Είναι μια καθημερινή συνήθεια σχεδόν για όλους μας. Την κληρονομήσαμε από τους παππούδες και τους πατεράδες μας και τη συνεχίζουμε. Γιατί ποιος δεν πάει έστω μια φορά κάθε δύο-τρεις μέρες σε ένα περίπτερο. Αλλος για τα τσιγάρα, άλλος για την εφημερίδα, για μια ματιά στα παγωτά, για ένα εισιτήριο λεωφορείου και πίσω από το μικρό παραθυράκι ένας άνθρωπος… Πότε χαμογελαστός και ευδιάθετος, πότε στις μαύρες του. Οπως όλοι. Τα περίπτερα είναι συνδεδεμένα με την ελληνική νοοτροπία και κουλτούρα και τα συναντάς σχεδόν παντού. Από το πιο κεντρικό σημείο μέχρι και σε απομακρυσμένες συνοικίες. Μια περιήγηση σε ορισμένα από τα παλιότερα περίπτερα, στους ανθρώπους τους και στις αφηγήσεις τους στις σημερινές “διαδρομές”.
Κέντρο Πληροφοριών αλλά και ψυχολογικής στήριξης!
«Κοίτα ο περιπτεράς λειτουργεί και ως ψυχολόγος. Ξέρω πολλά προβλήματα των ανθρώπων γύρω, γύρω! Αν σου πάρει τον αέρα ο άνθρωπος της γειτονιάς αρχίζει και σου λέει για τους πολιτικούς και τι του κάνουν, τα οικογενειακά του, τα προβλήματά του, την καθημερινότητά του. Και σε όλα πρέπει να έχεις μια απάντηση» είναι τα λόγια του Δημήτρη Μανιουδάκη. Εδώ και 10 μήνες διαχειρίζεται το περίπτερο στην Ευαγγελίστρια στη Χαλέπα. Από νωρίς το πρωί ως αργά το μεσημέρι και στη συνέχεια ως αργά το βράδυ. «Αν πουλήσεις 100 πακέτα τσιγάρα το κέρδος σου είναι 2 ευρώ, γιατί 2% είναι το ποσοστό σου. Δουλεύεις πλέον για το μεροκάματο γιατί και τα ποσοστά έχουν πέσει και ο κόσμος δεν έχει λεφτά να πάρει πολλά πράγματα. Το σχολείο τελειώνει και βλέπεις οι μαμάδες να περνάνε από απέναντι γιατί τα παιδιά όπως και να το κάνεις θα δουν κάτι και θα το ζητήσουν» μας λέει καθώς τον συναντάμε στο τέλος της βάρδιας του.
ΚΑΤΕΨΥΓΜΕΝΑ ΚΑΛΑΜΑΡΑΚΙΑ
Οταν έχεις επαφή με τον κόσμο τόσο στενή, είσαι μάρτυρας και σε πολλά ευτράπελα γεγονότα. «Το Πάσχα μου ζήτησαν καλαμαράκια κατεψυγμένα! Προχθές πάλι ήλθε μια γυναίκα που δεν ήξερε τι τσιγάρα θέλει. Μπήκε μέσα στο περίπτερο χωρίς να ρωτήσει, τα πήρε, άφησε τα λεφτά και έφυγε. Προχθές πάλι έρχεται ένας άλλος τύπος και μου λέει ότι θέλει ένα μαύρο κάμελ. Του βγάζω το πακέτο τα τσιγάρα και μου λέει «τι είναι αυτό ρε φίλε δεν καπνίζω, δώσε μου ένα μαύρο κάμελ να βάψω τα παπούτσια μου!». Συμβαίνουν αυτά» διηγείται ο κ. Μανιουδάκης. Η δουλειά του περιπτερά δεν είναι ποτέ μοναχική… δεν είναι όμως και άνετη. «Το να βρίσκεσαι συνέχεια σε ένα χώρο 1×1 είναι λίγο φορτικό, κάπου νιώθεις εγκλωβισμένος. Βγαίνεις βέβαια έξω, αλλά δεν μπορείς να πας ούτε 10 μέτρα πιο μακριά από το περίπτερο. Είσαι σαν τον σκύλο τον δεμένο. Αν φύγεις, μπορεί να ζημιωθείς. Βέβαια εδώ η γειτονιά είναι πολύ καλή. Σπάνια έχουμε κλοπές. Το περίπτερο είναι συνδεδεμένο με τη Χαλέπα. Είμαι 35 χρονών και το θυμάμαι από παιδί» καταλήγει.
