» Tove Ditlevsen (µτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδόσεις Πατάκη)
«Κοιµούνταν όλοι, εκτός από τον Γκερτ που δεν είχε γυρίσει ακόµα σπίτι, παρόλο που ήταν σχεδόν µεσάνυχτα. Κοιµούνταν, και τα πρόσωπά τους ήταν κενά και γαλήνια, αφού δεν χρειαζόταν να χρησιµοποιηθούν ξανά ως το πρωί. Ίσως µάλιστα να είχαν βγάλει τα πρόσωπά τους και να τα είχαν τοποθετήσει µε επιµέλεια πάνω από τα ρούχα τους για να τα ξεκουράσουν· δεν τους ήταν απολύτως απαραίτητα όσο κοιµούνταν. Τη µέρα, τα πρόσωπα άλλαζαν συνεχώς, λες και δεν έβλεπε παρά την αντανάκλασή τους στο νερό. Μάτια, µύτη, στόµα, ένα τόσο απλό τρίγωνο — πώς όµως µπορούσε να εµφανίζεται σε τόσες, άπειρες, παραλλαγές; Για πολύ καιρό απέφευγε να βγει στον δρόµο γιατί το πλήθος των προσώπων την τρόµαζε. ∆εν τολµούσε να συναναστραφεί τα καινούρια και φοβόταν µήπως ξανασυναντήσει τα παλιά».
Η Τόβε Ντιτλέουσεν γεννήθηκε το 1917 στα περίχωρα της Κοπεγχάγης, υπέφερε από διαζύγια, ψυχολογικά προβλήµατα και κλινικές αποτοξίνωσης, αυτοκτόνησε το 1976, έχοντας αφήσει πίσω της ένα πολυποίκιλο έργο. Τα πρόσωπα κυκλοφόρησαν το 1968. Η µυθοπλασία δύσκολα µπορεί να απελευθερωθεί παντελώς από το βίωµα, ο τρόπος να κοιτάµε και να προσλαµβάνουµε τα πράγµατα, έχει εν πολλοίς να κάνει µε το υλικό από το οποίο είµαστε φτιαγµένοι, καθώς και µε την επεξεργασία του στην τριβή µε τον τριγύρω κόσµο. Το βιογραφικό, σύντοµο ή εκτενές, δηµιουργεί ένα ακόµα αναγνωστικό πλαίσιο, αναπόφευκτα.
Στην περίοδο της αυτοµυθοπλασίας, η οποία δεν γεννήθηκε εκ του µηδενός, απλώς πρόσφατα κατονοµάστηκε, ξεχνάµε συχνά τον τρόπο, µεροληπτώντας υπέρ του περιεχοµένου, κάποιοι από εµάς γινόµαστε ντετέκτιβ αναζητώντας την απόλυτη αλήθεια πίσω από την αληθοφάνεια, περιφέρουµε ανά χείρας ζυγαριές µέτρησης προνοµίου και πόνου. Τα λέω αυτά γιατί τα θεωρώ σηµαντικά, είναι θέµατα που συχνά προκύπτουν σε διάφορες συζητήσεις, είτε αµφισβητώντας την αλήθεια —σιγά µην έγιναν έτσι τα πράγµατα— είτε διατυµπανίζοντας την αδιαφορία µας —και τι µε νοιάζει εµένα; Η αλήθεια είναι πως η ολοένα και πιο ατοµική πρόσληψη και επικοινωνία της λογοτεχνίας γεννά αντιδράσεις, αµφιβολίες, τραβώντας το χαλί κάτω από τα πόδια της ενσυναίσθησης που το οικουµενικό συνήθως τραβάει στην επιφάνεια, οδηγώντας µετωπικά σ’ ένα: έχω και εγώ τα προβλήµατά µου· ένας προβληµατικός αγώνας που κανένας αφέτης δεν έδωσε το σύνθηµα, κανείς θεατής δεν βρίσκεται στις εξέδρες, κανένας αντίπαλος δεν παίρνει θέση στα κουλουάρ δίπλα µας, εµείς όµως επιµένουµε, ναι αλλά εγώ, βάζουµε και τρεις τελείες µετά. Εδώ, λέµβος φανταχτερά κόκκινη στη µέση του πελάγους και του σκότους, εµφανίζεται ο τρόπος. Ένα κλισέ µε παροµοίωση υπερβολική. Αλήθεια είναι.
