Δύο οικογένειες, θαλασσοδέρνονται μέσα στα αφρισμένα κύματα της Ιστορίας, από το 1880 έως το 1923. Από την επαναστατημένη Κρήτη στον πόλεμο του 1897, από τους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους στον Εθνικό Διχασμό, από την τραγωδία στον Πόντο, στη μικρασιατική καταστροφή. Από την ουτοπία των Δραγούμη και Σουλιώτη για το πολυεθνικό κράτος της “Ανατολικής Φυλής”, στον αφανισμό της ανθούσας ομογένειας των “αλησμόνητων πατρίδων”. Και όλα αυτά, βιωμένα από τους πραγματικούς και φανταστικούς ήρωες του βιβλίου, Ελλήνων και Τούρκων, απλών ανθρώπων και ιστορικών προσώπων…
Το βιβλίο “Κυνηγημένοι από την Ιστορία” του Γιάννη Λασκαράκη, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις “Επίκεντρο”, ταξιδεύει τον αναγνώστη σε κάποιες από τις πιο ταραγμένες σελίδες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Συγχρόνως, όμως, σκιαγραφεί πτυχές από το οικογενειακό παρελθόν του συγγραφέα καθώς οι πρωταγωνιστές του βιβλίου, είναι προπάτορές του. Ο μύθος με το ντοκουμέντο και το ατομικό με το συλλογικό, διαπλέκονται στενά μέσα στις 584 σελίδες του βιβλίου. Αυτό το αέναο παιχνίδι ανάμεσα στις μικρές προσωπικές ιστορίες των ανθρώπων και την “μεγάλη” Ιστορία που σφραγίζει κάθε γενιά, είναι που βρίσκεται στον πυρήνα του βιβλίου. Κι αυτό ήταν και το αρχικό ερέθισμα για να μιλήσουμε με τον Γιάννη Λασκαράκη για την ιστορία και το σήμερα, τη σχέση της Ελλάδας με την Τουρκία, τον ρόλο του πολιτισμού στη σύγχρονη κοινωνία, αλλά και μέλλον του “χαρτιού” σε μια ψηφιακή εποχή.
Το “Κυνηγημένοι από την Ιστορία” είναι θα λέγαμε ένα ιστορικό μυθιστόρημα που αφορά την περίοδο 1880-1923. Συγχρόνως όμως φέρει και μια πιο προσωπική “σφραγίδα” καθώς πρωταγωνιστούν άνθρωποι της οικογένειάς σας, πρόγονοί σας. Τι βάρυνε περισσότερο όταν καταπιαστήκατε με αυτό, η ανάγκη να καταγράψετε τις περιπέτειες αυτών των ανθρώπων ή το στοιχείο της μυθοπλασίας;
Όταν ξεκίνησα πριν έξι χρόνια το γράψιμο δεν είχα φαντασθεί που θα κατέληγα. Ένα ολιγοσέλιδο ημερολόγιο του παππού μου από τη Στέρνα της Ανατολικής Θράκης και οι σημειώσεις του πατέρα μου που του ζήτησα να γράψει για την ζωή του όταν ζούσε, ήταν τα αρχικά μου ερεθίσματα από την μια πλευρά. Από την άλλη η μητέρα μου είχε τη φωτογραφία του Βενιζέλου σε περίοπτη θέση στο σπίτι μας, ενώ μετά το θάνατό της βρήκα ένα αντίγραφο του απολυτηρίου του Βενιζέλου από το Γυμνάσιο της Σύρου με διαγωγή «κοσμία», ανάμεσα