Από το 2009 ιδιοκτήτες ενός εκ των παλαιότερων συνοικιακών περιπτέρων της πόλης -αυτό στη διχάλα της Νέας Χώρας- οδ. Σελίνου και Μητρ. Κυρίλλου, η κα Χριστίνα Στεφανάτου και ο σύζυγός της Βαρδής Πολιουδόβαρδας. «Επικερδή επιχείρηση; Δεν θα την έλεγα. Εχει το καλό το περίπτερο ότι ο πελάτης ψωνίζει και φεύγει σε χρόνο μηδέν. Δεν χρειάζεται να μπει μέσα όπως γίνεται στα μαγαζιά. Μπορεί να βρίσκεται μέσα στο αμάξι του και να ζητήσει τα τσιγάρα ή ένα μπουκάλι νερό και να το πάρει άμεσα» μας εξηγεί η κα Στεφανάτου. Και πράγματι όση ώρα μιλάμε έχουν περάσει δύο άτομα με μηχανάκια, ένας με ποδήλατο και ένας ακόμα με αυτοκίνητο. Εχουν ζητήσει ό,τι θέλουν και το έχουν πάρει στο χέρι. Το ανοικτό έχει βέβαια και τα άσχημα του. «Έχουμε πολλές ζημιές, θα σου συμβεί πολλές φορές ο αέρας να σου πετάξει κάποια πράγματά σου στον δρόμο και να γίνουν άχρηστα. Ή να έχεις απώλειες από μικροκλοπές» λέει ο κ. Πολιουδόβαρδας. Παλιότερα το περίπτερο ήταν για όσους ήθελαν τα τσιγάρα τους, μια σοκολάτα, ένα ξυραφάκι… απλά πράγματα. Πλέον λειτουργούν περισσότερο ως μίνι μάρκετ, αφού έχουν σχεδόν τα πάντα. Από είδη τροφίμων μέχρι και ζωοτροφές. Ο κόσμος έχει μάθει ότι στα περίπτερα μπορεί να βρει τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα. «Τα πάντα όλα έχουμε, ό,τι μας ζητάνε. Επειδή λειτουργούμε και 24 ώρες πρέπει να έχουμε και κάποια είδη μίνι μάρκετ. Βέβαια έχουν φτάσει στο σημείο να μας ζητάνε και αλεύρι, λάδι ή φάρμακα που φυσικά δεν έχουμε πέρα από το “ντεπόν” που επιτρέπεται» τονίζει η κα Στεφανάτου.
ΕΧΕΙ ΜΕΙΩΘΕΙ ΤΟ ΚΕΡΔΟΣ
Στα χρόνια που δραστηριοποιείται σε αυτό το επάγγελμα δεν έχει μπορεί να ξεχάσει μια ένοπλη ληστεία πριν από δύο χρόνια. «Αυτό ήταν και το μοναδικό άσχημο συμβάν. Ευτυχώς δεν είχαμε τα χειρότερα, γιατί τα υλικά αναπληρώνονται, ο άνθρωπος όμως όχι» λέει η ιδιοκτήτρια. Η κρίση δεν θα μπορούσε παρά να πλήξει και τα περίπτερα. Μπορεί ο Ελληνας το φαγητό και το…τσιγάρο να μην τα κόβει εύκολα αλλά στα υπόλοιπα οι περικοπές είναι μεγάλες. «Για μας έχει μειωθεί και το ποσοστό κέρδους και αυτό είναι το σημαντικότερο. Δηλαδή στα τσιγάρα είχαμε ένα κέρδος 8-8,5% και έχει πέσει στο 2,5%, στις κάρτες για το τηλέφωνο είχαμε 12-13% κέρδος και τώρα έχει πέσει στο 3% και μόνο κάποιες χρονοκάρτες μας δίνουν 7%. Για αυτό και τα περίπτερα έχουν μετατραπεί σε μίνι μάρκετ γιατί διαφορετικά δεν μπορούν να δουλέψουν» μας λέει ο κ. Πολιουδόβαρδας. Ακόμα και όταν πηγαίνει στα περίπτερα, πολύς κόσμος είναι μετρημένος στα έξοδά του. Οι περιπτεράδες θυμούνται αρκετοί πελάτες να φεύγουν με τσάντα για τα προϊόντα που αγόραζαν και τώρα να παίρνουν μόνο τα τσιγάρα τους. Παρόλα αυτά το περίπτερο διατηρώντας το συνοικιακό του χαρακτήρα, έχει τη στήριξη των κατοίκων της περιοχής.
