί φοιτητές αλλά και μεγαλύτεροι αναζητούν τέτοια στέκια και ο χώρος μας καλύπτει αυτά τα γούστα.
Εξάλλου στο κέντρο πέρα από τη Σπλάντζια δεν νομίζω ότι υπάρχουν πολλά παλιά καφενεία» λέει η Αλεξία.
Το μαγαζί δουλεύει Χειμώνα και Καλοκαίρι. Πέρα από τον κλασσικό ελληνικό, έχει και “φρέντο” και από τα ποτά τζιν, ουίσκι, τσικουδιά, τσίπουρο, μπύρες και μεζεδάκια . «Η ατμόσφαιρα είναι οικεία στον καθένα. Νιώθω ότι αυτός που έρχεται, έρχεται στο σπίτι μου» καταλήγει η Αλεξία.
Από το 1949 στα υφάσματα
Στα χέρια μας το πιστοποιητικό από το Επιμελητήριο που μας δείχνει ότι ο Βαρδής Μπαδογιάννης είχε αναπτύξει εμπορευματική δραστηριότητα στα Χανιά με υφάσματα από το 1944 και το 1949 ξεκινάει το πρώτο του μαγαζί.
Οδός Μουσούρων αρ. 37, δίπλα ακριβώς στο σημείο που είναι σήμερα! «Την εποχή εκείνη στη Μουσούρων στη Τσουδερών, στη Χάληδων υπήρχαν πάνω από 60 υφασματάδικα. Δεν υπήρχαν τότε μαγαζιά με έτοιμα ρούχα και ο καθένας έπαιρνε το ύφασμα, το πήγαινε στη μοδίστρα, έκοβε αυτή το πατρόν, το δοκίμαζε η πελάτισσα, αν της άρεσε έραβε το ρούχο» μας λέει ο Σταύρος Μπαδογιάννης, γιος του Βαρδή και γνήσιος συνεχιστής της οικογενειακής παράδοσης.
“ΧΑΣΕ ΓΙΑ ΕΣΩΡΟΥΧΑ”
«Πρόλαβα τη δεκαετία του ’70 να έρχονται στο μαγαζί μεγάλες γυναίκες και να ζητάνε 10 μέτρα ύφασμα “χασέ” για να φτιάξουν εσώρουχα του άντρα τους! Οι άντρες φορούσαν εσωτερικά πατελονάκια με κουμπιά ως εσώρουχα. Θυμάμαι επίσης να πουλάμε λεπτό ύφασμα, μαλακό και βαμβακερό, για μαντίλια της μύτης! Τα χρησιμοποιούσαν οι άντρες, τα φύλασσαν στη τσέπη τους και οι γυναίκες τους μετά τα έπλεναν! Οι πιο μερακλήδες είχαν και μαντίλια με το μονόγραμμα τους!» σημειώνει ο συνομιλητής μας.
Τα υφάσματα τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο δίνονταν ακόμα με τον πήχη και όχι με το μέτρο, ενώ ως προς την προέλευσή τους ήταν σχεδόν αποκλειστικά ελληνικά!
Το κατάστημα έχει πελάτες και κατά οικογενειακή παράδοση. «Εχουμε πολλές πελάτισσες σήμερα που είχαμε και τις μητέρες τους, είχαμε και τις γιαγιάδες τους! Είναι πολύ συγκινητικό να ακούς από μια γυναίκα να λέει “θα ράψω φόρεμα από εσάς, όπως έραψε και η μητέρα μου”».
Μετάξι, βαμβάκι και μαλλί σε συγκεκριμένα χρώματα ήταν τα παλιά υφάσματα. Πλέον έχουν προστεθεί δεκάδες ήδη και συνθετικά και βέβαια απίστευτη ποικιλία υφασμάτων. Μια ποικιλία που μαγνητίζει το βλέμμα καθώς παρατηρείς τα τόπια στα ράφια του καταστήματος.
ΤΑ ΕΤΟΙΜΑ
Οσο προχωρούσαν τα έτοιμα ενδύματα, άρχισαν να υποχωρούν τα υφασματάδικα. Μετά το ’75 τα έτοιμα επικράτησαν. «Τι μας κρατάει ακόμα; Σίγουρα η εξειδίκευση. Επίσης το ότι έχουμε “καλό κούτελο” και ακόμα και τώρα στην κρίση οι προμηθευτές μάς δίνουν όποτε θέλουμε εμπόρευμα. Και βέβαια η ιδιαίτερη σχέση που έχουμε αναπτύξει με τους ανθρώπους που μπαίνουν στο μαγαζί μας» σημειώνει.
