Kάθε γωνιά της Κρήτης έχει την δική της ιστορία. Θρύλοι και παραδόσεις μπλέκονται και προσδίδουν σε κάθε τόπο ένα μυστήριο που σε προκαλούν να εξερευνήσεις. Αυτό συμβαίνει και στα ορεινά χωριά της επαρχίας Μονοφατσίου Ηρακλείου.
Κάθε επίσκεψη σε αυτούς τους τόπους σε μαθαίνει κάτι καινούργιο ενώ σε κάνει να νοσταλγείς κάτι που δεν έχεις ζήσει καθώς οι κάτοικοι των χωριών αυτών ισορροπούν με επιτυχία ανάμεσα στις Μικρασιάτικες ρίζες τους και τα ήθη και έθιμα της Κρήτης.
Γυρνώντας σε αρκετά από αυτά τα χωριά, ο επισκέπτης θα συναντήσει ανθρώπους απλούς που αγαπούν τον τόπο τους. Η αγάπη τους αυτή δεν περιορίζεται στα λόγια τους. Φαίνεται κυρίως στις πράξεις. Στην επιστροφή των νέων ανθρώπων στα πατρογονικά εδάφη για να δημιουργήσουν οικογένεια και να καλλιεργήσουν την -όπως οι ίδιοι την αποκαλούν – ευλογημένη γη, στην άρνηση των γεροντότερων να εγκαταλείψουν τα μέρη τους για τις ευκολίες της “χώρας”, φαίνεται στην προσπάθεια των νέων ανθρώπων για να αναπαλαιώσουν εκκλησίες, σχολεία και σπίτια προκειμένου αυτά να αποκτήσουν κάτι από την παλιά τους αίγλη.
Ο επισκέπτης με μία μικρή συναναστροφή με τους κατοίκους μπορεί εύκολα να”μαντέψει” ότι σε αρκετά από αυτά τα χωριά υπάρχει κάτι από… Μικρά Ασία. Ο λόγος δεν είναι άλλος από τα συνηθισμένα για την περιοχή αλλά ασυνήθιστα γενικότερα για την Κρήτη ονόματα όπως Ιορδάνης, Πρόδρομος, Συμέλα κ.α. ενώ χαρακτηριστική είναι και η έλλειψη της κατάληξης -άκης στα επίθετα.
Εμείς σήμερα θα αναφερθούμε σε τρία χωριά, σε τρία… “προσφυγοχώρια” στα οποία κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας κατοικούσαν Τουρκοκρητικοί και στην συνέχεια, μετά την Μικρασιατική καταστροφή το 1922 αλλά και την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας με την Συνθήκη της Λωζάννης το 1923 εγκαταστάθηκαν Έλληνες της Μικράς Ασίας. Σύμφωνα με τους κατοίκους της περιοχής οι Μικρασιάτες είχαν κρατήσει τα ήθη και έθιμα του τόπου τους στην νέα τους πατρίδα. Χόρευαν τους χορούς τους και έφτιαχναν τα φαγητά τους σε κάθε ευκαιρία που είχαν. Οι Μικρασιάτες έφεραν μαζί τους και την γνώση τους για την παραγωγή του κρασιού. Καλλιέργησαν αμπέλια και έκαναν την περιοχή ξακουστή για την σταφίδα της και το κρασί της. Παράλληλα θα σας μεταφέρουμε και μία ιστορία που ακροβατεί μεταξύ του θρύλου και της πραγματικότητας.
Στείρωνας ή Στίρονας
Ο Στείρωνας Μοναφατσίου είναι ένα από τα χωριά που θα αναφερθούμε σήμερα. Η ονομασία του χωριού Στείρωνας, πιθανολογείται ότι προέρχεται από τον ποιμενικό όρο «στείρωνας» που σημαίνει τον τόπο στον οποίο στολίζονταν τα νεαρά αιγοπρόβατα του κοπαδιού που απογαλακτίζονταν.
