Ο πατέρας μου είχε τον δικό του τρόπο ν’ ανεβαίνει στα βουνά. Αμυδρά επιρρεπής στο διαλογισμό, όλο ξεροκεφαλιά και αλαζονεία. Ανηφόριζε χωρίς να εξοικονομεί δυνάμεις, πάντα σε ανταγωνισμό με κάποιον ή με κάτι, κι όπου το μονοπάτι τού φαινόταν μακρύ, έκοβε δρόμο απ’ την κορυφογραμμή με τη μεγαλύτερη κλίση. Μαζί του απαγορευόταν να κάνεις στάση, απαγορευόταν να παραπονεθείς για πείνα, κούραση ή κρύο, μπορούσες όμως να τραγουδήσεις ένα ωραίο τραγούδι, ειδικά μες στην καταιγίδα ή στην πυκνή ομίχλη. Και να ροβολάς τους παγετώνες ουρλιάζοντας.
Τα καλοκαίρια, ο Πιέτρο και οι γονείς του διέγραφαν αντίθετη πορεία από την πλειονότητα των παραθεριστών, αντί για τη θάλασσα προτιμούσαν το βουνό. Τον χειμώνα ποτέ. Έτσι, κάθε καλοκαίρι εγκατέλειπαν το Μιλάνο και ανηφόριζαν σε κάποιο ορεινό χωριό, στο υψόμετρο που η μητέρα του ένιωθε άνετα και που για τον πατέρα του αποτελούσε την ιδανική αφετηρία για ανάβαση σε ψηλότερες κορυφές. Μετά από επιμονή της μητέρας του, που επιθυμούσε να νοικιάσουν ένα σπίτι και να μη μετακινούνται κάθε χρόνο και σε διαφορετικό κατάλυμα, θα βρουν σε ένα χωριουδάκι της Γκράνα ένα μικρό σπιτάκι. Η σταθερή ετήσια επανάληψη θα επιτρέψει στον μικρό Πιέτρο να δημιουργήσει αναμνήσεις.
Χρόνια μετά, όταν ο Πιέτρο θα έχει ενηλικιωθεί, Τα οχτώ βουνά θα αποτελέσουν την εξιστόρηση των αναμνήσεων αυτών, της φιλίας του με τον συνομήλικο Μπρούνο, της προσπάθειας του να κατανοήσει τον πατέρα του, με τον οποίο για χρόνια είχαν πάψει να μιλάνε, και του οποίου ο θάνατός τον οδηγεί ξανά σε εκείνο το ορεινό χωριό της παιδικής του ηλικίας.
Φιλία, ενηλικίωση, σχέση πατέρα-γιου, απώλεια, φύση, οικολογία, αναζήτηση ταυτότητας. Όλα τα βαριά χαρτιά της λογοτεχνίας στο τραπέζι. Και νοσταλγία, σε τεράστιες ποσότητες, δοσμένη με μια γλυκύτητα, παραπάνω από εκείνη που θα μπορούσα να αντέξω. Στερεοτυπικοί χαρακτήρες με ελεγχόμενες -και προβλέψιμες- εκρήξεις, γλώσσα που στοχεύει στην ποιητικότητα και αστοχεί, πλοκή ταγμένη στη συναισθηματική καθοδήγηση. Ο Κονιέττι καταφεύγει σε εκτεταμένη χρήση διπόλων: άντρας-γυναίκα, ενηλικίωση στην πόλη και το χωριό, ανατολή-δύση, φύση-πόλη, ρεαλισμός-ουτοπία. Επιχειρεί να τα παντρέψει, ώστε να δρέψει τους καρπούς αυτών των αντιθέσεων, προμηθεύοντας τον αφηγητή του με μία κάρτα ελεύθερης πρόσβασης σε κάθε πλευρά και με έναν μανδύα αντισυμβατικότητας, δημιουργώντας ένα τεράστιο Εγώ.
Τα οχτώ βουνά δεν είναι ένα κακογραμμένο βιβλίο. Τεχνικά μιλώντας, ο Κονιέττι καταφέρνει να γράψει το βιβλίο που θέλησε να γράψει, δεν μοιάζει αμήχανος, αντίθετα δείχνει να ελέγχει το υλικό του και οδηγεί με ακρίβεια την ιστορία του μέχρι το τέλος, κλείνοντας το μάτι σε σκηνοθέτες και κινηματογραφικούς παραγωγούς, τη στιγμή που η Φερράντε έχει επανατοποθετήσει την Ιταλία στον παγκόσμιο λογοτεχνικό χάρτη. Και ακριβώς επειδή ο Κοννιέτι επιτυγχάνει τον προσωπικό του στόχο, στον αναγνώστη απομένει να κρίνει τον στόχο αυτόν. Όμως, οι τεχνικές και θεματικές προδιαγραφές δεν είναι αρκετές, σπάνια είναι. Κάποιες ωραίες σκηνές ανάβασης και η επιθυμία να διαβάσω ξανά Θορώ είναι ό,τι κρατάω από το βιβλίο αυτό.
Ένα αδιάφορο βιβλίο, ευκολοδιάβαστο μα άνευρο, ακόμα μία απογοήτευση από τη σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία.