Δευτέρα, 18 Νοεμβρίου, 2024

Τα παπούτσια της Λαμπρής1

Ένα ολάκερο χρόνο περίμενε. Για την Ανάσταση. Έπεφτε στο κρεβάτι και τα ονειρευότανε. Άσπρα, γυαλιστερά, με πλατιά μαλακά κορδόνια, και ασημένια πεταλάκια. Τα φόραγε, κι ως τράβαγε τα κορδόνια με δύναμη να τα δέσει, πάατ και έφευγε λέει ο πάτος και βγαίνανε τα πόδια του όξω.

Ξύπναγε τρομαγμένος, έψαχνε, μα μόνο τα ποδαράκια του μικρού αδερφού του που  κοιμόντουσαν αγκαλιά, έβρισκε. Έκανε πολύ χαρά που ήταν κακός εφιάλτης, γύρναγε στο πλευράκι του, και χαμογελαστός ξανακοιμόταν, για να δει τούτη τη φορά να περπατάει στην πλατεία με τα άσπρα γυαλιστερά παπούτσια, κι όλοι να τον βλέπουν, να τον θαυμάζουν και να ζηλεύουν.
Ο καλός νουνός του, που μαζί με το λάδι του ‘δωκε και τ’ όνομά του, Φώτη τον ελένε, έστειλε από τη Θεσσαλονίκη που ζει, ένα δέμα, και μέσα, μια κόκκινη σαν αυγό Πασχαλιάτικο κάρτα με το Χριστό να ανασταίνεται, και σε ένα ολόχρυσο κουτί τα παπούτσια. Στη κάρτα έγραφε: «Στον αγαπητό μου βαφτισιμιό για να τα βάλει στην Ανάσταση….».
Ο Φωτάκης τα άνοιξε, τα κοίταξε λαχταριστά, γυαλίζανε! Είχανε όμορφα πλατιά κορδόνια, κάτασπρα κι αυτά, περασμένα σε ασημένιες ροδέλες. Τα γύρισε από κάτω, άπατα!  Ένα χοντρό, σκούρο καφέ, καλά καρφωμένο και κολλημένο δέρμα να λάμπει, και μπρος-πίσω, από ένα πεταλάκι. Κι αυτά να γυαλίζουν! Ασημένια! Αυτά, θα τα προστατεύανε να βαστήξουν καιρό πολύ. Ίσως πάνω από χρόνο.
Η μαμά του όμως, η Κυρά Μάρθα, τα πήρε όπως ήταν με το ολόχρυσο κουτί, να τα κρύψει.
―Τα παιδιά που έχουνε πένθος, δε φοράνε άσπρα παπούτσια! Μαύρα φοράνε. Του είπε αυστηρά.
Κατάπιε απότομα ο μικρός, πνίγηκε με το σάλιο του, πετάχτηκαν δυο καυτές σταγόνες από τα θλιμμένα ματάκια του, κι όρμιξε κατά τη μάνα μεριά.
Πήρε στα χεράκια του το κουτί, το αγκάλιασε σαν που αγκάλιαζε τον πατερούλη του, και δάκρυσε. Και έκλαψε. Για δυο λόγους.. Για τον πατερούλη του που δεν θα τον κρατάει φέτος από το χέρι στην Ανάσταση, ούτε θα ανέβη στους ώμους του τη νύχτα γύρω-γύρω την εκκλησιά με τον Επιτάφιο, μα και για τα παπούτσια του τα άσπρα, που κι αυτά δεν θα τα φορέσει.
Την παρακάλεσε μόνο, και το δέχτηκε, να τα βάζει δίπλα στο προσκεφάλι του σαν κοιμάται.
―Θα τα φοράω όλη τη νύχτα στον ύπνο μου! Της είπε.
Κι ονειρευόταν, όλοι να τον θαυμάζουν και να τον ζηλεύουν, για τα παπουτσάκια του τα σταλμένα από τόσο μακριά.