Ο Γιώργος Σουλεϊμάν κατάγεται από τη Συρία. Ηρθε στην Ελλάδα πριν από 25 χρόνια, δούλεψε, δημιούργησε οικογένεια, ενώ κατάφερε πριν από 13 χρόνια να αγοράσει το περίπτερο. Ο Γιώργος μίλησε στις “διαδρομές” για την ιστορία του περιπτέρου του τονίζοντας ότι «το αγόρασα πριν από 13 χρόνια, από μία γυναίκα, η οποία το είχε 20 χρόνια, ενώ δεν γνωρίζω αν προϋπήρχε άλλος ιδιοκτήτης πριν από αυτή. Φυσιολογικά θα υπήρχε. Αρα το περίπτερο είναι πολύ παλιό». Ο κ. Σουλεϊμάν τόνισε επίσης ότι «όταν άνοιξα το περίπτερο για πρώτη φορά δεν μπορούσα να μπω μέσα. Ηταν γεμάτο από παλιά εμπορεύματα, τα οποία είχαν μείνει απούλητα. Αναπτήρες με φυτίλι, μπριγιαντίνη και λακ για τα μαλλιά, φουρκέτες τσιμπιδάκια, βελόνες, καρφίτσες, μπαχαρικά κ.Ά.. Πολλά από αυτά τα κράτησα σαν ενθύμιο».
ΚΛΑΣΙΚΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ…
«Υπάρχουν ακόμα πελάτες που έρχονται να αγοράσουν κάποια συγκεκριμένα προϊόντα, που αν και μπορούν να τα προμηθευτούν και από άλλα καταστήματα, έχουν μάθει να τα αγοράζουν από τα περίπτερα. Χαρακτηριστικά να αναφέρω τα ξυραφάκια, και την γνωστή κρέμα ξυρίσματος. Αν και είναι λίγοι αυτοί που τα παίρνουν αυτά, εγώ εξακολουθώ να τα φέρνω στο περίπτερο μου. Έχω σκοπό σύντομα, με κάποιες διορθωτικές αλλαγές, κάποιο φρεσκάρισμα, να του δώσω και πάλι την εικόνα του κλασικού παραδοσιακού περιπτέρου…».
ΠΑΛΙΑ ΗΤΑΝ ΚΑΛΥΤΕΡΑ
«Οι περιπτεράδες τα παλιά χρόνια, είχαν περισσότερη δουλειά, ενώ υπήρχε και επικοινωνία με τον κόσμο, γνώριζαν τους πελάτες με τα ονόματα τους. Ο περισσότερος κόσμος που ερχόταν στο περίπτερο να αγοράσει, ήταν ευδιάθετοι, χαρούμενοι, ευγενικοί, γενικά ήταν ευχαριστημένοι από την ζωή τους. Σιγά-σιγά με την πάροδο των χρόνων η ψυχολογία των πελατών άλλαξε. Ειδικά τα τελευταία 3 χρόνια με την οικονομική κρίση, επηρέασε την ψυχολογία των ανθρώπων. Τους βλέπεις αγχωμένους, με νεύρα, λιγομίλητους. Τέλος πάντων, η δουλειά μου μ’ αρέσει, παρά τις δυσκολίες, τα διάφορα προβλήματα και τις πολλές εργατοώρες».
