Θέλω να φυτέψω γεράνια γιατί μου θυμίζει το σπίτι στο χωριό. Ανθίζουν και σε σκιά;
Γεράνι της παράδοσης σ’ αυλές και σε μπαλκόνια,
λουλούδι που μου θύμιζε τα παιδικά μου χρόνια.
Το γεράνι είναι ένα από τα ωραιότερα και ανθεκτικότερα στις καιρικές συνθήκες λουλούδια, σήμα κατατεθέν των σπιτικών αυλών στα χωριά της ελληνικής υπαίθρου. Αν και είναι σαφώς προτιμότερο το γεράνι να φυτεύεται σε σημείο που “λιάζεται” κι όχι σε κάποιο σκιερό μέρος καθώς στη δεύτερη περίπτωση επηρεάζεται η ανθοφορία του, εντούτοις ανθοφορεί ικανοποιητικά σε σκιερά, ημισκιερά σημεία. Η σκούφια του κρατά από τη Νότια Αφρική, ευδοκιμεί όμως πολύ στις μεσογειακές χώρες που το ευνοούν ιδιαίτερα οι κλιματολογικές συνθήκες και βέβαια στη χώρα μας που είναι ένα από τα πλέον δημοφιλή λουλούδια. Το γεράνι χρειάζεται τακτικό πότισμα, όχι όμως στη συχνότητα άλλων αντίστοιχων φυτών, ενώ “προσαρμόζεται” εύκολα σε οποιονδήποτε τύπο εδάφους. Με τα πρώτα γερά κρύα η ανθοφορία του σταματάει, ωστόσο, παραμένει καταπράσινο στολίζοντας κήπους και μπαλκόνια. Αυτό δε που είναι αξιοσημείωτο για το συγκεκριμένο φυτό είναι ότι ιδιαίτερα ανθεκτικό στη ζέστη και την ξηρασία – πράγμα σπάνιο. Ενα μικρό μυστικό για να βοηθάμε το γεράνι μας να παράγει νέα λουλούδια είναι ν’ αφαιρούμε τα ξεραμένα λουλούδια και φύλλα όσο πιο συχνά μπορούμε. Αυτό που είναι επίσης εντυπωσιακό με το γεράνι είναι ότι μπορεί ν’ αναπαραχθεί κι από ένα απλό κλαδί υφιστάμενου γερανιού, το οποίο φυτεύουμε σε γλάστρα ή στο χώμα καθαρίζοντάς το σε ύψος περίπου 5 εκατοστών από τη βάση του από υφιστάμενα φύλλα. Μπορούμε να το φυτέψουμε οποιαδήποτε εποχή του χρόνου, είναι καλύτερο όμως να επιλέξουμε άνοιξη ή φθινόπωρο ώστε να προλάβει να προσαρμοστεί στις ακραίες καιρικές συνθήκες που θ’ ακολουθήσουν, δηλαδή στο κρύο ή τη δυνατή ζέστη.
Μου κάνανε δώρο μία αζαλέα. Τι πρέπει να γνωρίζω;
Λουλούδι της ανατολής, μικρή μου αζαλέα,
θέλεις φροντίδα περισσή να βγάλεις άνθη νέα.
Οι αζαλέες είναι ενδημικά φυτά των ορεινών περιοχών της Ιαπωνίας, της Κίνας και της Ινδίας. Ένας καταπληκτικά μεγάλος αριθμός από ποικιλίες και καλλιεργούμενες παραλλαγές αζαλέας υπάρχει στο εμπόριο, από τις οποίες πολλές καλλιεργούνται σαν φυτά γλάστρας. Εξαιρετικά δημοφιλές φυτό η αζαλέα, ανήκει στα οξύφιλα φυτά που θέλουν χαμηλό pΗ στο εδαφικό υπόστρωμα, όπως άλλωστε και η γαρδένια, η καμέλια και η ορτανσία. Οταν επιλέγετε φυτά αζαλέας, προτιμάτε φυτά με κοντούς ισχυρούς πράσινους βλαστούς, φυτά φουντωτά και πάντα ανθισμένα. Ετσι θα διαπιστώσετε το χρώμα του άνθους και την ιδιότητα: μονές – διπλές αζαλέες. Σχετικά με τις συνθήκες, το φυτό δεν επηρεάζεται από τις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα, έτσι παραμένει συνέχεια έξω από το σπίτι. Προτιμά θέσεις ημισκιερές δροσερές μακριά από τα ψυχρά ρεύματα του αέρα και φυσικά ποτέ απ’ ευθείας στο ηλιακό φως. Ελέγχουμε την υγρασία του χώματος παίρνοντας στα δάχτυλά μας λίγο επιφανειακό χώμα από τη γλάστρα, μέχρι 5 εκατ. βάθος και το σφίγγουμε ελαφρά. Αν το χώμα σχηματίσει μπάλα, αλλά μετά διαλύεται, λέμε ότι βρίσκεται στο ρόγο του και δεν χρειάζεται πότισμα. Αν δεν γίνεται μπάλα και είναι ξερό, ποτίζουμε αμέσως. Αν λασπώνει, ποτίζουμε πιο αραιά. Το καλοκαίρι ο έλεγχος της υγρασίας γίνεται πιο τακτικά (κάθε 2-3 ημέρες). Για μια πλούσια βλάστηση και ανθοφορία η αζαλέα τους καλοκαιρινούς μήνες πρέπει να κλαδεύεται 2 και 3 φορές (τσίμπημα βλαστών). Έτσι το φθινόπωρο θα φουντώσει και θα σχηματίσει τα μπουμπούκια την επόμενη χρονιά. Όταν είναι στην ανάπτυξη, οι απαιτήσεις του είναι αυξημένες και θέλει πλήρες υγρό λίπασμα ανθοφορίας, μια φορά τον μήνα.