στα κειμήλια που είχε καλά φυλαγμένα. Και βέβαια υπήρχαν οι συνεχείς αναφορές της στον μεγάλο κρητικό πολιτικό και η περηφάνεια της για το γεγονός ότι ο πατέρας της ήταν συγχωριανός και συναγωνιστής του Βενιζέλου, από τις Μουρνιές των Χανιών. Με βάση αυτά τα στοιχεία δημιούργησα ένα αρχικό σενάριο, το οποίο στην πορεία ανατράπηκε πολλές φορές, καθώς τα στοιχεία που έφερνε στο φως η έρευνα δημιουργούσαν νέα δεδομένα για την ζωή και τη δράση των δύο βασικών ηρώων του βιβλίου, των παππούδων μου. Βέβαια υπήρχαν μεγάλα κενά τα οποία έπρεπε να τα συμπληρώσω με την φαντασία μου , έχοντας πάντα υπ’ όψιν μου ότι τα όρια ανάμεσα στην Ιστορία και το μύθο είναι συχνά δυσδιάκριτα. Η μυθοπλασία όμως κινήθηκε αυστηρά μέσα στα όρια της Ιστορίας, ενώ προσπάθησα να διατηρήσω κατά το δυνατόν την ακρίβεια των ιστορικών γεγονότων, τα οποία αποτελούν το πλαίσιο της δράσης των ηρώων, αλλά και του χαρακτήρα των ιστορικών προσώπων που διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην περίοδο από το 1880 έως το 1923.
Προκειμένου να ανασυστήσετε λογοτεχνικά την εποχή που έζησαν οι ήρωές σας πραγματοποιήσατε μια μεγάλη ιστορική έρευνα. Θεωρείτε ότι η ιστορία μας διδάσκει ή είναι μια χίμαιρα να πιστεύουμε κάτι τέτοιο και ότι κάθε γενιά είναι καταδικασμένη να κάνει τα δικά της λάθη;
Θεωρώ ότι γεννήτορες αυτού του βιβλίου είναι τα βιβλία των σπουδαίων συγγραφέων που αναφέρω στη βιβλιογραφία μου. Θέλω να σταθώ ιδιαίτερα στο δίτομο έργο του Νίκου Παπαδάκη για τον Ελευθέριο Βενιζέλο καθώς και στον αρχειακό τόμο των «Χανιώτικων Νέων» για την κρητική επανάσταση του 1897. Τα βιβλία αυτά φώτισαν την εποχή αναφοράς του μυθιστορήματος, η οποία αποτέλεσε τομή στη δημιουργία της σύγχρονης Ελλάδας. Μια εποχή η οποία συνεχίζει αφενός να μας ωθεί προς τα εμπρός, αφετέρου με τα ανεπούλωτα τραύματα που δημιούργησε, να στοιχειώνει ακόμη την ζωή μας και την πολιτική στη χώρα μας. Ο αναγνώστης του βιβλίου θα διαπιστώσει ότι τα ίδια λάθη και τα ίδια πάθη, τα ίδια στερεότυπα του εθνολαϊκισμού και της πατριδοκαπηλίας, καθώς και η απέχθεια στον ορθό λόγο και τη λογική, μας οδήγησαν και μας οδηγούν νομοτελειακά με βάση την αδυσώπητη αρχή της Ιστορίας, του αιτίου και του αιτιατού, σε καταστροφές και τραγωδίες. Το ασυγχώρητο είναι ότι κάθε γενιά δεν διαπράττει απλά τα δικά της λάθη αλλά τα ίδια λάθη των προηγούμενων γενιών, από τα οποία σχεδόν ποτέ δεν παραδειγματίζεται.
