Πέρσι απέτυχε η βιολογική καλλιέργεια των κηπευτικών μου και φέτος δεν θέλω να φυτέψω τίποτα
«Εχω κι εγώ ένα σωρό απωθημένους ουρανούς, μα δε σκοτώνω άστρα». Ανακάλεσα τα ποιητικά λόγια της Κικής Δημουλά για να σας επισημάνω ότι μια αποτυχία στη βιολογική καλλιεργεια δεν επιτρέπεται να οδηγήσει στη ματαίωση μιας τόσο ζωτικής δράσης για την ισορροπία του ανθρώπου όπως η δημιουργία του λαχανόκηπου. Πολλές φορές ο κήπος μας αντί να αποτελέσει τον μικρό μας παράδεισο, μετατρέπεται σε ένα ακόμα πρόβλημα, αν η διαχείρισή του είναι βιαστική, επιπόλαιη και απρόσεκτη. Όμως, πρώτα απ’ όλα, ο βιολογικός κήπος θέλει υπομονή, παρατηρητικότητα και συνεχή συλλογή γνώσεων και τεχνικών. Είτε αποφασίσει κάποιος να φυτέψει κάποια αρωματικά στο μπαλκόνι του είτε να δημιουργήσει έναν πλούσιο λαχανόκηπο ή ακόμα και έναν κήπο με άνθη και δέντρα η φιλοσοφία του βιολογικού κήπου είναι η ίδια: το περιβάλλον του κήπου είναι κάτι ζωντανό, γεμάτο με οργανισμούς που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και είστε ο μαέστρος που το συντονίζει. Μέσα από αυτή τη στήλη, θα συνεχίζουμε να υποστηρίζουμε τη βιολογική καλλιέργεια παρέχοντας πληροφορίες που για να καρποφορήσουν οι καλλιεργητικές προσπάθειές σας. Μην απογοητεύεστε! Καλή Ανάσταση και Καλό Πάσχα!
Υπάρχουν ντόπιες ποικιλίες μελιτζάνας που να μην πικρίζουν;
Δυο ποικιλίες διάλεξα, να δείξω μελιτζάνες, με ελληνική καταγωγή που ’ναι στη γλύκα μάνες! Κατ’ αρχήν, η τσακώνικη Μελιτζάνα έχει γλυκιά γεύση και διακρίνεται γιατί είναι επιμήκης χωρίς κυρτότητα, μήκους 20 – 25 εκ. και διαμέτρου 4 – 6 εκ. με μεγαλύτερη διάμετρο στη μέση. Η επιφάνεια του φλοιού είναι λεία, γυαλιστερή, χρώματος μωβ με ραβδώσεις κατά μήκος του καρπού οι οποίες έχουν ανοιχτό μωβ χρώμα. Ο καρπός της τσακώνικης μελιτζάνας χρησιμοποιείται σε πολλούς συνδυασμούς στη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική. Ευρύτατα γνωστό για την ποιότητα και τη γεύση του είναι το παραδοσιακό γλυκό κουταλιού, το μελιτζανάκι, που παρασκευάζεται από μελιτζανάκια μήκους περίπου 5 εκ. Το δεύτερο γνωστότερο είδος γλυκιάς μελιτζάνας που καλλιεργείται στην Ελλάδα είναι η λευκή μελιτζάνα της Σαντορίνης. Καλλιεργείται στη Θήρα και δίνει έναν καρπό σφαιροειδή χρώματος λευκού. Είναι πολύ νόστιμη, γλυκιά και έχει πολύ λίγους σπόρους στο κέντρο της. Επειδή απορροφά λίγο λάδι, τηγανητή αποτελεί έναν θαυμάσιο μεζέ για ουζάκι το καλοκαίρι.
Ο γεωπόνος γείτονάς μου με ανησύχησε γιατί μου είπε ότι το αμπέλι μου έχει ευτυπίωση. Τι είναι αυτό;
Ευτυπίωση στ’ αμπέλι και τα νεύρα σου κουρέλι! Πραγματικά, η ευτυπίωση είναι ασθένεια του ξύλου που προκαλεί σοβαρά προβλήματα στο αμπέλι κυρίως σε μεγάλης ηλικίας. Χρειάζεται να γίνει έγκαιρη διάγνωση προς αποφυγή της εξάπλωσής της. Κατά το κλάδεμα των βραχιόνων, παρατηρούνται καστανοί πλευρικοί μεταχρωματισμοί στις τομές. Την άνοιξη σε προσβεβλημένα πρέμνα (κουρμούλες) από ευτυπίωση παρατηρείται καχεκτική βλάστηση, κίτρινα παραμορφωμένα φύλλα και μικρά μεσογονάτια διαστήματα στους βλαστούς, μικρά αραιόρογα σταφύλια, μικρή παραγωγή, ενώ πολλά μάτια δεν βλαστάνουν. Για την αντιμετώπισή της, τα κλαδέματα πρέπει να γίνονται με ξηρό και ήπιο καιρό. Κατά το κλάδεμα αφαιρούμε το προσβεβλημένο τμήμα του βραχίονα μέχρι να φτάσουμε στο υγιές ξύλο. Καλό θα είναι τα προσβεβλημένα πρέμνα να σημαδευτούν από το καλοκαίρι, έτσι ώστε να κλαδεύουμε πρώτα τα υγιή και μετά τα μολυσμένα πρέμνα. Η μετάδοση της ασθένειας γίνεται κατά το κλάδεμα γι’ αυτό φροντίζουμε να απολυμαίνουμε τα κλαδευτικά εργαλεία. Μετά το κλάδεμα θα πρέπει να γίνεται ψεκασμός ή επάλειψη των τομών με πυκνό διάλυμα ενός χαλκούχου σκευάσματος.