Η πεθερά μου με απείλησε ότι θα βρω τον μπελά μου αν δεν φυτέψω πατζάρια.
Αν θες να ζήσεις φίλε μου, φύτεψε το πατζάρι,
γιατί αλλιώς η πεθερά σου γδέρνει το τομάρι.
Tο παντζάρι ή κοκκινογούλι ή κηπευτικό τεύτλο καλλιεργείται για τις σαρκώδεις γογγυλόριζες του, πλούσιες σε υδατάνθρακες καθώς και για τα φύλλα του, τα οποία καταναλώνονται ως βραστή σαλάτα. Η επιστημονική του ονομασία είναι Βeta vulgaris var. esculenta και είναι συγγενές με το ζαχαρότευτλο, το κτηνοτροφικό τεύτλο και το σέσκουλο. Στην ελληνική αγορά κυριαρχεί η ποικιλία που δίνει πρώιμα στρογγυλά παντζάρια καλής διαμέτρου με ομοιόμορφο κόκκινο χρώμα και έχει κοντό φύλλωμα με γυαλιστερό πράσινο χρώμα το οποίο δημιουργεί μια όμορφη οπτική αντίθεση με το κατακόκκινο χρώμα της σάρκας. Για να φθάσει στη συγκομιδή θα απαιτηθούν από 2,5 έως 4 μήνες και μπορεί να αποδώσει από 2 έως 4 τόνους γογγυλόριζας στο στρέμμα. Οσον αφορά το έδαφος καταλληλότερα είναι τα αμμώδη ή αμμωπηλώδη, μέσης ή ελαφριάς σύστασης με αντίδραση όξινη έως ελαφρώς αλκαλική (Ρη 6-7,5). Δεν ανέχεται βαριά εδάφη που νεροκρατούν, ούτε εδάφη συμπαγή ή με πολλές πέτρες στα οποία παρεμποδίζεται η ομαλή ανάπτυξη της γογγυλόριζας. Η σπορά συνήθως άνοιξη ή φθινόπωρο γίνεται με 1,5 κιλό σπόρου το στρέμμα, σε βάθος 1, 2, 5 εκατοστά και σε γραμμές που απέχουν μεταξύ τους 25, 30 εκ. Ο σπόρος ανάλογα με τη θερμοκρασία του εδάφους βλαστάνει μετά από 8-15 ημέρες. Όταν τα φυτά αποκτήσουν 3-4 φύλλα γίνεται αραίωμα ώστε η απόσταση από φυτό σε φυτό επί της γραμμής να διαμορφωθεί στα 10 εκατοστά.
Θέλω να φυτέψω βίκο για να δίνω σανό στα ζώα μου. Τι θα με συμβουλεύατε;
Βίκος ο κτηνοτροφικός, λιπαίνει το χωράφι,
δίνει τροφή στα ζώα σου ακόμη και σ’ ελάφι.
Ο βίκος είναι το σπουδαιότερο από τα καλλιεργούμενα φθινοπωρινά κτηνοτροφικά ψυχανθή, γιατί προσαρμόζεται ευρύτερα στα διάφορα οικολογικά περιβάλλοντα της χώρας μας, αλλά και γιατί αναμφισβήτητα είναι από τα πιο κατάλληλα φυτά, για την εφαρμογή της απαραίτητης αμειψισποράς και ξερικά χωράφια που έχουν εξαντληθεί από τη συνεχόμενη μονοκαλλιέργεια των σιτηρών. Είναι φυτό σανοδοτικό και καρποδοτικό και αποτελεί άριστη ζωοτροφή. Καλλιεργείται ακόμα για βόσκηση και για χλωρή λίπανση. Για την παραγωγή σανού καλό είναι ο βίκος να συγκαλλιεργείται με διάφορα άλλα φυτά, όπως η βρώμη (ταγή) και το κριθάρι. Η καλλιέργεια του βίκου με τα σιτηρά αφ’ ενός μεν συντελεί στην απόκτηση προϊόντος καλύτερης ποιότητας γιατί ο βίκος αναρριχάται στα σιτηρά και κατ’ αυτό τον τρόπο αποφεύγεται η επαφή της χαρτομάζας με το έδαφος, αφετέρου δε διευκολύνει τη συγκομιδή του προϊόντος. Ο βίκος ευδοκιμεί σε εδάφη βαθιά, πλούσια, μέσης σύστασης. Ο βίκος προσαρμόζεται καλύτερα στα καλοστραγγισμένα πηλώδη εδάφη, αν και μπορεί να αναπτυχθεί και σε αμμώδη εδάφη εάν λιπανθούν κανονικά. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει δοθεί στην καλή στράγγιση.