Η Λίζε, συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας, σύζυγος και µητέρα τριών παιδιών δυσκολεύεται στην καθηµερινότητά της. Πιστεύει πως τα παιδιά της την απεχθάνονται, πως ο σύζυγός της θα την εγκαταλείψει, πως δεν θα καταφέρει να γράψει ξανά. Κατατρύχεται από οικείες µορφές και φωνές. Νοσηλευτικά ιδρύµατα και φαρµακευτικές αγωγές. Στιγµές ανέφελες, νησιά σ’ έναν απέραντο αφρισµένο ωκεανό.
Συχνά γίνεται αναφορά σε εγκεφαλική κατασκευή όταν µιλάµε για συγκεκριµένα έργα. Λες και υπάρχουν βιβλία που δεν αποτελούν εγκεφαλική κατασκευή, λες και υπάρχει ανθρώπινη δραστηριότητα, από την πλέον ελάχιστη ως την πλέον θαυµαστή, που δεν υπάγεται στη λειτουργία του εγκεφάλου. Όπως όταν ένας υγιής δικαιολογεί µια ξαφνική λιγούρα λέγοντας πως του έπεσε το ζάχαρο. Ίσως η διάκριση µεταξύ εγκεφαλικής και συναισθηµατικής κατασκευής να έχει να κάνει µε την αγωνία κάποιων για ψυχή. Στα Πρόσωπα το επίθετο εγκεφαλική έχει µεγαλύτερη δόση ακρίβειας, καθώς εδώ τα πάντα διαδραµατίζονται στο εσωτερικό, ακόµα και η παντογνώστρια αφηγήτρια εκεί, στο εσωτερικό της Λίζε, έχει στήσει το παρατήριό της. ∆εν υπάρχει τελειότητα. Ακόµα ένα κλισέ που εδώ βρίσκει ορθότερη εφαρµογή. Τελειότητα, ωστόσο, ως προς τι; Ως προς έναν µέσο όρο φυσιολογικού, εκείνου που η επιστήµη µπορεί να αντιληφθεί και να περιγράψει. Ως προς αυτή την κανονικότητα, η Λίζε νοσεί.
Η αφηγήτρια, παρότι παντογνώστρια, απλώς καταγράφει τις φωνές, σκιαγραφεί τις µορφές, περιορίζεται στο φίλτρο µέσω του οποίου ο έξω κόσµος διαστρεβλώνεται, δεν αναλώνεται σε αχρείαστα και περιττά δίπολα σωστού λάθους, υγειούς και νοσούντος. ∆εν το δηλώνει αλλά στέκεται φύλακας στα σηµεία εισόδου, αποτρέπει τον αναγνώστη να περιδιαβεί εντός, να παρηγορηθεί µε εξηγήσεις. Αν κάθε βιβλίο, όπως κάθε µορφής επικοινωνία, προϋποθέτει έναν δέκτη, εδώ τα πράγµατα είναι θολά. Θέλω να πω πως η ίδια η Λίζε δεν επιθυµεί να επικοινωνήσει, ίσως και να αδυνατεί ή να το κάνει µε ένα ιδιαιτέρως προσωπικό τρόπο. Την επικοινωνία την αναλαµβάνει η αφηγήτρια, εκείνη είναι που καταγράφει και αποτυπώνει, εκείνη παρουσιάζει το αποτέλεσµα στον αναγνώστη. Ο αναγνώστης ίσως και να ενοχληθεί µη βρίσκοντας ένα κοινό εµβαδόν, ίσως και να θυµώσει µε την αφηγήτρια για τον τρόπο της, για την άρνησή της. Και όµως.