Σε μια συνέντευξή σας είχατε τονίσει ότι «οι φανατισμοί, το εθνοτικό μίσος, η πεποίθηση ότι κατέχουμε όλη την αλήθεια και ότι όλο το δίκαιο είναι με το μέρος μας, υπερισχύουν όχι μόνο στην εθνική μας συνείδηση, αλλά και στην διαμόρφωση της διδασκόμενης ιστορίας». Όταν το διάβασα μου ήρθε αυτομάτως στο μυαλό η δήλωση της υπουργού Παιδείας Ν. Κεραμέως ότι «η ιστορία δεν πρέπει να έχει χαρακτήρα κοινωνιολογικό αλλά να αναπτύσσει την εθνική συνείδηση». Η ελληνική κοινωνία είναι πιστεύετε ώριμη να αντιμετωπίσει την ιστορία ως επιστήμη, να μιλήσουμε για τα λάθη και τις αδυναμίες μας;
Η Ιστορία των Ελλήνων είναι γεμάτη από στερεότυπα και προκαταλήψεις. Απομονώνουμε γεγονότα και θεωρούμε ότι μπορούμε με αυτά να δημιουργήσουμε το εθνικό μας αφήγημα, υποβαθμίζοντας ή αγνοώντας το ιστορικό πλαίσιο εντός του οποίου συμβαίνουν τα γεγονότα. Μας γοητεύει η εξαίρεση, μας σαγηνεύουν οι πολύ έντονες αποχρώσεις, όπως ο ηρωισμός και η προδοσία και αδυνατούμε να δούμε τις ενδιάμεσες αποχρώσεις που είναι το κυρίως σώμα της Ιστορίας. Πράγματι οι φανατισμοί, το εθνοτικό μίσος, η πεποίθηση ότι κατέχουμε όλη την αλήθεια και ότι όλο το δίκαιο είναι με το μέρος μας, υπερισχύουν όχι μόνο στη διαμόρφωση της εθνικής μας συνείδησης, αλλά και στην ύλη της διδασκόμενης Ιστορίας. Ο θρήνος για την κατάρρευση- κυρίευση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την Άλωση της Κωνσταντινούπολης κρατάει μέχρι σήμερα. Οι τραγωδίες στον Πόντο, στη Μικρασία και στη Θράκη, αποτελέσματα των συνεχών πολέμων και εθνοτικών συγκρούσεων, αναπαράγουν την δίψα για «εκδίκηση» και για «δικαίωση των νεκρών». Με βάση τα παραπάνω θεωρώ ότι η κοινωνία στην πλειοψηφία της δεν είναι ώριμη να αντιμετωπίσει την Ιστορία ως επιστήμη, ιδιαίτερα όταν αναφέρεται στα πάθη και τις αδυναμίες μας.
Πριν λίγες ημέρες ξεκίνησαν ξανά οι διερευνητικές επαφές Ελλάδας – Τουρκίας. Ως ένας άνθρωπος που έχετε μελετήσει το παρελθόν αλλά και ως ένας άνθρωπος που έχετε τιμηθεί με το βραβείο ειρήνης και φιλίας Αμπντί Ιπεκτσί, αισιοδοξείτε ότι κάτι μπορεί να βγει αυτή τη φορά ή έχει περισσότερο έναν χαρακτήρα προσχηματικό και θα συνεχίσουμε το αέναο ράλι των εξοπλισμών;
Ακριβώς από την Ιστορία προκύπτει ότι μεγάλοι Έλληνες ηγέτες κατάφεραν να διαχειρισθούν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις απαλλαγμένοι από τις προκαταλήψεις και από τους μεγαλοϊδεατισμούς. Έτσι τις αντιμετώπισαν απαλλαγμένοι από τον φόβο του πολιτικού κόστους που επιφέρει μια πολιτική που θίγει τα εθνικιστικά στερεότυπα και τους εθνικούς μύθους. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, λίγα χρόνια μετά την ήττα και τη Μικρασιατική καταστροφή, κατάφερε να συμφωνήσει με τον Κεμάλ Αττατούρκ σε μια διαρκή ειρήνη, κατά η οποία οι δυο χώρες είχαν την υποχρέωση να υποστηρίζει η μια τα συμφέροντα της άλλης στους διεθνείς οργανισμούς. Το ίδιο έκανε και ο Κώστας Σημίτης με τη συμφωνία του Ελσίνκι και την υποστήριξη της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής εγκαινίασε με τον Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ τις καλές ελληνοτουρκικές σχέσεις με το επιχείρημα ότι «σε ένα ελληνοτουρκικό πόλεμο εάν χάσουμε θα πάμε 100 χρόνια πίσω και αν νικήσουμε 50 χρόνια πίσω». Θεωρώ ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα σήμερα δεν είναι οι διαφορές μας με την Τουρκία, οι οποίες δεν είναι διαφορές κυριαρχίας, αλλά οικονομικές διαφορές, όπως η εκμετάλλευση της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας. Το πρόβλημα είναι η μονομερής πληροφόρηση της κοινής γνώμης και η έξαψη του παραδοσιακού εθνοτικού μίσους, που εμποδίζουν τους απαραίτητους συμβιβασμούς, διότι θεωρούνται «κατευνασμός» και «προδοσία». Έτσι προτιμούμε την «ακινησία» που διαιωνίζει και μεγεθύνει τα προβλήματα. Το Κυπριακό είναι χαρακτηριστική περίπτωση χαμένων ευκαιριών. Θεωρώ ότι η σημερινή πολιτική ηγεσία διαπνέεται από τη φιλελεύθερη παράδοση του Βενιζελισμού και εάν απομονώσει τους θύλακες του εθνολαϊκισμού στο εσωτερικό της, θα αντιμετωπίσει με σύνεση τις διαπραγματεύσεις. Από την άλλη η τουρκική ηγεσία επείγεται να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με τη νέα αμερικανική ηγεσία, αλλά και με την Ευρωπαϊκή Ένωση, την οποία θεωρεί στρατηγικό της στόχο. Θεωρώ επομένως ότι με αμοιβαίες υποχωρήσεις ή και με την προσφυγή στη διεθνή διαιτησία, θα έχουμε ικανοποιητικά αποτελέσματα.
Λένε ότι ένα βιβλίο μπορεί να μην μπορεί να αλλάξει τον κόσμο αλλά ίσως μπορεί να αλλάξει τον τρόπο που βλέπει τον κόσμο ένας άνθρωπος. Με μια ευρύτερη έννοια, κι ως ένα από τα ιδρυτικά μέλη του Σωματείου “Διάζωμα”, ποια μπορεί να είναι η λειτουργία του πολιτισμού και της πολιτιστικής κληρονομιάς στις μέρες μας; Ποιος ο ρόλος τους και γιατί στην Ελλάδα μοιάζει να μην έχουν αναγνωριστεί όσο θα έπρεπε;
Η ίδια η πολιτιστική κληρονομιά μας είναι προϊόν μας μακροχρόνιας εξελικτικής διαδικασίας στο πλαίσιο των ανοιχτών οριζόντων και της αλληλεπίδρασης γειτονικών και άλλων πολιτισμών. Με την έννοια αυτή ο ελληνικός πολιτισμός είναι μέρος της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς που άφησε το αποτύπωμά του στην παγκόσμια εξέλιξη της πολιτικής, των επιστημών, της φιλοσοφίας. Δεν είναι «κτήμα» μας όπως ο «ελληνοκεντρισμός» επιβάλλει, διεκδικώντας ακόμη και οικονομικά ανταλλάγματα έναντι άλλων ανεπτυγμένων σήμερα κοινωνιών, οι οποίες «όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες εκείνες ζούσαν επάνω στα δένδρα». Κατά τη γνώμη μου ο ελληνικός πολιτισμός και τα μνημεία μας έχουν μια παγκόσμια διάσταση και μέσα από αυτή τη λογική αποτελούν ένα συντελεστή ήπιας ισχύος και διαχρονικής αειφορίας για την χώρα μας.
Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου σας αλλά και την ιδιότητά σας ως εκδότη της εφημερίδας “Γνώμη”, ήθελα, τέλος, να σας ρωτήσω αν πιστεύετε ότι το “χαρτί” έχει μέλλον; Αν ο έντυπος Τύπος αλλά και το βιβλίο θα επιβιώσουν.