Τα χρόνια της Τουρκοκρατίας στο χωρίο έμεναν Οθωμανοί, σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του 1881. Κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών, το χωριό κατοικήθηκε αποκλειστικά από πρόσφυγες της περιοχής του Ικονίου που επιδόθηκαν στην αμπελοκαλλιέργεια με την οποία προόδευσαν και ευημέρευσαν.
Στον Στείρωνα συναντήσαμε τον κ. Δημήτρη Σταθάκη, έναν ηλικιωμένο με καταγωγή από την Μικρά Ασία αλλά και την Κρήτη. Ο ίδιος κατοικεί στο Πανόραμα ωστόσο σχεδόν κάθε μέρα βρίσκεται στον Στείρωνα για να πιει τον καφέ του και να ανταμώσει με τους φίλους του. Ο ίδιος μας διηγήθηκε την ιστορία της οικογένειάς του “Ο πατέρας μου και ο παππούς μου ήταν γεννημένοι στην Μικρά Ασία. Ο προπάππος μου ωστόσο βρέθηκε εκεί στο Σεβντίκιοϊ από τα Κύθηρα. Ο προ-προπάππος μου ήταν από τα Χανιά. Γι΄αυτό έχω Κρητικό επίθετο και αγαπώ την λύρα. Η μάνα μου ήταν από το Λυθρί. Παλιά το χωριό της το λέγανε Ερυθρές.”
Τον ρώτησα για τους γονείς του. Πως βρέθηκαν στο Ηράκλειο από την Μικρά Ασία; Στις απαντήσεις του μαθαίνει κανείς τις δυσκολίες που πέρασαν όλοι οι Μικρασιάτες μέχρι να φτάσουν στην Ελλάδα. .
“Δεν θέλω να τα θυμάμαι γιατί στεναχωρούμαι όταν σκέφτομαι τα όσα πέρασαν αλλά θα σου πω” είπε και ξεκίνησε να μας διηγείται την ιστορία των γονιών του. “Ο πατέρας μου ήταν από το Σεβντίκιοϊ, ένα πλούσιο και ευλογημένο χωριό, λίγο έξω από την Σμύρνη. Έφυγε με την Καταστροφή. Συνέχεια έλεγε ότι ήταν τυχερός που γλίτωσε από τους Τσέτες, τους αντάρτες των Τούρκων. Αυτοί έβαζαν την φωτιά, σκότωναν και βίαζαν τα κορίτσια των Ελλήνων. Όταν έφτασε στο Ηράκλειο έμενε μαζί με τους άλλους πρόσφυγες στο τότε κτήριο της Νομαρχίας. Οι περισσότεροι Κρητικοί τους καλοδέχτηκαν τους πρόσφυγες εδώ στο Ηράκλειο. Μα ήταν και κάποιοι που πηγαίναν την νύχτα στη Νομαρχία και τους απειλούσαν ότι αν δεν φύγουν θα τους σκοτώσουν.” Τον ρωτήσαμε για την μητέρα του και μας απάντησε πως “Η μάνα μου ήταν ξαναπαντρεμένη στο Λυθρί. Με την Καταστροφή ξεκίνησε με δύο μωρά και ένα μπόγο με ρούχα να έρθει στην Ελλάδα γιατί τον πρώτο της άντρα τον είχανε σκοτώσει οι Τούρκοι. Τελικά έφτασε στο Ηράκλειο μόνο με τον μπόγο… Εδώ μετά από καιρό γνώρισε τον πατέρα μου και έφτιαξαν την δική τους οικογένεια. Βρέθηκαν στο Πανόραμα γιατί εκεί τους έτυχε ο κλήρος που έδινε το κράτος.”
