Γερόντισσα μπλιό η Ζωήτσα εκάθουντανε στην αυλή στο πεζούλι κάτω απ’ την κρεβατίνα κι άκουγε τσοι σπίνους να τραγουδούνε και να πιαινόρχουνται να ταΐζουνε με μούρνα τα σπινάκια ντωνε, που ήτονε γεμάτες οι φωλιές εκιδά κοντά τση.
Ητονε περίτεχνα σιασμένες σε διαλεγμένα κλαδιά των δεντρώ, με λουλούδια κι αροδαμούς. Ετσιδά, που εκουβέντιαζε ώρες ώρες του νου τση εφαίνουντανε σαν να τα ’χει χαμένα κι ας τάχε τετρακόσια ακόμης, μια και ετσά που εδιασωνούντανε, πέρα πόδες στσι δουλιές τση, εμπόριε να συναγωνιστεί πια καλλιά κι απού τσι κοπελιές.
Ο νους τση όμως πάντα ήτονε κολλημένος στα “ναι σε ούλα” που είπε ο καλοσκολός τση στο προξενιό στσοι γονέους τση και τσοι γέλασε ούλους.
Εφτός όμως είχε άλλα στο νου ντου, που τση κάψανε τη ζωή μ’ εκεινανά που έπραττε, απού δεν είχανε κιαμιά λογική. Η Ζωήτσα τον επήρε με τη σκέψη και τη λαχτάρα όπως την κάθε κοπελοπούλα να στέσει σπιτικό με κοπέλια κι εγγόνια που ‘’νανε όλο ασμπερδεμένα στα πόδια τση. Φαίνεται όμως πως κουζουλός παπάς την είχε βαφτισμένη και τση βγήκανε ούλα ξανάστροφα στη ζωή. Παναγιά μου και παρθένα μου έλεγε και ξανάλεγε στα παραμιλητά τση, είντα ήτονε χωσμένα σ’ εκείνανά “τα ναι σε ούλα” μου ρημάξανε τη ζωή μου, μου φάγανε τα νιάτα μου κι εδά μου τρώνε και τα γεραθιά μου κι έχει ο νους μου σκοτεινιάσει και δεν κατέω με ποιο να τα βάλω και ποιος μου φταίει τσ’ άτυχης και τσ’ ατσηποδιάρας. Οι καλύτεροι με ζητούσανε στο χωριό μας και πήρα τον παραχειρότερο γιατί όλο ο ένας μου βρόμιε κι ο άλλος μου ξύνιζε κι ας ήτονε ούλα ντωνε διαλεχτά παλληκάρια. Μα θαρώ πως δεν φταίει και κιανείς για πράμα απ’ όσα του συμβαίνουνε γιατί η κατεργάρα η τύχη σε πλανεύει ύπουλα, σε σπρώχνει, σε λαλεί και σε πάει εκειδά ίδια που θέλει εφτή και δεν λογαριάζει τα ατσοπηδήμητα που είναι άδικος κόπος.
Πολλές φορές εσκεφτούντανε για ούλα τουτανά τα “ναι σε ούλα” που τση ’πανε και την εκάμανε και πήρε τη μεγάλη απόφαση κι είπε κι εφτή “το ναι σε ούλα” κι εδά ενταέ τα χαΐρια μου και τα κατηντήματά μου.
Μόνο η ψυχή μ’ απόμεινε κι εφτή μου τη ζητούνε κι αν δεν έχω το νου μου θα ξεψυχίσω περίλυπη και στερημένη απού τον ιδρώτα του προσώπου μου και τσοι κόπους των χεριών μου…
Θέ μου μεγαλοδύναμέ μου και γιάντα να μην μπορώ μπάρε μου να ευχαριστηθώ τα γεραθιά μου, σαν άθρωπος κι εγώ, περήφανα κι εδά μου τα καταδικάζουνε κι εφτά χωρίς μιαν ημέρα να μην μπορέσω να πω στη ζωή μου αναπαημένα και ευχαριστημένα “δόξασι ο Θεός”, μα να χαίρουμαι και τσοι κόπους των χεριών μου, εδά στα στερνά μου.
Μόνο ο καθαρός αέρας κάτω απού την κρεβατίνα θαρρώ πως μού μεινε, αν δεν τονέ ζηλέψουνε κι εφτό να βρούνε τρόπο κι αφορμές να μου τονε κόψουνε και να μην κατέω από πού μου ’ρθε.
«Δεν μπορώ μπλιό δεν νταγιαντίζω ετέθοια ζωή! Εχω μόνον το θεό κοντά μου, τα πουλάκια που πιαινόρχουνται απού πάνω μου και τα χελιδόνια απούνε φωλεμένα στο μπαλκόνι μου απού κάτω στη γωνιά του σπιθιού που με γνωρίζουνε κι έρχουνται εδά ετόσανά χρόνια και κάνουνε φαμέλιες, απούνε ένα καμάρι».
Η Ζωήτσα όντε θωρεί κοπέλια κι εγγόνια να την κυκλώνουνε μ’ αγάπη τη μια αστράφτει η μούρη τση και την άλλη σκοτεινιάζει οσάν τον ουρανό που μαυρίζει οντέν έχει κακοκαιριά και κουτσουναρίζουνε και τα μάθια τση χωρίς στεμό.
Ούλα μαζί τση σιμώνουνε τα κοπελάκια και ετριβούντανε ζητώντας χάδια και παραμύθια, μαζί με τσι κάτες, πούνε συνέχεια στα πόδια τση ευχαριστημένες και γουργουρίζουνε.
Μιας κοπανιάς η Ζωήτσα σαν να μην ανανογάται πράμα με απλανές βλέμμα, αρχίζει να παραμιλεί φωναχτά και να λέει «είντα φταίνε εδά ούλα ετούτανε τα φτωχάκια; Εφτά τα κοπέλια ντωνε, τα εγγόνια ντωνε και τα δισέγγονά ντωνε να πλερώνουνε ετσιά λογιός σκληρά και χωρίς λογική; Και δίχως να τα λογαριάσουνε άσκεφτα και εν αγνοίαν ντωνε να πούνε τοσεσάς πολλές φορές ναι σε ούλα…
Πού είναι μια δυσβάσταχτη και ασήκωτη διαθήκη συνταγμένη από την αρχή ως το τέλος με όρους και κληρονομιές που δεν έχουνε όρια και βασίζονται σε παρανοϊκές αποφάσεις που επιβάλλονται με τα ναι σε ούλα…».
*τέως αντιπρόεδρος
Κοινότητας Καντάνου