Κανένα ρεύµα της τέχνης δεν γεννήθηκε απαλλαγµένο από τους ευρύτερους κοινωνικοπολιτικούς συσχετισµούς. Κάποιες φορές προηγήθηκε πριν οι συσχετισµοί αυτοί γίνουν ορατοί, κατονοµαστούν και περάσουν στη θεωρία της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας, της λογοτεχνίας, της ανθρωπολογίας, της κάθε λογής λογίας, πριν επιχειρήσει η επιστηµονική κοινότητα να τους επισηµάνει και να τους αντιµετωπίσει στρέφοντας το βλέµµα στο κάθε πρόσφατο παρελθόν, γυρεύοντας τις πηγές. Το λέω αυτό εξαιτίας των παραπάνω. Ακόµα και αν αφήσει κανείς έξω από Τα πρόσωπα το βίωµα της Ντιτλέουσεν, την πιθανή ανάγκη της να το διαπραγµατευτεί ή και να το επικοινωνήσει µε τον τρόπο που οι συγγραφείς επικοινωνούν ή δοκιµάζουν να το κάνουν, Τα πρόσωπα µόνο επιφανειακά αποτελούν µια ιδιωτική µυθιστορία, µόνο µε παρωπίδες ανάγνωσης θα διέφευγαν της προσοχής τα υποστρώµατα. Και είναι αυτά τα υποστρώµατα που δίνουν βάθος, όχι απλά ως διακριτό, αλλά ως συναισθηµατικό, το εµβαδόν που απουσιάζει από την επιφάνεια της εσωτερικής και ιδιωτικής αυτής αφήγησης, απλώνεται από κάτω. Οι φωνές που φτάνουν από τα αµπάρια.
Η επίδραση της Γουλφ είναι εµφανής. Όµως µια στιγµή. Ίσως δεν το έθεσα σωστά. Η επίδραση του κόσµου πάνω της όπως το απέδωσε η Γουλφ είναι εµφανής. Καλύτερα έτσι. ∆εν αποφασίζει κανείς —εντάξει το αποφασίζει καµιά φορά, αλλά έχει κοντά πόδια— να βιώσει τον κόσµο µε τον τρόπο κάποιου άλλου, αυτό το χαζό να µπει στα παπούτσια του άλλου. Η Λίζε µοιάζει µε αρκετά από τα γυναικεία πρόσωπα του γουλφικού έργου, η Ντιτλέουσεν µοιάζει µε την ίδια τη Γουλφ, όχι από επιλογή ωστόσο. Γυναίκες, ενός κάποιου προνοµίου, ασφυκτικά τοποθετηµένες στον ρόλο της συζύγου της µητέρας της κόρης της αδερφής της γυναίκας της εποχής τους, η γραφή ήταν µια διέξοδος, σίγουρα ήταν, ήταν όµως και µια χύτρα µε το καπάκι σφιγµένο καλά και τον εξαερισµό πότε να λειτουργεί και πότε όχι, υπακούοντας κάποιο δικό του µάνιουαλ λειτουργίας, µέχρι που έσκασε. Η γυναικεία γραφή του εικοστού αιώνα έχει πολλά κοινά, διόλου τυχαία. Μήπως κατάφερα να υπονοµεύσω την εγκεφαλικότητα, αν τουλάχιστον µε αυτό εννοεί κανείς τη συνειδητή απόπειρα κατασκευής και/ή υπονοεί µια χάλκευση από πλευράς υποκειµένου. Ίσως και να το έκανα.
Λογοτεχνία από το πάνω ράφι.
Με την πρώτη ευκαιρία θα αναζητήσω την Τριλογία της Κοπεγχάγης.