» Για τα βιώµατα του εµφυλίου και των µετεµφυλιακών χρόνων
«Αγαπηµένε µας δάσκαλε, εσύ κι η µετέπειτα ζωή µάς µάθατε πως, όταν όλα γύρω µας είναι γκρίζα, οι άνθρωποι που ασχολούνται µε την παιδεία, µε τα παιδιά, έχουν την υποχρέωση, έστω µόνοι τους, µέσα από το ζόφο των πραγµάτων, να χαρίζουν στους άλλους λίγο φως από το φως τους».
Με τα λόγια αυτά ο συγγραφέας του βιβλίου «Τα παιδοπολίτικα – από την απώλεια στην καταλλαγή » απευθύνεται στο δάσκαλό του, έναν από τους φωτισµένους ανθρώπους που συνάντησε στις Παιδοπόλεις της µεταπολεµικής εποχής, έναν από αυτούς που ο ίδιος θεωρούσε υπαίτιο για τη µελλοντική του πορεία στη ζωή : έτσι, «αγαπήσαµε κι εµείς την εκπαίδευση και ακολουθήσαµε το δασκαλίκι».
Με αφορµή την ηµέρα της παιδείας και των γραµµάτων που παραδοσιακά συνδέεται µε τη γιορτή των Τριών Ιεραρχών γράφονται τούτα τα λίγα λόγια για το βιβλίο, που προαναφέρθηκε, ένα ακόµη συγγραφικό έργο του Στ. Κλώρη (κατά κόσµον Σταύρου Καλαϊτζόγλου), συνεργάτη των Χανιώτικων Νέων, του οποίου έργα έχουν εκδοθεί από ποικίλους φορείς και από το Μουσείο Τυπογραφίας των Γιάννη και Ελένης Γαρεδάκη.
Το βιβλίο αποτελεί συνταρακτική αυτοβιογραφική µαρτυρία, µε εµπνευσµένη λογοτεχνική επεξεργασία – δύσκολα προσδιοριζόµενη τεχνοτροπικά – σκληρών εµφυλιοπολεµικών σκηνών και σηµαδιακών εµπειριών του ανταρτοπολέµου και της επόµενης ζοφερής περιόδου. Ο συγγραφέας υπήρξε ένα από τα 50.000 «παιδιά – διακύβευµα της προστασίας και της προπαγάνδας» των αντιµαχοµένων πλευρών του εµφυλίου πολέµου και ένα από τα περίπου 25.000 παιδιά που φιλοξενήθηκαν στις αµφιλεγόµενες «παιδοπόλεις», δοµές γνωστές ήδη από το 19ο αιώνα σε άλλες χώρες. Στο βιβλίο µε όχηµα τη µνήµη, τις ιδιόγραφες προσωπικές σηµειώσεις, ηµερολόγια και αλληλογραφία οικείων προσώπων, ηχογραφήσεις και φωτογραφικό υλικό, µε τη µεθοδικότητα και τη συναίσθηση της ιστορικής ευθύνης ξεδιπλώνει, φωτίζει και εκθέτει τις προσωπικές, παιδικές και εφηβικές αναµνήσεις του µε τη νηφαλιότητα της χρονικής απόστασης, και – κατά περίπτωση – µε λυρικό χρωµατισµό.
Ο ίδιος είχε διαµείνει στις παιδοπόλεις από το 1947 µέχρι το 1961, οπότε άρχισε τις σπουδές του στη Γαλλική Φιλολογία του ΑΠΘ, για να εργαστεί στη συνέχεια στη µέση εκπαίδευση, να συνεχίσει µεταπτυχιακές σπουδές και κοινωνική προσφορά και να υπηρετήσει ως σήµερα ακόµη «τον γοητευτικό κόσµο της λογοτεχνίζουσας δηµοσιογραφίας», όπως ο ίδιος λέει.
