Μαρίσσα Δαμουλάκη*
Γιατί λέμε ότι η αφήγηση ιστοριών μας χρειάζεται για να επιβιώσουμε;
Πώς η Σεχραζάτ γλίτωνε τη ζωή της συνεχόμενα χίλιες και μία νύχτες από τον βασιλιά
λέγοντας ιστορίες;
Το να είναι κανείς καλός παραμυθάς είναι προσόν ή red flag;
Αυτό είναι το λογότυπο της παγκόσμιας ημέρας αφήγησης (που πέφτει κάπου στην αρχή της άνοιξης) και δείχνει έναν άνθρωπο που μάλλον κάτι αφηγείται και γελάει. Το ίδιο κι ο επόμενος κι ο επόμενος, μέχρι που συνδέονται όλοι μεταξύ τους σε σχήμα κύκλου, ισότιμα και με κοινή βάση. Γιατί διασκεδάζουν μ’ αυτό;
Γιατί η αφήγηση είναι ανθρώπινη ανάγκη. Όπως χωρίς φαγητό, ή χωρίς στέγη, έτσι δύσκολα θα επιβίωνε κανείς στη σιωπή. Μας αρέσει να αφηγούμαστε ιστορίες και να λέμε τα νέα μας, γιατί, τα πράγματα που χρειάζεται να κάνουμε για να επιβιώσουμε, είναι όλα ηδονικά εκ φύσεως κι ευτυχώς. Αφήγηση κάνουμε παντού: στην εκπαίδευση, στη θρησκεία, στην επιστήμη, στην τέχνη, στην πολιτική, στον δρόμο, σε ριγιούνιον πάρτυ, καλλιστεία, μπαζάρ, γιατί;
Γιατί όταν λείπει η ιστορία ο εγκέφαλος δυσκολεύεται να πλαισιώσει, να βγάλει νόημα και να θυμηθεί τις λεπτομέρειες. Δυσκολεύεται να κατανοήσει τα γεγονότα όταν δε συνδέονται μεταξύ τους και αν δε γίνει αυτό, ούτε να τα κρίνει μπορεί. Γιατί έτσι μεταδίδεται πιο αποτελεσματικά η πληροφορία, δημιουργείται η συλλογική μνήμη και η ταυτότητα, εκπαιδεύεται ο κόσμος και πιστεύει στους κανόνες και τέρπεται ν’ ακούει νοηματοδοτημένα λόγια… Γιατί;
Γιατί, όπως ανακάλυπταν τυχαία κι εκείνοι, ή εκείνες, ή εκείνα που άφηναν το αποτύπωμα της παλάμης τους σε κάποια σπηλιά στη Γαλλία τριάντα χιλιάδες χρόνια πριν από σήμερα, η αφήγηση (με οποιοδήποτε μέσο) είναι ένα καλό κόλπο να κάνουμε κάποιον άλλο -έξω από μας- να καταλάβει και να νιώσει τι συμβαίνει μέσα σε μας. Είναι το σινιάλο ότι «είμαστε κι εμείς εδώ!», το υπαρξιακό μας βάρος το μοιραζόμαστε κι έτσι περνάει η ζωή λίγο πιο συγκινητικά, αλλά και ανάλαφρα κι εύθυμα. Οι αφηγήσεις μας συνδέουν. Οι ιστορίες μας στέκονται καλύτερα όταν περιπλέκονται με ιστορίες άλλων.
Το να σκέφτονται και να μιλάνε με ιστορίες ίσως βοήθησε τους προγόνους μας να θυμηθούν καλύτερα τον δρόμο, τις παγίδες και τις απώλειες των προηγούμενων εβδομάδων, ώστε να συνεργαστούν πιο αποτελεσματικά και να επιβιώσουν, λέει κάπου ένα παλιό τεύχος του National Geographic. Δε λέω ότι δεν υπάρχουν άλλοι τρόποι να σωθεί κανείς, αλλά σίγουρα και από μία άλλη ματιά, όσο πιο πειστική και θελκτική η ιστορία, τόσο μεγαλύτερη ενσυναίσθηση θ’ απολαύσουμε απ’ αυτόν που μας ακούει, είτε είναι φίλος, συνεργάτης, σύντροφος ή πελάτης. Το να ξέρουμε να λέμε πειστικά τις ιστορίες, μας κάνει να φαινόμαστε σα να ξέρουμε τι λέμε και ποιοί είμαστε. Η Σεχραζάτ, στο “Χίλιες και Μία Νύχτες”, χρησιμοποίησε τη δεινότητά της στα παραμύθια και για χίλιες και μία νύχτες απέφυγε την εκτέλεση γιατί κάθε φορά άφηνε ανολοκλήρωτη την αφήγησή της κι ο βασιλιάς που την απειλούσε, δεν την πείραζε, γιατί ήθελε ν’ ακούσει τη συνέχεια.
