Μια φορά και έναν καιρό… το Μιχαλιό ήτανε ένα κοπέλι απού εξεχώριζε απού τ’ άλλα γειτονάκια. Ψηλό, απολιτό, γαλανομάτικο, με σγουρά ξανθά μαλλιά και με γενάκια, ίσα που εξεπροβαίνανε.
Mα κι’ ελαχτίνιζε, οσάν και το κουργιάλη απού, όπου είθελε περάσει. Εχόρευε κι΄ ετραγούδιε χωρίς στεμό σ΄ ούλα τα γλέντια και τσι ξεφάντωσες και ήτονε το πια πολλή πασίχαρο κοπέλι απού τ΄ άλλα γειτονάκια. Η μάναντου το καμάρωνε και… τόφτυνε να μη το λαβώσει κάθε που τόβλεπε νάναι στολισμένο, να σιέται και να λυγιέται σαν και το κυπαρίσσι. Τα μάθιαντου επαιγνηδίζανε οντέν εθώριε τσι κοπελιές να χορεύουνε κι’ ο νους του επάλευε, μ΄ όνειρα γιατί δεν εκάτεχε πια να πρωτοδιαλέξει, τσίθελε ούλες γιατί η μια ήτονε καλιά απού την άλλη. Στα όνειράν του οντέν ήθελε κοιμάται επαιρνοδιαβαίνανε ούλες, μια-μια απού μπροστάντου. Του κάνανε πεισματικά και προσπαθούσανε να τονέ κάμουνε, επιτέλους να πάρει μιαν απόφαση. Μα οντέν τσι κοίταζε στα μάθια, τα δικάντου μάτια, ενταλουριδιούσανε και τάχανε. Έλεγε και ξανάλεγε, κουβεντιάζοντας του νούντου.
Η Αγγελικούλα οντέ θα βρεθεί μπροστά μου, με θαμπώνουνε τα μαλάκια τσι, ετσά που λαχτινίζουνε και τα νηρεύουμε να τάχω στο μαξελάρι μου παντονιονιός μου. Λαμπυρίζουνε οσάν και του ήλιου τσ΄ αχτίνες, μου λούζουνε την ψυχή και κόβεται κι η αναπνιά μου, οντέ τινάζει το κεφαλάκι τσι στη μούρη μου. Μονομιάς με κάνει να χάνω το κόσμο απού μπροστά μου. Χάνεται, περνά σαν σίφουνας, σαν’ ηλιαχτίδα, σαν άγγελος και εξαφανίζεται χωρίς να προλαβαίνω να τσ΄ ανοίξω την αγκαλιά μου και να την κλείσω για πάντα μέσα εκειδά, που να μην τη χάσω ποτές.
Για το Κατερινιώ, είντα να πω, για το Κατερινάκι, π΄ οντέν ανοίξει τα χειλάκια τσι, για να μου μιλήσει, θαρρώ πως ανοίγει ο παράδεισος και παρασύρουμαι, χαμένος στσ΄ ομορφιές με μυρωδιές τσ΄ άνοιξης, μαζώνοντας σταγόνα-σταγόνα τσι δροσοσταλίδες, απάνω απού τα λουλούδιαντου, για να με ξεδιψάσουνε. Ούλη νύχτα όλο τσι θώριε να χορεύουνε και να περνούνε σαν σίφουνας απού μπροστά ντου. Του τραγουδούσανε μελωδικά σα νάταν αγγέλοι τ΄ ουρανού κατεβασμένοι εις τη γη, φτερουγίζοντας, φορτωμένοι με τόξα που σημαδεύανε καρδιές. Επερνούσανε χιλιάδες και παιγνηδίζανε σαν τσι θεές στα μάθιαντου. Απού δίπλα του Κατερινιού τ΄ ακλούθιε, το Δεσποινιό που εφαίνουντανε να μη πατεί στη γη. Εκουνιούντανε σα νάχανε φτερά τα πατουχάκια τσι. Έκανε φιγούρες κι΄ ετσάκιζε το κορμάκι τσι κι΄ εφαίνουντανε σα νεράγδα που εχόρευε με τα σύννεφα στον αέρα. Γιατί προς στιγμή κιόλας τη σκεπάζανε και δεν τηνε ξεδιάκρινα συνέχεια ετσά που την εχάνανε τα μάθια μου. Έψαχνα τα βιολιά με τσι λίρες, τ΄ άκουγα μόνο ζαλισμένος χωρίς να θωρώ τσι βιολάτορες. Άλλους αγγέλους εγνώριζα κι άλλους τσι θώρουνα για πρώτη φορά, μα ούλοι μου κάνανε νάζια με περασάδες και μου τσουτσουρίζανε γλυκά, χωρίς να τσοι ξεδιακρίνω. Ψάχνω, ύστερα κι εγώ, ψάχνω να βρω τον τρόπο να μην συννεφιάζουνε τα μάτια μου και να μην χάνω το φως μου. Είντα να πω…
Η Φωτεινούλα πάλι μου τα σκοτείνιαζε ντίπη για ντίπη. Μούτε νεράγδα μούτε άγγελος έμοιαζε. Ήτονε μια θεά φωτοστεφανωμένη που στ΄ αραχνοΰφαντα φορέματά τσι, διανέριζε το κορμάκι τσι που εγλίστρα στον αέρα και εχανούντανε οπίσω απ΄ τ΄ άστρα χορεύοντας.
