Μιας και αυτές τις ημέρες πραγματοποιείται συνέδριο για τα κρητικά μοιρολόγια χάρη στα “Χ.Ν.” θα αναφερθώ και σ’ αυτό το θέμα.
Παραθέτοντας το σχετικό κεφάλαιο για τα μοιρολόγια στη Σαμαριά από το βιβλίο μου “Μνήμες Σαμαριάς”, όπου έχω αντιγράψει το κείμενο του αλησμόνητου λογοτέχνη και υμνητή της κρητικής παράδοσης Νίκου Αγγελή που είχε πολύ στενοχωρηθεί όταν υπήρξαν περιπτώσεις άλλες που αντιγράφηκαν τα αποτελέσματα της έρευνάς του για τα μοιρολόγια από λαογράφους ή λογοτέχνες, που τα παρουσίαζαν σαν δική τους εργασία και όχι όπως εδώ με τη σφραγίδα του Αγγελή.
Ακόμη και ριμαδόροι – οργανοπαίκτες τον αντέγραψαν.
Γράφει ο Ν. Αγγελής για τα αριστουργήματα αυτά της λαϊκής πένθιμης ρίμας:
«Η κουβέντα για τη Σαμαριά και τους θρύλους της που ξεφεύγουν πανικόβλητοι από το όμορφο κλουβί του Δρυμού καθώς χιμούν μέσα οι χιλιάδες ξένοι και αμύητοι. Τότε είπε η μάνα μου: Πρέπει. Μα να ξέρετε πως αλλιώς νιώθει κανείς τα παραμύθια εκεί κάτω, στα παλιά σπίτια, στις παραστιές. Αλλιώς τα νιώθει στη Χώρα. Είναι σαν τα μοιρολόγια που τα ξαναλέγομε εμείς οι γυναίκες ύστερα από την ταφή. Την ώρα της κηδείας κλαίνε μανάδες και αδερφές τους νεκρούς με θαμαστή ρίμα και φωνή. Με θρηνητικές χειρονομίες και κοπετούς. Στο τέλος εμείς κρατάμε μόνον τον στίχο, χωρίς τη σπαρακτική μουσική και την αυθόρμητη και αυτοσχέδια “θεατρική έκφραση”. Ηθελε να πει η μάνα μου με τα δικά της λόγια πως και αν τους σώσουμε τους θρύλους, δεν θα μπορεί κανείς να τους νιώσει έξω από το φυσικό τους περιβάλλον. Είπε κάτι για τα λουλούδια που κόβουν τα παιδιά και τα κλείνουν στις σελίδες κάποιου τετραδίου…
Είπε που είπε για τα μοιρολόγια. Δε γινόταν να την αφήσουμε να ξεφύγει τώρα:
Γιαγιά, παρακάλεσαν οι φίλοι, να μας πεις για τα μοιρολόγια της Σαμαριάς.
Εκείνη είπε: Ο,τι γνώριζα τα είπα και τα ’χει γραμμένα εκείνος… Εκείνος ήμουν εγώ… Μα πάλι την παρακάλεσαν να ξαναπεί ό,τι θυμάται από κείνες τις πολλά παλιές εποχές πού έζησε στα Σφακιά κοπελούδα. Είχε τότε τα αφτιά ανοιχτά και άκουγε θρύλους και θρήνους και τραγούδια και παραμύθια και τα θησαύριζε στη μνήμη της…
– Είχαν να πουν πως στο βάθος της Σαμαριάς, στα ίδιο το χωριό Σαμάρια, έζησε σε καιρό περασμένο μια μεγάλη μοιρολογήτρα. Ξακουστή για τη φωνή, το παράστημα, τη ρίμα της, την ευγενική της χειρονομία, η Βίγλαινα. Αυτή η Βίγλαινα είχε μια κόρη όμορφη που την πάντρεψε μικρή και πέθανε στη γέννα. Η Βίγλαινα έσκυψε, αγκάλιασε τη νεκρή κόρη και την έκλαψε:
“Αχι μαντζορανόριζα
και βιάστηκες ν’ αθίσεις
και σε κατάλυσε ο αθός
και μπλιό δε θα μυρίσεις…”.
Δεν θυμήθηκε άλλο στιχάκι η μάνα μου από τη θρηνωδία της Βίγλαινας. Μόνον εκεί καθώς κατέβαζαν τη νεκρή στον πατρογονικό τάφο που συνταράσσεται ο λαός από τον ύστατο χαιρετισμό, η Βίγλαινα συνέχισε το μοιρολόι. Στα Σφακιά συνηθίζουν να βγάζουν το κρανίο του προηγούμενου νεκρού από το μνήμα, να το πλύνουν με κρασί και να το αποθέτουν στον ώμο του νέου νεκρού. Ετσι έκαμαν και για την κόρη της Βίγλαινας. Και την ώρα εκείνη η μάνα της είπε:
“Και μην αναταράσσεσαι
για τ’ αντρικό κεφάλι
γιατ’ είναι του πατέρα σου
κι έφτασε σ’ έτοιο χάλι…”.
Κι αμέσως αλλάζοντας τον σκοπό πρόσθεσε:
“Ετσά σας αγκαλιάσαμεν ομάδι, για να σου λέει χωρατά το βράδυ”.
Είπε κι άλλα πολλά η μεγάλη εκείνη μοιρολογήτρα στον θάνατο της κόρης της. Από την ώρα που τη λαζάρωσαν και την έντυσαν στα λευκά, μέχρι την ώρα που τη σκέπασαν με την πλάκα. Μα η μάνα μου δε θυμόταν άλλα. Θυμάται όμως έναν άλλο θρήνο της Βίγλαινας εκείνης. Τον άκουσε να τον διηγούνται γέροι βοσκοί στα γυρογιαλίτικα Σφακιανά χωριά.
Ιστορικοί, μα και παραμυθάδες, μιλούν για έναν βοσκό που σκοτώθηκε καθώς κυνηγούσε αγρίμια στα πλευρά του φαραγγιού της Σαμαριάς. Ηταν κι αυτός γιος της θρυλικής Βίγλαινας. Αυτός ο νέος κυνηγός γκρεμίστηκε μιαν άτυχη στιγμή και έπεσε στο χάος. Χαμηλότερα όμως, νεκρός πια, πιάστηκε από κάποια κλαδιά και έμεινε έτσι κρεμασμένος στο ένα κούτελο του φαραγγιού. Ετρεξαν νιοι και συγγενείς του από τη Σαμάρια και την Αγία Ρουμέλη, προσπάθησαν να τον ξεκρεμάσουν, μα δεν τα κατάφεραν. Χάος ήταν απάνω του το πλευρό του φαραγγιού. Χάος κάτω. Δε γινόταν τίποτε. Αποφάσισαν να τον αφήσουν. Μα η μάνα του ένιωθε πως σε λίγο θα ’πεφταν τα όρνεα να τον σπαράξουν. Επρεπε να προστατέψει τον νεκρό γιο της, να του δώσει γη για να μη βασανίζεται αιώνες αιώνων η ψυχή του. Σκαρφάλωσε, λοιπόν, στο αντικρινό πλευρό του φαραγγιού, κροταλούσε πλάκες, φώναζε και έδιωχνε τα όρνεα. Μέρες και νύχτες. Ωσπου σάπισε ο νεκρός και έπεσε στο βάθος του φαραγγιού. Τότε κατέβηκε, μάζεψε τα λείψανα και κίνησε να τα θάψει μοιρολογώντας:
“Εθαψα εγώ κι απ’ αρρωσιά
έθαψα κι από μπάλα
πέντε ήσαν κι αποθάνασι
ούλα μιτσά – μεγάλα…
…Σαν το δικό σου τον καημό
άλλον καημό δεν είχα
να σε θωρώ να κρέμεσαι
τη μέρα και τη νύχτα…”.
…Τριγύρω στο φαράγγι της Σαμαριάς διαδραματίστηκε και η μεγάλη βεντέτα Βαρδίνηδων -Γιωργέδων. Και οι δυο οικογένειες κατοικούσαν βασικά στον Άη Γιάννη, στο πιο απομονωμένο χωριό των Σφακιών, αλλά κινήθηκαν και προς το Σέλινο, περνώντας το φαράγγι. Είχαν και εκτάσεις δικές τους κοντά στη Σαμαριά.
Μια στιγμή η γριά Βαρδίναινα είχε να κλάψει τρεις γιους σκοτωμένους σε βεντέτα. Στάθηκε στα δασερά βουνά και στα μικρά μοναστηράκια και είπε τον πόνο της στους ανέμους. Από στόμα σε στόμα το μοιρολόγι της έφτασε ως εμάς:
“Πώλο μου σγουρομάλλη μου
Σήφη – μου τσελεπή μου
Γιάννη μου καπετάνιο μου
και κοσμογυρευτή μου…
…Γιάννη μου δε σου τόλεγα
Γιάννη μου, δε σου τόπα
πως είναι οι μπάλες δανεικές
δεν είναι εδά σαν πρώτα…”.
Θυμάται ακόμα η μάνα μου πως τούτη η Βαρδίναινα ήταν γυναίκα πολλά όμορφη και περήφανη. Και όταν πέθανε βρήκαν απάνω της κατάσαρκα μια μεταξωτή ζώνη. Απάνω στη ζώνη είχε κεντημένα με μαύρη κλωστή τα αρχικά των νεκρών της, των παιδιών, των συγγενών όλων… Την έθαψαν μαζί με κείνη τη ζώνη…
Θυμάται ακόμη πως οι Βουρδαμπάδες είχαν τα πατρογονικά τους στην Αγία Ρουμέλη, πριχού κατεβούν στον Ομπρός Γιαλό. Μια φορά το χρόνο -ύστερα το έκαμαν κάθε πέντε χρόνους- οι Βουρδαμπάδες όλοι περνούσαν με καΐκι στην Αγία Ρουμέλη, πήγαιναν σ’ ένα σπήλαιο που είχαν αφημένη μιαν εικόνα και έκαναν λειτουργία. Ελεγαν πως στο σπήλαιο αυτό ένας παλιός μάγος έκαιγε σάρκες αγριμιών και μουρμούριζε ξόρκια σε περασμένους καιρούς…
Θρύλοι, θρήνοι, ώρες θυσίας. Γι’ αυτές τις θυσίες και τις παλληκαριές θα πούμε άλλη ώρα… Τώρα, βαρύνει πολλά η ψυχή μου…».
ΝΙΚΟΣ ΑΓΓΕΛΗΣ