Λιγνή η κορμοστασιά.
Σβέλτα τα βήματα κάτω απ’ το μαύρο ράσο.
Σ’ ανέκφραστους καιρούς
να πατάς και να νιώθεις το χώμα
το βράχο
τη φευγαλέα άμμο
να γνωρίζεις πού θα φυτέψεις τι.
Αδιάκοπα κι αθόρυβα να μοχθείς για τον άνθρωπο.
Ψυχές που απεγνωσμένα περιφέρονται
σ’ απόκρημνες χαράδρες και ερήμους
να γιατρεύεις
έχοντας δαμάσει το φόβο
έχοντας γητέψει τη φθορά.
Ακόμα κι αν τα πέλματα πονούν
ακόμα κι αν ο κάματος βαραίνει τα βλέφαρα
πάντα να προχωράς και να κοπιάζεις
για τα ταπεινά και τα αθέατα,
τα όντως σπουδαία.