Ηθελα να ρωτήσω αν το μοσχομπίζελο που είναι στους ανθόκηπους, μπορεί να φαγωθεί;
Μοσχομπίζελο στο πιάτο, ίσως να σε ρίξει κάτω! Το μοσχομπίζελο, το λουλούδι του Απρίλη, δεν είναι εδώδιμο καθώς προκαλεί κάποιου είδους δηλητηρίαση αν καταναλωθεί σε ποσότητα. Το μοσχομπίζελο (Lathyrus odoratus) είναι γνωστό και σαν “βασίλισσα των εποχιακών” με τα άγρια μοσχομπίζελα να έχουν καταγωγή από τη Σικελία, την Κίνα, Μάλτα, Σρι Λάνκα και άλλα μέρη, ενώ η πραγματική προέλευση του είδους χάνεται στα βάθη της ιστορίας. Είναι αναρριχώµενο ποώδες φυτό µε πολύ όµορφο άρωµα και βρίσκεται σε απίστευτη ποικιλία χρωµάτων εκτός από κίτρινο. Είναι ψυχανθές και έχει µεγάλο εύρος άνθησης, περίπου δύο µήνες, ιδιαίτερα εάν αφαιρούνται τα υπερώριµα άνθη και ποτίζεται τακτικά. Επειδή το φυτό αναρριχάται, καλό είναι να στηρίζεται είτε σε τοίχους είτε σε καφασωτά ή καλαµωτές, έτσι ώστε να αναδεικνύεται όλη η οµορφιά του καθ’ ύψος! Στα βάζα συνδυάζονται µε άλλα ψηλά άνθη και διατηρούνται αρκετά. Υπάρχει και νάνα ποικιλία µοσχοµπίζελου, που µπορεί να στολίσει τον κήπο σας όταν φυτεύεται σε οµάδες, ειδικά επειδή το χρώµα του δηµιουργεί ωραία αντίθεση µε το ανοιχτό πράσινο του χλοοτάπητα.
Θέλω να φτιάξω έναν χαμηλό ανθόκηπο για να τον βλέπω και να μου ανοίγει η όρεξη για τα αγαπημένα μου ζυμαρικά.
Φύτεψε μία γκαζάνια, ν’ απολαύσεις τα λαζάνια! Όταν η κηποτεχνία πρέπει να υποστηρίξει τη γαστρονομία, σας συνιστούμε τη γκαζάνια, ένα ανθόφυτο πολυετές, ποώδες, αειθαλές, χαμηλής βλάστησης 15-20 cm. Τα φύλλα του είναι λογχοειδή, χνουδωτά, στενόμακρα, σκουροπράσινα στην επάνω επιφάνεια και αργυρόχρωμα στην κάτω επιφάνεια. Έχει πλούσια, εντυπωσιακή και παρατεταμένη ανθοφορία όταν βρίσκεται σε ηλιόλουστα σημεία στον κήπο. Τα άνθη του είναι διαφόρων χρωματισμών με τα συνηθέστερα αυτών να είναι κίτρινο, πορτοκαλί, ρόδινο και λευκό. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της γκαζάνιας είναι το κλείσιμο του άνθους κατά τη διάρκεια της νύχτας ή νεφελώδη καιρού. Πολλαπλασιάζεται με σπόρους ή με έρριζα μοσχεύματα την άνοιξη. Είναι φυτό χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις όσον αφορά το έδαφος, αλλά προτιμά προστατευμένες θέσεις από τους ισχυρούς ανέμους και το κρύο. Αντέχει σε παραθαλάσσιες περιοχές. Φυτό κατάλληλο για βραχόκηπους, ανθισμένες μπορντούρες, γλάστρες, ζαρντινιέρες και συστάδες χρώματος μέσα σε χλοοτάπητες.