Η εµφυλιοπολεµική οικογενειακή δίωξη, το προσωρινό καταφύγιο στο φτωχό, αφιλόξενο Κιλκίς, η πείνα και τα αδιέξοδα της επιβίωσης, η τροµοκρατία των ανταρτών οδήγησαν συνειδητά τη µάνα του να τον παραδώσει µαζί µε τον αδελφό του στις νεότευκτες παιδοπόλεις, προκειµένου να αποφύγουν «τη µεγάλη πείνα, τη φτώχεια, τη µιζέρια, το άγριο παιδοµάζωµα, την αγραµµατοσύνη, το θάνατο από ασιτία». Η αφήγηση του µας ξεναγεί στο ιδιαίτερο ταξίδι της ενηλικίωσής του εντός των δοµών της «Βασιλικής Πρόνοιας». Με βαρύ το τραύµα του ανεξήγητου ενός πολέµου «ανόητου και αδελφοκτόνου», ο αφηγητής δραπετεύει συχνά πέρα από τη σκληρότητα της βιωµένης πραγµατικότητας και ανοίγει τη σκέψη και το λογισµό του αναγνώστη στα εφηβικά όνειρα και στο µεγάλο εγχείρηµα για διείσδυση στον κόσµο του πνεύµατος, της εκλεκτής διανόησης µιας ιστορικής εποχής εγχείρηµα που όλοι εµείς θαυµάζουµε πια ως πραγµατοποιηµένο επίτευγµα της ζωής του.
Κάνοντας το σχετικό απολογισµό χαρακτηρίζει την παιδόπολη σπίτι και οικογένεια, που σηµατοδότησε την καθολική στήριξη και την περαιτέρω πορεία του ίδιου και των άλλων «παιδοπολιτών». Ενδιαφέρον ότι δεκαετίες µετά ξαναβρέθηκαν και ξαναβρίσκονται αναπολώντας τα κοινά βιώµατα και τις αναλογίες στο «curriculum vitae». Ανάλογα οικεία δηµοσιεύµατα συµπαιδοπολιτών έχει σταχυολογήσει ο Στ. Κλώρης στην ιστοσελίδα του. Χωρίς περιστροφές αναγνωρίζει ότι η σχετική πρωτοβουλία της βασίλισσας της Ελλάδας, έσωσε και διαµόρφωσε χιλιάδες παιδιά ηλικίας 3 ως 14 ετών, στηρίζοντάς τα ως την ενηλικίωσή τους µε την πρόθεση να προβάλει το δικό της «κοινωνικό πρόσωπο» και την «ευαισθησία» της σε µια παρέµβαση, την οποία η πολιτεία και όχι η ίδια όφειλε να θεσµοθετήσει και να διεκπεραιώσει.
∆ύο είναι τα ξεκάθαρα µηνύµατα του βιβλίου: η διαχρονική, οικουµενική και βιωµένη αξία της φιλίας, στήριγµα πολύτιµο στη ζωή του ανθρώπου, ιδιαίτερα όταν πορεύεται εκούσια ή ακούσια µακριά από την οικογενειακή του εστία και η ανάγκη υπέρβασης του µίσους, η επικράτηση της καταλλαγής, ακριβή υποθήκη προσφιλούς συγγενικού του προσώπου, µε κοινά βιώµατα στις παιδοπόλεις.
«∆εν υπάρχει άλλος δρόµος από την καταλλαγή», που έρχεται µόνο µε τη συγχώρεση, η οποία δεν µπορεί να αλλάξει το παρελθόν, αλλάζει όµως αυτόν που συγχωρεί, µας διαβεβαιώνει ο συγγραφέας. Με την ωριµότητα του πολύπαθου αλλά συνειδητού πάντοτε πολίτη, του εµβριθώς προβληµατισµένου στοχαστή, που εσωτερίκευε τα νάµατα των µεγάλων της ιστορίας του πνεύµατος από τα δύσκολα µαθητικά του χρόνια, δανειζόµενος βιβλία από τη ΧΑΝΘ ή όπου αλλού τα ανακάλυπτε στους τόπους όπου ζούσε, κωδικοποιεί τα συµπεράσµατά του «για µένα ούτε αριστερά, ούτε δεξιά υπήρχε και υπάρχει […} όλοι οι παιδοπολίτες, ήµασταν µόνο από µία πλευρά: αυτή του σπάταλου αίµατος και του ατέλειωτου πένθους».
Για τον Στ. Κλώρη (Σταύρο Καλαϊτζόγλου), ένας δρόµος υπήρχε και υπάρχει ο αγώνας για µόρφωση και η πορεία προς την εσωτερική καταλλαγή. Ο συγγραφέας, η γενιά του, οι πολύπαθοι φίλοι του «να αλλάξουν τον τόπο ήθελαν να µετατρέψουν το χυµένο αίµα σε µεθυστικό, δηµιουργικό κρασί». Σήµερα, προφέρουν τη δική τους µαρτυρία – συµβολή σε αυτό το όραµα µε την προειδοποίηση που επισηµαίνουν: «ο Θεός δεν αλλάζει το παρελθόν, όµως το αλλάζουν οι ιστορικοί». Γι’ αυτό υψώνουν τη φωνή τους και αξίζει να την ακούσουµε ανάµεσα σε µανιχαϊστικές και δηλητητριώδεις για την ειρηνική συµπόρευση και την πρόοδο της ελληνικής κοινωνίας τοποθετήσεις ακαδηµαϊκών και απλών φιλόπονων ερευνητών της ελληνικής ιστορίας.