Τσ΄ άλλες που επαιγνηδίζανε στα μάθιαντου δεν εχαμπάριαζε, αν ήτονε αλλής λοής κοπελλοπούλες, ή τσι γειτονιάς, ή κοντοχωριανές, που τονέ θέλανε και τονέ συνορίζουντανε μ΄ ετσά λογιός βασανιστικό τρόπο που να μην μπορεί μια να διαλέξει με καθαρό νου παρά σα το τροζό, τσιθελε ούλες… Γιατί ότι ελίβγουντανε η μια τόχε χάρισμα η γι΄ άλλη και με το παραπάνω μάλιστα. Ετσά εταλαπόδερνε στον ύπνοντου γι΄ αυτό δεν τονέ χόρταινε κιόλας παρά εσπαρτάρα σαν και το ψάρι στο γυαλό. Άγνωστοι αγγέλοι, άλλες φορές πάλι, τον ανεβοκατεβάζουνε στα φτεράντονε και τονέ τριγυρίζουνε στα πέλαγα με τα λιμάνια τ΄ ουρανού και του γνωρίζουνε κόσμους, που του σαλεύανε το νου και δεν εμπόριε να πάρει ανάσα απ΄ τα καρδιοχτύπια. Εκειά όμως που τάχανε ντίπης, για ντίπης ήτανε οντέν τονέ σεργιανίζανε στσι στράτες, με τα σοκάκια των αστεριών, π΄ επροσπάθειε να τσι μετρήσει. Ούλες τσι φορές αναλώνουντανε απ΄ τσ΄ ομορφιές και τσι ροδαρές, που εκυματίζανε στσ’ απέραντους παράδεισους, που του βγορίζανε. Θέμου και πως θα νταγιαντίζω ετσά λογιός. Ανέ με κυνηγούνε συνέχεια τούτανά τ΄ αερικά και πως θα τα κουλαντρίζω ούλα μαζί. Θα μου φάνε θέλει τα νιάτα μου ετούτεσάς οι κοπελοπούλες, ανέ με λαλούνε ετσά. Να τσ΄ αφήνω να με συνορίζουνται ετέτοιοι αγγέλοι με νεράγδες που σαν σύννεφο με πηαινοφαίρνουνε για μιαν απόφαση στσι παραδείσους. Αν δε βάλω νου, κιαμιά φορά εγώι μου… Στην υστεριά θαρρώ πως οντέ θα ξυπνήσω απ΄ τουτανά τα μεθύσια, θαν΄ είμαι απομενάρικος στον κόσμο τσι γης, έρημος και μοναχός σαν και την καλαμιά στον κάμπο. Μπορεί και σε κιανένα ράφι, ξεστελιωμένο και αγνώριστος, ξεχασμένος κι΄ αξιολύπητος. Κακομοίρη Μανωλιό γι΄ αυτό διασωνήσου να πάρεις μιαν’ απόφαση μα μια σου πέφτει ούλη κι ούλη σε τούτονέ τον κόσμο στον άλλο δε κατέω είντα γίνεται… Να ζήσεις σαν τον άνθρωπο κι όχι να πηαίνεις πέρα πόδες, σαν το διακονιάρη χωρίς στον ήλιο μοίρα και να κυνηγάς τα ξένα γηροπόδια…
Λεξιλόγιο:
Ήτονε = ήταν
Απολιτό = ωραίο σώμα
Εξεπροβαίνανε = μόλις που άρχιζαν να φαίνονται
Ελαχτίνιζε = έφεγγε σαν ακτίνα
Κουργιάλη = πολύ καθαρό – γυαλιστερό
Ξεφάντωση = γιορτή – γάμος…
Πασίχαρο = χαρούμενο
Λαβώσει = ματιάσει
Όντεν = όταν
Ούλες = όλες
Ενταλουριδιούσανε = θαμπωνόταν
Μούρη = πρόσωπο
Θαρρώ = νομίζω
Σίφουνας = πολύ γρήγγορος
Ακλούθιε = ακολουθούσε
Εφαίνουντανε = φαινόταν
Τσουτσουρίζανε = μιλούσαν σιγά
Ντίπη = εντελώς
Εχαμπάριαζε = καταλάβαινε
Διανέριζε = φαινόταν
Εχανούντανε = χανόταν
Ελίβγουντανε = είχε έλλειψη
Εταλαπόδερνε = βασανιζόταν
Σαλεύανε = τον ανησυχούσαν πολύ
Εκειά = εκεί
Εμπόριε = μπορούσε
Σεργιανίζανε = έκαναν βόλτες
Αναλώνουντανε = μπερδευόταν
Ροδαρές = λουλούδια
Βγωρίζανε = φαινόταν
Νταγιαντίζω = αντέχω
Λογιός = με αυτόν τον τρόπο
Κουλαντρίζω = να τα παλεύω – συνεννοούμαι
Ετουτεσάς = αυτές
Τούτανα = αυτά
Απομενάρηκος = θα μείνω
Διασωνήσου = προσπάθησε
Ούλη = όλη
Κατέω = ξέρω
Είντα = τί
Πέρα πόδες = εδώ και εκεί
Γηροπόδια = τα κάτω μέρη του φορέματος
Κυρία Μαρία είναι άψογο, με πολλές αλήθειες άλλων εποχών!!! Η εποχή της αθωότητας, που μόνο με τα μάτια και με τα όνειρα, ερωτεύονταν οι κοπελιές και οι νεαροί .Όλα έχουν αλλάξει στις μέρες μας, δεν υπάρχουν αυτά τα τρυφερά συναισθήματα που έδιναν ουσία στον έρωτα. Συγχαρητήρια κυρία Μαρία για τον όμορφο ατόφιο λόγο σου. Χαίρομαι που βγάζεις τόσα διαμάντια από το νου και την πένα σου !!!!!!!!!!!!!!!!! Καλή συνέχεια