Αμουργέλες
Το χωριό είναι κτισμένο σε υψόμετρο 440 μέτρων. Σήμερα το χωριό γνωρίζει άνθηση καθώς έχουν επιστρέψει σε αυτό αρκετοί νέοι προκειμένου να ασχοληθούν με την καλλιέργεια της γης. Στις Αμουργέλες βρίσκεται και το Φράγμα Αμουργελών το νερό του οποίου χρησιμοποιείται για άρδευση. Επίσης στο φράγμα έχει δημιουργηθεί και ένας υδροβιότοπος καθώς μπορεί κανείς να παρατηρήσει δεκάδες πάπιες αλλά και διάφορα είδη ψαριών.
Στις Αμουργέλες δεν υπήρχε εκκλησία παρά μόνο τζαμί καθώς το χωριό κατοικούνταν από Οθωμανούς . Οι περισσότεροι από τους σημερινούς κατοίκους ήρθαν από τη Σμύρνη και από το Ικόνιο. Εγκαταστάθηκαν στις Αμουργέλες το 1923 και δημιούργησαν τον Άγιο Νικόλαο.
Πανόραμα Μονοφατσίου
Το Πανόραμα είναι κτισμένο στα 540 μέτρα υψόμετρο σύμφωνα με τους κατοίκους το ονόμασαν έτσι επειδή έχει πανοραμική θέα.
Η παλαιότερη ονομασία του χωριού ήταν Γουρνιά πιθανότατα από τις πολλές μικρές γούρνες που υπήρχαν εκεί. Στο χωριό όπως και στις Αμουργέλες δεν υπήρχε εκκλησία καθώς κατοικούνταν μόνο από Τουρκοκρητικούς.
Οι πρόσφυγες που ήρθαν από την Μικρά Ασία ασχολήθηκαν με την παραγωγή σταφίδες και σταφυλιών. Αφιέρωσαν την εκκλησία που δημιούργησαν στον Άγιο Γεώργιο.
Η κατάρα της μάνας
Από κατοίκους της περιοχής ακούσαμε και την εξής ιστορία για έναν μικρό Τουρκοκρητικό που αποφάσισε να μείνει μόνιμα στην Κρήτη και να γίνει Χριστιανός.
Σύμφωνα λοιπόν με όσα μας μετέφεραν κάτοικοι “Όταν ήρθε η ώρα της ανταλλαγής των πληθυσμών ένα 10χρονο παιδί από οικογένεια Μουσουλμάνων αρνήθηκε να ακολουθήσει τους δικούς του. Μία μέρα πριν η οικογένεια φύγει από το χωριό εκείνο έφυγε πρώτο πήγε σε διπλανό χωριό και κρύφτηκε σε ένα κελάρι σπιτιού Χριστιανικής οικογένειας. Μετά από άκαρπες αναζητήσεις η πραγματική του οικογένεια έφυγε ενώ οι Χριστιανοί είχαν βρει και είχαν φιλοξενήσει σπίτι τους το μικρό παιδί. Με το πέρασμα των χρόνων η πραγματική οικογένεια του μικρού έμαθε ότι το παιδί της ζει στην Κρήτη και η μάνα γύρισε να το πάρει. Όμως εκείνο αρνήθηκε και ζήτησε να μείνει στην δεύτερη του οικογένεια ενώ τους είπε ότι πλέον είναι Χριστιανός. Η μάνα του, απογοητευμένη έκοψε μια τούφα από τα μαλλιά της και τα κρέμασε στον Πλάτανο του χωριού δίνοντας την κατάρα της στην “δεύτερη” οικογένεια του γιου της λέγοντας «Εύχομαι όσες τρίχες μείνουν στον κορμό του πλατάνου τόσα παιδιά να κάνετε και να τα χάσετε». Σύμφωνα με την ιστορία, η Χριστιανή μάνα μετά από χρόνια έκανε τρία αγόρια τα οποία σκοτώθηκαν κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στο Πανόραμα υπάρχει βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Φανουρίου.Επομενος υπήρχε στο χωριό χριστιανικός ναός τα χρόνια της τουρκοκρατίας.