Η Στέλλα Αλιγιζάκη είναι φιλόλογος, µε µεταπτυχιακές σπουδές στην ιστορία. ∆ιδάσκει στη φροντιστηριακή εκπαίδευση (Φροντιστήριο «∆ιαλεκτική» Χανιά, που έχει ιδρύσει το 1986). Έχει διατελέσει Πρόεδρος της Ιστορικής Λαογραφικής και Αρχαιολογικής Εταιρείας Κρήτης (1994-1996), Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Οµοσπονδίας Εκπαιδευτικών Φροντιστών Ελλάδας (2008-2012) και Πρόεδρος της Ένωσης Φροντιστών Χανίων, ((2006 – 2012). Επιστηµονικά ασχολείται µε την ελληνική και κρητική ιστορία. Βιβλία της έχουν εκδοθεί από την Ιστορική Λαογραφική και Αρχαιολογική Εταιρεία Κρήτης και από το Εθνικό Ίδρυµα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος». Από δικά της επίσης βιβλία έχουν ζητηθεί θέµατα πηγών στο µάθηµα της Ιστορίας κατεύθυνσης στις πανελλήνιες εξετάσεις (2012, 2017).
Έχει επισηµανθεί ότι οι «Παιδοπόλεις» δεν ήταν ελληνική «εφεύρεση»: η ιδέα ανάγεται στα 1876 και την αρχική έµπνευση του ∆ρος Barnardo στο Ilford της Αγγλίας φρόντισαν να επεξεργαστούν αρκετοί µεταγενέστεροι παιδαγωγοί. Οι αρχικά 53 ελληνικές «Παιδοπόλεις» ιδρύθηκαν µε χρηµατοδότηση από σχετικό έρανο, που οργάνωσε η τότε βασίλισσα της Ελλάδας Φρειδερίκη µε το ∆ιάταγµα της 10 της Ιουλίου 1947 και φιλοξένησαν 18.000 ορφανά παιδιά αµφοτέρων των αντιµαχόµενων παρατάξεων και πάντοτε κατόπιν αιτήσεως των κηδεµόνων ή και των ίδιων των παιδιών. Μάλιστα 13 διατηρήθηκαν µετά το τέλος του εµφυλίου. Ενδεικτικά Νίκος Ε. Καραγιαννακίδης, «Παιδόπολη «Άγιος Γεώργιος» Καβάλας: η ίδρυση και ο πρώτος χρόνος της λειτουργίας της (Σεπτέµβριος 1947 – Σεπτέµβριος 1948)». https://www.academia.edu/3822170/PAIDOPOLIS_KAVALAS_AGIOS_GEORGIOS__CREATION_AND_FIRST_YEAR_OF_FUNCTION_SEPTEMBER_1947_TO_SEPTEMBER_1948_
Βιβλιοκριτική”, µε καθαρά ιστορικές επισηµάνσεις πάνω στο βιβλίο δηµοσιεύτηκε στην αθηναϊκή εφηµερίδα “Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”. Η “Βιβλιοκριτική είναι γραµµένη στο ένθετο -πού αλλού;- “Σελίδες Ιστορίας”, Νοέµβριος – ∆εκέµβριος 2023.
Η προπαγανδιστική θεώρηση της πρωτοβουλίας της Φρειδερίκης έχει πλούσια βιβλιογραφική υποστήριξη. Ενδεικτικά βλ. Γ. Μαργαρίτης, Ιστορία του ελληνικού εµφυλίου πολέµου 1946 – 1949. Βιβλιόραµα, Αθήνα 2001, τ. 2, σ. 607 – 614.
Χαρακτηριστική είναι µεταξύ πολλών άλλων η άποψη του Σπ. Μαρκεζίνη: «∆υστυχώς, η Βασίλισσα, επιθυµούσα να έχει παντού ανάµιξη, θα επεκτείνει τη δραστηριότητά της σε τοµείς οι οποίοι ουσιαστικώς ανήκαν στο Κράτος».