Στη «Νέα Έρευνα» στις 9/10/1922 υπάρχει ένα αφιέρωμα στην ιστορία των σαπωνοποιίων της πόλης. Το άρθρο με τίτλο «Βιομηχανία-Μηχανουργία-Βιοτεχνία εν Χανίοις. Α’ Σαπουνοποιία» αναφέρει ότι τον 19ο αιώνα οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της πόλης είχαν γίνει ονομαστοί τεχνίτες στην κατασκευή σαπουνιών και το κρητικό σαπούνι ήταν περιζήτητο.
Αυτό είχε φέρει μεγάλη ανάπτυξη στον συγκεκριμένο βιομηχανικό κλάδο, με αποτέλεσμα στο τέλος του 19ου αιώνα να λειτουργούν 20 σαπωνοποιία στα Χανιά. Τα εργοστάσια βρίσκονταν διάσπαρτα στην πόλη και συγκεκριμένα δυο λειτουργούσαν στην εβραϊκή οδό, δυο πίσω από το δημαρχείο (το δημαρχείο τότε βρισκόταν στο Σαντριβάνι), δύο στον φούρνο του Πάνου (πιθανόν κοντά στα άλλα), ένα στην πλατεία της Σπλάντζιας («Του Χουρχουδά το Σαπουναργιό»), ένα στον Τερσανά, τρία στη συνοικία Τζιτζαρκολού (περιοχή οδού Μίνωος) μέρος της οποίας μετονομάστηκε τα «Τρία Σαπουναργιά», τρία στις Λιβιέρες (Νεώρια) και φυσικά το μεγαλύτερο στο σημερινό μητροπολιτικό ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου. Όλα είχαν μουσουλμάνους ιδιοκτήτες. Σύμφωνα με τον αρθρογράφο οι βασικές αιτίες της εξαιρετικής ποιότητας του κρητικού (Χανίων και Ηρακλείου) σαπουνιού ήταν τα συστατικά του, τα οποία είχαν βάση το αγνό κρητικό ελαιόλαδο και η κορυφαία τεχνική της παρασκευής του από εξειδικευμένους τεχνίτες.
Με την πάροδο του χρόνου, όμως, όλες αυτές οι βιοτεχνίες παρήκμασαν, με αποτέλεσμα κάποιες από αυτές να μετατραπούν σε ξενοδοχεία, άλλες σε αποθήκες, μερικά σε οικίες, ενώ κάποια άλλα ερειπώθηκαν. Ξεχωριστή ιστορία είχε το σαπωνοποιίο της Σπλάντζιας, διότι πρώτα έγινε καφέ σαντάν και στη συνέχεια χοροδιδασκαλείο. Έτσι, αντί να ακούγονται οι θορυβώδεις κρότοι των μηχανημάτων στην αρχή ακούγονταν τα περιπαθή άσματα των ευρωπαίων και ανατολίτικων αοιδών αμφιβόλου ηθικής και στη συνέχεια οι τετραχοροί του χοροδιδασκαλείου.
Το 1922 υπήρξε μια αναγέννηση αυτής της βιοτεχνίας, καθώς μια εταιρεία γαλλικών συμφερόντων με διευθυντή τον Ντέϋς έφτιαξε ένα εργοστάσιο παραγωγής σαπουνιού έξω από τα δυτικά τείχη της πόλης. Αυτό πέρασε στην ανώνυμη εταιρεία «Η Ανατολή» και δίπλα σε αυτό ένας Χανιώτης επιχειρηματίας έκτισε ένα άλλο εργοστάσιο με την ονομασία «Χημικόν ελαιουργείον ο Φοίνιξ». Οι Γάλλοι χρησιμοποιούσαν τον πυρήνα των ελαιουργείων για την παραγωγή κατωτέρας ποιότητας σαπουνιού και την ίδια τακτική συνέχισαν οι νέοι ιδιοκτήτες. Επίσης, χτίστηκε και τρίτο μικρό εργοστάσιο στην οδό του Κήπου από τον Ραούλ Πρεβέ, δηλαδή υπήρχαν συνολικά τρία σαπωνοποιία στην πόλη. Ο αρθρογράφος αναφέρει ότι η παλαιά παραγωγή σαπουνιού ήταν πολύ ανώτερη ποιοτικά λόγω των καλών υλικών, ενώ σήμερα (1922) όχι μόνο χρησιμοποιούσαν κακής ποιότητος ελαιόλαδα, αλλά τα νόθευαν κιόλας με διάφορες ουσίες (13/10/1922 «Νέα Έρευνα»). Με τον τρόπο αυτό το κρητικό σαπούνι έχασε την αξία και τη φήμη του. Επίσης, η ποσότητα ήταν πολύ μεγαλύτερη κατά το παρελθόν, καθώς υπήρχαν είκοσι εργοστάσια, αρκετά από τα οποία στεγάζονταν σε παλιά τεράστια ενετικά κτήρια που είχαν μεγάλους χώρους, όπως αυτό στην είσοδο της εβραϊκής οδού που ήταν ιδιοκτησία πλούσιου Ενετού δούκα.
Κύριε Αλιγιζάκη τα ιστορικά θέματα που σας απασχολούν νομίζω έχουν πολύ ψάξιμο και πολύ κόπο!
Σας αξίζουν συγχαρητήρια και για την αμεροληψία σας όταν λέτε ότι τα σαπούνια που έκαναν οι Οθωμανοί ήταν πολύ καλής ποιότητος!
Αξιότιμε κύριε,σας ευχαριστούμε για την προσπάθεια και την έρευνα που κάνετε ώστε να γίνουν γνωστά σε όλους,κομμάτια της ιστορίας του τόπου μας που δεν είναι γνωστά στο ευρύ κοινό και στους μη ειδήμονες.Εξαιρετική εργασία!!Με εκτίμηση
θερμά ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια!
Με εκτίμηση
Αγησίλαος Αλιγιζάκης