Στην ψηφιακή εποχή μας ο ρόλος του έντυπου λόγου, ιδιαίτερα στην πολιτική, στη δημοσιογραφία, στη διαφήμιση, έχει υποχωρήσει σε σχέση με τον ψηφιακό. Στο βιβλίο δε συνέβη αυτό στον ίδιο βαθμό. Και δεν είναι εύκολο να συμβεί. Τα e-books απαιτούν εξοπλισμό, ψηφιακή σύνδεση, ειδικές συνθήκες ανάγνωσης. Δεν τα παίρνεις μαζί σου όπου θέλεις, δεν τα απολαμβάνεις όπως θέλεις. Άρα το μέλλον του έντυπου βιβλίου είναι ακόμη μπροστά μας. Και σε κάθε περίπτωση δεν έχει τίποτε να φοβηθεί από την εξέλιξη της τεχνολογίας. Ήδη υπάρχουν εφαρμογές που μπορείς να βάζεις το βιβλίο να… σου διαβάζει το περιεχόμενό του.
Το ίδιο συμβαίνει και στον τύπο ο οποίος καλείται να ανταγωνισθεί τα δισεκατομμύρια των «προσωπικών εφημερίδων» του διαδικτύου, με την ανεξέλεγκτη διασπορά ειδήσεων, από τις οποίες οι περισσότερες είναι ψευδείς.
Έτσι οι έντυπες εφημερίδες συνδυάζονται με τις ψηφιακές τους εκδόσεις, οι οποίες ανταγωνίζονται την αμεσότητα των διαδικτυακών μέσων ενημέρωσης. Ανεξάρτητα από την εξέλιξη της ψηφιακής τεχνολογίας υπάρχει η ανάγκη της δημιουργίας ισχυρών περιφερειακών μέσων ενημέρωσης με την συγχώνευση μικρών μονάδων που δεν αντέχουν στον ανταγωνισμό και στην διεκδίκηση μέρους της ισχνής ήδη διαφημιστικής πίτας.
Ο Σταύρος Μπένος για το βιβλίο
«…Τόσα και τόσα βιβλία διχασμού και αγώνων ιστορικών έχω μελετήσει τα τελευταία 20 χρόνια. Απαντήσεις όμως δεν πήρα για το τί σημαίνει Πολυεθνικό Ανατολικό Κράτος; Ποιος ήταν ο Οθωμανός πρίγκιπας Σαμπαχατίν; Πως ένα εκσυγχρονιστικά πολιτικό-κοινωνικό ρεύμα, ένας ουτοπικός Δαυίδ, τόλμησε να τα βάλει με τον Γολιάθ του κυρίαρχου εθνικισμού της εποχής, όπου δεσπόζει ο αλυτρωτισμός και η συγκρότηση του έθνους-κράτους. Αυτό το φως που αναβλύζει από τις σελίδες του βιβλίου με εξύψωσε πνευματικά να κατανοήσω την Ουτοπία του Ρήγα και του Ίωνα Δραγούμη και να συνειδητοποιήσω πως και οι μεγάλοι ηγέτες κάνουν ολέθρια λάθη. Όπως ο Βενιζέλος, που αντί να πορευτεί προς την Ανατολική Θράκη επέλεξε το “όνειρο” της αρχαίας Ιωνίας, με τα γνωστά επακόλουθα.
Γιάννη, νόμιζα ότι σε γνώριζα καλά μετά από 40 χρόνια. Τώρα όμως πραγματικά σε γνώρισα».
Σταύρος Μπένος
Στο 50ο επεισόδιο, ανακαλύπτουμε… νέα ταλέντα στην στιχουργική και παρουσιάζουμε YouTubers των Χανίων με τις «Διαδρομές» του Σαββάτου