Ρωτάμε για τη φυσιογνωμία των πελατών που αναζητούν το ύφασμα σήμερα. «Είναι αυτοί που θέλουν μια άλλη ποιότητα όσοι αγοράζουν υφάσματα για ρούχα. Το ύφασμα στα τόπια είναι άλλο πράγμα. Εχει μια μοναδικότητα, είναι ξεχωριστό το ρούχο που θα ράψεις από το ύφασμα. Πάμε π.χ. σε ένα γάμο και από τις 400 γυναίκες, βλέπεις ποιες έχουν φόρεμα ραμμένο, ιδιαίτερο, διαφέρει από τα υπόλοιπα που είναι κοινότοπα. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές νοικοκυρές μπορεί να έχουν μεγαλώσει, να μην τους κάνει π.χ. το ταγιεράκι τους αλλά δεν το πετάνε! Το έχουν φυλαγμένο στη ντουλάπα τους γιατί τα χειροποίητα δεν τα πετάνε! Εχουμε και πολλές νέες γυναίκες που είναι “εθισμένες” στο ύφασμα! Αυτό θέλουν και δεν το αλλάζουν με τίποτα» αναφέρει.
ΑΝΤΡΕΣ ΣΕ ΔΥΣΚΟΛΗ ΘΕΣΗ
Τα ευτράπελα πάρα πολλά, τόσα που «λυπάμαι που δεν έχω ένα τετράδιο να τα γράφω. Αλλα για να κρατάς την κοιλιά σου από τα γέλια, άλλα για να προβληματίζεσαι. Εχουμε πελάτες που μπορεί να έλθουν 5 φορές σε μια μέρα, να πηγαίνουν και σε άλλα μαγαζιά να ψάχνουν παντού και να επιστρέφουν στις 2 το μεσημέρι και να μου λένε “κόψε 10 πόντους γιατί θέλω να φαρδύνω ένα ρούχο”. Είναι εντυπωσιακό πως αφιερώνει τόσο χρόνο για μια δουλειά 10 λεπτών! Αλλά το πιο κλασσικό είναι όταν έρχονται ζευγάρια. Κάθεται ο σύζυγος στην καρέκλα και τον βλέπεις και… αφρίζει. Με βλέπει και κατεβάζω και 30 τόπια! “Παναγία μου, πώς τις αντέχεις, εγώ θα την κρέμαγα” μου λένε πολλές φορές. Ετσι είναι η δουλειά και η υπομονή μας είναι…αστείρευτη. Είχα κατεβάσει προ ημερών καμιά 20αριά τόπια και μου λέει πάλι ο σύζυγος της κυρίας “συγγνώμη τώρα θα τα μαζέψεις και θα τα βάλεις στη θέση τους;”. “Φυσικά” λέω “γιατί η επόμενη κυρία θέλει άλλα, δεν θέλει τα ίδια και δεν θέλει να δει και όλα τα τόπια κάτω”. “Ω κακορίζικε πώς αντέχεις εδώ πέρα!” ήταν το σχόλιο του».
Στα χρόνια που εργάζεται ο κ. Σταύρος δεν έχει να θυμηθεί άσχημα γεγονότα. Δεν τον έχουν κλέψει, ούτε του έχουν προκαλέσει κάποια ζημιά. Η πιο αρνητική εικόνα είναι οι πλημμύρες, με πιο πρόσφατη μια το 1984 από την οποία καταστράφηκε μεγάλο μέρος του εμπορεύματος.
Σε δύο χρόνια το κατάστημα γίνεται 70 ετών. Υπάρχει διάδοχη κατάσταση; «Η αλήθεια είναι πως τελευταία έχω χάσει τον ύπνο μου για αυτό το πράγμα. Κάποια στιγμή θα πρέπει να βγω σε σύνταξη και τι θα γίνει τότε. Το μαγαζί δεν σε κάνει πλούσιο, αλλά μπορείς να ζήσεις, να βγάζεις ένα μεροκάματο. Ο γιος μου σπουδάζει οικονομικά αλλά δεν ξέρω αν θα μπορούσε να μείνει εδώ γιατί η δουλειά έχει δυσκολέψει πολύ. Οι πελάτες είναι πιο μαζεμένοι, φειδωλοί… Δεν ξέρω» είναι τα λόγια του.