Τα Παραμύθια
Τον τελευταίο αιώνα έχουμε το κεφάλι στραμμένο στην επιστήμη και ψάχνουμε τα αντικειμενικά. Αλλά γιατί μας αρέσουν ακόμα τα παραμύθια; Γιατί «τα παραμύθια, δεν είναι αλήθεια, αλλά τουλάχιστον δεν είναι ψέματα». Τι σημαίνει αυτό;
Τα παραμύθια είναι η επιτομή μεταξύ μεταφορικού και αντικειμενικού λόγου. Μπορεί να μην είναι «επιστημονικά δεδομένα» και να χρησιμοποιούν γλώσσα υπονοητική, διφορούμενη, αλληγορική, περιπαιχτική, πολλές φορές άλλης εποχής, αλλά κανείς δεν αρνείται ότι ακόμα κι ο πιο ορθολογιστής τεχνοκράτης θα ριχνε μια ματιά για να έχει υπόψη του το λαϊκό αίσθημα. Αν έχουν σωστό αφηγητή, αφήνουν χώρο για την υποκειμενική ερμηνεία του καθενός από το ακροατήριο ξεχωριστά κι όσο περισσότερες υποκειμενικότητες μαζευτούν, τόσο πιο «αντικειμενική» η αλήθεια. Τα παραμύθια είναι από μόνα τους «μια ομάδα ειδικών», άχρονη, που αργά ή γρήγορα θα κληθεί να γνωμοδοτήσει.
Ενσωματώνουν μυρωδιά που αλλού παραμερίζεται και ο αδιαμεσολάβητος και ευθαρσώς σουρεαλιστικός κόσμος τους δείχνει ξεκάθαρα ότι έχουμε βαθιά έλξη, σχεδόν ηδονοβλεψία για την ανθρώπινη εμπειρία.
Ακούστε τώρα τι κάνει το να διαβάζετε ή ακόμα καλύτερα να αφηγείστε σε ένα παιδί ένα παραμύθι:
Το μαθαίνει να ακούει, να ελέγχει και να διαχειρίζεται την προσοχή του, να τη χρησιμοποιεί για ν’ ακονίσει την ικανότητά του να απομνημονεύει και να σέβεται τον χρόνο έκφρασης του συνομιλητή του. Το θέτει σε περιβάλλον ασφαλές και ανακουφιστικό και του δίνει αμοιβαία την αμέριστη προσοχή της ευθείας απεύθυνσης του αφηγητή, το κοπλιμεντάρει, και μάλιστα μετά του δίνει τη χαρά της επανάληψης του γνωστού και τον χρόνο να πάρει αυτό τον λόγο, να ξαναπεί την ιστορία με δικά του λόγια, να δοθεί σημασία στις δικές του παρατηρήσεις και να ξεκινήσει μια διαπραγμάτευση για από κοινού δημιουργία ενός φανταστικού πρίκουελ ή σίκουελ, ή ενός ηθικού διδάγματος που μπορεί άμεσα να τεθεί σε εφαρμογή σε ρεαλιστικό πλαίσιο.
Το εισάγει σε πολύπλοκα νοήματα για τις ανθρώπινες σχέσεις και τη θέση μας στη ζωή που συνήθως δεν επικοινωνούνται τόσο καλά δίχως τη βοήθεια συμβολικών ρόλων, φανταστικών πλασμάτων και ζώων που μιλάνε, όπως για παράδειγμα το «δε λέμε ψέματα, αλλά δεν είμαστε και εύπιστοι γιατί άλλοι λένε -κι αυτό μπορεί να μας κοστίσει τη ζωή». Του μαθαίνει να «οδηγείται στην άκρη του λόγου, εκεί που αρχίζει η σιωπή». Να εξετάζει υποθέσεις κι ενδεχόμενα, φέρνοντας νοερά τα επιχειρήματα στα άκρα τους, απλοποιημένα, για να τα καταλάβει.
Του επιτρέπει να πειραματιστεί με τα συναισθήματα των ηρώων, να γνωρίσει όχι μόνο ενός, αλλά πολλών τις προσωπικότητες και τις περιπέτειες και να βρει συντροφιά και παρηγοριά για όλες του τις διαθέσεις -αφού υπάρχουν. Να δει τους ήρωες εκτεθειμένους, άρα να μη φοβηθεί να εκθέσει και το ίδιο τους φόβους, τις ανησυχίες και τις ελπίδες του.
Του μαθαίνει ότι την πραγματικότητα μπορεί να την προφέρει και να την αφηγηθεί όπως τη φαντάζεται. Του δίνει τη δυνατότητα, αφού τα κάνει όλα αυτά στο φαντασιακο πεδίο των ιστοριών, να μη διατρέξει κανέναν κίνδυνο έκθεσης, ενοχοποίησης, εξευτελισμού ακόμα, επίπληξης ή απόρριψης που θα βίωνε στον πραγματικό κόσμο. Μ’ εργαλείο τον αυτοσχεδιασμό στην έκφραση του φαντασιακού, οι ειλικρινείς, παιδικές κι ανεκπαίδευτες κλίσεις μας αφήνονται ελεύθερες προς κάθε κατεύθυνση, δε ματαιώνονται και δίνουν την ευκαιρία στους φροντιστές μας να μας αποδείξουν ότι και μετά το χειρότερο σενάριο, η ζωή δε σταματα κι αυτοί θα είναι εδώ. Η μετεξέλιξη αυτού του ελεύθερου πειραματισμού είναι η αυτοπεποίθηση σ’ ένα ενήλικο στάδιο.
Η αφήγηση και η ακρόαση ιστοριών μαθαίνει σ’ ένα παιδί να επιζητά τη λύση. Μέσα από πλοκές που παραδοσιακά ξεκινούν από μια φαινομενική νηνεμία, ύστερα περνούν από μια κρίσιμη δοκιμασία και καταλήγουν σε μία καινούρια συνθήκη λιγότερο ή περισσότερο επιτυχούς αντιμετώπισης, το παιδί μαθαίνει ότι «κάπου θα καταλήξει όλο αυτό». Είναι μια βαθιά αποδοχή όχι μόνο των ευχάριστων, αλλά και των δυσάρεστων εξελίξεων. Ό,τι και να γίνει, εμείς, στο τώρα, θα ζήσουμε καλύτερα απ’ ότι έζησαν αυτοί στο παραμύθι, δηλαδή εμείς (αφού έχουμε ταυτιστεί με πλευρές των ηρώων) σε κάποια προηγούμενη εμπειρία.
Όλα αυτά θεωρητικά εντάσσονται στα συναισθηματικά και γνωστικά οφέλη της δραματοθεραπείας. Το ότι τα παραμύθια και οι αφηγήσεις είναι γενικά καλό πράμα, ας το συμφωνήσουμε. Ας βάλουμε όμως σαν προϋπόθεση ότι αυτό ισχύει, συνήθως όταν επιλέγουμε ποιον θα ακούσουμε ή όταν επιλέγουμε να πούμε κι εμείς μια γνώμη, είτε είμαστε μικροί, είτε μεγάλοι. Υπάρχουν πολλά αφηγήματα που καταναλώνουμε χωρίς αντίσταση και μας επηρεάζουν αρνητικά περισσότερο απ οτι συνειδητοποιούμε, αλλά υπάρχουν και πολλές ιστορίες που δεν έχουμε ανακαλύψει ή που δεν έχουμε πει ακόμα, για να τα αντικαταστήσουμε.
Γιατί δεν ψάχνετε να ξανακούσετε την οικεία φωνή που έκανε τη μεταγλώττιση σ’ εκείνο το παιδικό που σας αρεσε; Γιατί δε σκέφτεστε να περάσετε καμιά βόλτα από την παιδική-εφηβική βιβλιοθήκη με το παιδί σας; Αν θέλετε συγκεκριμένες προτάσεις, ακούστε την ιστορία του Γαργαληστή, ενός ληστή που εργαζόταν σε φάμπρικα εμφιάλωσης παιδικών γέλιων κι έκανε διανομή μόνος του σε περιφέρειες που το γέλιο έλειπε, ένα μουσικό παραμύθι γραμμένο απ’ τον Δημήτρη Μπασλάμ, που έπαιξε πρόσφατα και στον Προμαχώνα Σαν Σαλβατόρε.
ΥΓ: Η Παγκόσμια Ημέρα Αφήγησης στην Ελλάδα γιορτάζεται από το 2010. Ξεκίνησε ως Ημέρα όλων των Παραμυθάδων (“Alla berattares dag”), ένα τοπικό ιβέντ που διοργανώθηκε κάπου στη Σουηδία το 1991 και δεκαπέντε χρόνια μετά φεστιβάλ αφήγησης και παραμυθιού γίνονταν κάθε χρόνο στις 20 Μαρτίου σε όλο τον κόσμο με κοινό θέμα. Το φετινό θέμα ήταν: “Όσοι και όσα χάθηκαν και βρέθηκαν ξανά (Lost and Found)”.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
https://artplay.gr/theatro/agni-stroubouli-ta-paramythia-pagidevoun-tis-ikones-tis-zois https://www.sansimera.gr/worldays/217 https://www.culturenow.gr/pagkosmia-hmera-afigisis-2018-ekdiloseis-gia-mikroys-kai-megalo ys/
https://en.wikipedia.org/wiki/Storytelling https://www.nationalgeographic.org/encyclopedia/storytelling/ https://nationaltoday.com/world-storytelling-day/
* H Μαρίσσα Δαμουλάκη είναι Ψυχολόγος MSc
«We Cope» (Critical Outlook and Practical Enhancement of Mental Health),
Καποδιστρίου 51-53, Χανιά, 6970025149