Σύντομη ιστορία
Τα περίπτερα εμφανίστηκαν αμέσως μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους στο Ναύπλιο και λίγα αργότερα εμφανίστηκαν στην Αθήνα, ενώ αρχικά ήταν μικρά καπνοπωλεία. Τα πρώτα περίπτερα στήθηκαν στη χώρα μας τη δεκαετία του 1910. Ηταν μία προσφορά της πολιτείας προς τους ανάπηρους Πολέμου καθώς δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα να δοθούν σε αυτούς κανονικές συντάξεις. Ετσι εν είδει παροχής πήραν ως “προίκα” ο καθένας από ένα περίπτερο. Ξεκίνησε δειλά – δειλά ως ένας μικρός εσωτερικός χώρος με ελάχιστα είδη όπως τσιγάρα και μερικά ψιλικά, καρφίτσες, μπαχαρικά, καραμέλες (τις περίφημες τότε τσάρλεστον), τσίχλες κ.ά.. Με την πάροδο του χρόνου το περίπτερο εξελίχθηκε ενώ από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον εμφύλιο εντάχθηκαν και άλλοι ανάπηροι ως ιδιοκτήτες και από τη δεκαετία του ’50 και ύστερα το περίπτερο πήρε τη μορφή που βλέπουμε σήμερα με τα προϊόντα να αυξάνονται συνεχώς, όπως προστάζουν οι ανάγκες κάθε μεγαλούπολης, κυρίως όταν η αγορά κλείσει το βράδυ.
Πολλές ώρες σε ένα κλειστό χώρο
Ο Μάρκος δουλεύει υπάλληλος 15 χρόνια. Οπως σημειώνει «το συγκεριμένο περίπτερο είναι από τα παλιά που υπάρχουν στα Χανιά. Εκτός από τα ψυγεία και τ’ άλλα σύγρονα αντικείμενα που έχουμε τοποθετήσει για να εξυπηρετούμε τους πελάτες μας, σε γενικές γραμμές έχει το “άρωμα” του κλασικού μέσα-έξω. Αρκετές φορές έχουν πλησιάσει τον ιδιοκτήτη κάποιες εταιρείες και του πρότειναν, στη θέση του να τοποθετήσουν κάποιο σύγχρονο περίπτερο. Όμως ο ιδιοκτήτης του, δεν θέλει να το “χαλάσει”, το προτιμάει έτσι όπως είναι. Συμφωνώ και εγώ μαζί του, γιατί οτιδήποτε είναι παραδοσιακό θα πρέπει να διατηρείται και να μην καταστρέφεται».
ΝΕΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ
«Εκτός από τα τσιγάρα και τον καπνό, ο κόσμος αγοράζει συνήθως τσίχλες, νερό, αναψυκτικά, κάρτες, έντυπα, ζαχαρώδη προϊόντα, μπισκότα, χυμούς, παγωτά το καλοκαίρι κ.ά.. Παλιά όμως τα περίπτερα πουλούσαν και άλλα είδη, όπως κρέμες ξυρίσματος, τσιμπιδάκια και φουρκέτες για τα μαλιά, ξυραφάκια, σαπούνια, μπαχαρικά και πολλά ακόμα είδη, που όμως με την εμφάνιση μικρών μίνι μάρκετ και μεγάλων αλυσίδων καταστημάτων, οι συνήθειες του καταναλωτή άλλαξαν, και πλέον αυτά τα είδη δύσκολα θα τα βρει κάποιος σε ένα κλασικό περίπτερο. Η δουλειά του περιπτερά είναι δύσκολη, από την άποψη ότι είμαστε πολλές ώρες κλεισμένοι μέσα σ’ ένα πολύ μικρό χώρο Ομως είναι και ενδιαφέρουσα, γιατί ερχόμαστε καθημερινά σε επαφή με τον κόσμο».
[…] φωτογραφία από σχετικό αφιέρωμα στην εφημερίδα Χανιώτικα […]