Τρεις μήνες παιδεύτηκε· γιατροί, νοσοκομεία, φάρμακα, τρεχάματα με το φορτηγό που έκανε τη συγκοινωνία, φύγανε όλα τα λεφτά, αλλά τίποτα. Τυχερό ήταν να τον χάσουν.
Να μείνουν χωρίς στήριγμα. Μάνα και πέντε ανήλικα ορφανά.
Όλοι μαυροφορεμένοι. Κι ο Φωτάκης. Γιατί;
Δεν ήθελε από τώρα να μαυρίσει η ψυχούλα του! Φτάνει που έχασε τον πατερούλη· να χάσει τον κόσμο όλο; Σίγουρα θα στεναχωριόταν κι εκείνος που θα τον έβλεπε κλαμένο. Κι αυτό η μανούλα το έλεγε.
―Να είσαι καλό παιδάκι γιατί σε βλέπει ο μπαμπάς από τον ουρανό.
―Και γιατί είναι στον ουρανό;
―Τον αγαπούσε ο Θεός και τον πήρε. Απαντούσε πικραμένη και σκούπιζε τα μάτια της.
―Δεν το πιστεύω. Κι εγώ τον αγαπούσα το πατερούλη! Γιατί μου τον πήρε αφού λένε πως ο Θεούλης είναι καλός;
Κι ήρθε η Μεγάλη Βδομάδα, με το σπίτι άδειο.
Πολλά τα έξοδα, λίγα από τα χωράφια τα εισοδήματα, πεινασμένη η ψυχούλα του θα έμενε. Χωρίς δώρα.
Και, αυτό το Πάσχα, θα κάνουν μόνοι τους Ανάσταση. Πέντε αδερφάκια κι η μανούλα τους.
Ήρθε στο νου του ο πατερούλης του,  παραμονές Χριστούγεννα, που μια μέρα ήρθε φορτωμένος δώρα και μόλις τον αγκάλιασε να τον γεμίσει φιλιά, αναστέναξε αυτός ευχαριστημένος, και μουρμούρισε στο αυτάκι του κοντά. «Να θυμάσαι όταν μεγαλώσεις, πως σαν δίνεις χαρά, πάλι χαρά θα παίρνεις· και πιότερη»
Γι αυτό, τη μέρα που θα σταυρώνανε οι κακοί αθρώποι το Χριστούλη μας, σηκώθηκε πολύ πρωί. Ξυπόλυτο, βγήκε στο δρόμο, κατηφόρισε, και σταμάτησε στου κυρ Ανέστη το φτωχικό σπιτάκι. Χτύπησε σιγανά την πόρτα, φάνηκε η κυρά Καλλιόπη, να σφουγγίζει τα πρησμένα της μάτια με ένα πεσκίρι, και να του χαμογελάει πικραμένη.
―Καλώς το Φωτάκι.
―Καλημέρα θεία. Έφερα αυτό για το Γιαννάκη. Να δεις, θα γίνει γρήγορα καλά!
Είπε, και της έδωσε το ολόχρυσο κουτί με το θησαυρό μέσα.
―Τι είναι;
―Είμαστε το ίδιο μπόι· θα του μπαίνουν. Μου τα ‘στειλε ο νουνός μου, αλλά έχουμε πένθος, και λέει η μανούλα πως δεν θα βάλουμε άσπρα παπούτσια. Μόνο μαύρα λέει ταιριάζουν σ’ εμάς.
―Η μητέρα σου σε έπεμψε; Ρώτησε η κυρά Καλλιόπη απορημένη.
―Μόνος μου το σκέφτηκα. Και περαστικά του. Να σηκωθεί γρήγορα, και να τα βάλει. Είναι πολύ ωραία. Και τα πεταλάκια θεία, είναι ασημένια· και γυαλίζουνε.
Προτού τον δει δακρυσμένο η πονεμένη μάνα, ο Φωτάκης είχε πάρει γρήγορα την ανηφόρα για το σπίτι του.
―Ευχαριστώ πολύ αγόρι μου. Ο Γιαννάκης μου θα τρελαθεί από χαρά!
Φώναξε η κυρά Καλλιόπη, και βάλθηκε να ανοίξει το πολύτιμο κουτί με τα άσπρα παπούτσια.
Δεν πρόλαβε όμως. Δυνατός ο πόνος, πέρασε από τη πλάτη, βγήκε στο στήθος, τραντάχτηκε μια, κι έμεινε ξαπλωμένη στο χαγιάτι.
Δίπλα στο μεγάλο σεντούκι με τα στρατιωτικά ρούχα και τα παράσημα του αντρός της μέσα. Της τα είχανε στείλει πριν δύο χρόνια από το μέτωπο.
Μια οβίδα, είπανε, τον διέλυσε.

Ούτε ο Γιαννάκης φόρεσε εφέτος άσπρα γυαλιστερά παπουτσάκια. Με γυμνά ποδαράκια ήρθε στην εκκλησιά. Μόνος του.
Δεν ήταν κανένας να τον φροντίσει.
Μοναχά ο μικρός Φώτης.
Τον έπιασε από το χέρι αδέξια, τον έσυρε παραδίπλα, και στάθηκε αντικριστά του.
―Θα σε βάλω να κάτσεις στο δικό μου σκαμνάκι· μαζί· είναι μεγάλο· χωράνε και τα δυο μας πισινάκια.
Και το βράδυ, όλοι μαζί τρώγανε, και, στρωματσάδα, όχι πέντε, μα, έξι ορφανά κοιμόντουσαν.
Αγαπημένα.
Σαν αδερφάκια.
Τι πέντε, τι έξι.

1 Ιστορία του 1938 στη Λέσβο


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα