Σάββατο, 2 Νοεμβρίου, 2024

Τα πρόσωπα πίσω από τις λέξεις

Από τα μελάνια και τις εκτυπωτικές μηχανές, με το μολύβι ή τη φωτογραφική στο χέρι, αργότερα τη γραφομηχανή και τη λινοτυπική και τα πιο σύγχρονα μηχανήματα. Πάντα όμως με πάθος για τη δουλειά, λατρεία για το χαρτί, αληθινή αγάπη για ό,τι έκαναν. Τυπογράφοι, σκιτσογράφοι, δημοσιογράφοι, φωτορεπόρτερ αποτελούν μερικούς από τους βασικούς συνδετικούς κρίκους της εφημερίδας σήμερα αλλά και στο παρελθόν. Ιστορίες και εικόνες από το παρελθόν μάς μεταφέρουν σήμερα στις “διαδρομές”.

ΓΙΩΡΓΟΣ  ΜΑΡΟΥΛΟΣΗΦΑΚΗΣ
Μια ζωή τυπογραφία
τυπογράφος – δημοσιογράφος

Ο κ. Γιώργος Μαρουλοσηφάκης ξεναγεί μαθητές στο Μουσείο Τυπογραφίας
Ο κ. Γιώργος Μαρουλοσηφάκης ξεναγεί μαθητές στο Μουσείο Τυπογραφίας

Μια φορά τυπογράφος, πάντα τυπογράφος! Αυτό σκέφτεται κανείς, ακούγοντας τον κ. Γιώργο Μαρουλοσηφάκη, τυπογράφο από 14 χρονών παιδί και μετέπειτα δημοσιογράφο αλλά και τυπογράφο των “Χανιώτικων νέων” για 50 ολόκληρα χρόνια. Μπορεί φέτος να συμπληρώνει τα 85 του όμως όταν του μιλάς, νοιώθεις πως ακόμη στο μυαλό του στριφογυρίζουν οι ειδήσεις, τα μεταλλικά στοιχεία, οι τυπογραφικοί πάγκοι, οι “κάσες”, η μυρωδιά του μελανιού….
Μέσα από την αφήγησή του ξετυλίγεται όχι μόνο η ιστορία της τυπογραφίας τα τελευταία 70 χρόνια στα Χανιά αλλά και η ειδησεογραφία της πόλης, τα μεγάλα γεγονότα που σημάδεψαν πριν πενήντα χρόνια τον τόπο μέσα από τις σελίδες των “Χανιώτικων νέων”, όπου εργάστηκε ως δημοσιογράφος και ως τυπογράφος. Μέχρι πριν λίγα χρόνια ο κ. Γιώργος, αποτελούσε για μικρούς και μεγάλους, την πιο αγαπημένη φυσιογνωμία του Μουσείου Τυπογραφίας, καθώς ο ίδιος ξεναγούσε τους μαθητές στην ιστορία της τυπογραφίας.
Πώς όμως ξεκινά η σχέση του με την Τυπογραφία; «Τυπογράφος έγινα διότι οι καιροί ήταν δύσκολοι και το καλοκαίρι όταν ’κλείναν τα σχολειά, τα καλοκαίρια, επήγαινα ως 14 χρονών παιδί στο τυπογραφείο του θείου μου, του Κανάκη Αλεξ. Φραγκιαδάκη ο οποίος είχε τυπογραφείο στην οδό Μυλωνογιάννη, ήταν ένα από τα τρία καλλιτεχνικά τυπογραφεία που υπήρχαν εκείνη την εποχή στα Χανιά.
Θυμάμαι έναν άλλον τυπογράφο ο οποίος δούλευε σε άλλο τυπογραφείο της πόλης, κάθε φορά που με συναντούσε μου έλεγε: “Τι πας μωρέ να γίνεις τυπογράφος; Θέλεις να βλέπεις τα κεραμίδια, να τα περνάς για παξιμάδια;”. Μου το έλεγε αυτό, επειδή την εποχή εκείνη, ήταν λίγα τα λεφτά που παίρνανε οι τυπογράφοι. Το τυπογραφείο του θείου μου τύπωνε διάφορα έντυπα αλλά όταν πήγα εγώ το ’46 τύπωνε την εφημερίδα “Λευτεριά” που ήταν όργανο του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (Ε.Λ.Α.Σ.) και τα Κρητικά Νιάτα που ήταν όργανο της Ενιαίας Πανελλαδικής Οργάνωσης Νέων (Ε.Π.Ο.Ν.) οργάνωση νέων που ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής και ήταν μέλος του ΕΑΜ. Οταν πρωτοπήγα στο τυπογραφείο -γιατί το πιεστήριο που τύπωνε ήταν χειροκίνητο- γύριζα 14 χρονών παιδάκι, τη ρόδα του πιεστηρίου με το χέρι για να γυρίσει να τυπώσει. Κάτι που βέβαια ήταν πολύ κουραστικό για ένα παιδί. Όμως μου άρεσε τρομερά η τυπογραφία συν το γεγονός ότι τυπώναμε εκδόσεις της Ε.Π.Ο.Ν και του Ε.Λ.Α.Σ. Τότε τα περισσότερα νέα παιδιά είχαμε περάσει στον αγώνα».

ΔΙΩΓΜΟΣ ΤΩΝ ΤΥΠΟΓΡΑΦΩΝ
«Μετά το 1947 που ΕΑΜ, ΕΛΑΣ ΚΑΙ Ε.Π.Ο.Ν θεωρούνταν ως παράνομα από το καθεστώς, ακόμη και τότε εγώ συνέχισα να δουλεύω στο τυπογραφείο. Εκείνη την εποχή είχε αρχίσει να γίνεται διωγμός των τυπογράφων και τα μικρά παιδιά που δουλεύαμε ως τυπογράφοι φοβόμασταν διότι είχαν συλλάβει ορισμένους μεγάλους επειδή είχαν τυπώσει προκηρύξεις εναντίον του τότε καθεστώτος. Το ’47 έγινε η καταστροφή του τυπογραφείου της εφημερίδας “Δημοκρατία” του ΕΑΜ που στεγαζόταν τότε κοντά στην οδό Μπετόλο. Το είχαν καταστρέψει εντελώς, δεν είχαν αφήσει στοιχείο για στοιχείο. Και υπήρχε ο φόβος μήπως αυτό γίνει και σε άλλα τυπογραφεία. Υστερα είχαν συλλάβει πολλούς τυπογράφους επειδή έβρισκαν τυπωμένες προκηρύξεις. Είχαν συλλάβει τον Αλέξανδρο τον Μαθιουδάκη που είχε τυπογραφείο και του είχαν ζητήσει να μαρτυρήσει ποιος τύπωνε τις προκηρύξεις. Εκείνος δεν μαρτυρούσε και γι’ αυτό τον έστησαν για εκτέλεση στον Αγ. Λουκά η οποία ήταν εικονική. Η ελευθερία του Τύπου διωκόταν πάντα αλλά πολύ περισσότερο την εποχή εκείνη, που ήταν μια από τις πιο μαύρες εποχές για την Ελλάδα» μας λέει με έμφαση ο κ. Γιώργος.

ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΡΕΠΟΡΤΕΡ
Εκτός από την τυπογραφία, το ’63 μπαίνει στη ζωή του κ. Μαρουλοσηφάκη, το ρεπορτάζ, η μάχιμη δημοσιογραφία. «Οταν γύρισα από τον στρατό, ασχολήθηκα πλέον με την τυπογραφία στο τυπογραφείο του θείου μου. Το ’63 έγινα δημοσιογράφος σε ηλικία 31 χρονών ως ανταποκριτής σε δύο αθηναϊκές εφημερίδες, στον “Ελεύθερο κόσμο” και “Τα Σημερινά”. Ηταν το δυσκολότερο πράγμα να μπορείς να γίνεις δημοσιογράφος εκείνη την εποχή, γιατί δεν είχες από πού να πάρεις τις ειδήσεις. Ευτυχώς είχα την καλή τύχη, εκεί γύρω στο ’65 να γνωριστώ με τον Γιάννη τον Γαρεδάκη ο οποίος ήταν τότε διευθυντής στον “Παρατηρητή” αλλά και ανταποκριτής στα “Νέα” και στο “Βήμα”. Ετσι μέσα από αυτή τη γνωριμία μπόρεσα να συνεχίσω τη δημοσιογραφία, διότι πήγαινα στο γραφείο του στον “Παρατηρητή” και από εκεί έπαιρνα τις ειδήσεις και ταυτόχρονα είχα επαφή με όλες τις πηγές» μας αφηγείται ο κ. Γιώργος και θυμάται το πρώτο του μεγάλο ρεπορτάζ: «Η πρώτη δημοσιογραφική δουλειά που είχα κάνει ήταν ένα φρικτό έγκλημα στη Χαλέπα, ένας γιος είχε σκοτώσει τη μάνα του και την είχε βάλει στο ψυγείο».
Το 1967, όταν σε χρόνους δύσκολους για εφημερίδες, κυκλοφόρησαν τα “Χανιώτικα νέα” ο κ. Μαρουλοσηφάκης συνεργάζεται με την εφημερίδα, διατηρώντας την ανταπόκριση για την  “Ακρόπολη” και την “Απογευματινή”.
«Ημουν πάρα πολύ ευχαριστημένος που δούλευα για τα “Χανιώτικα νέα”, πλέον ζούσα ως δημοσιογράφος και τυπογράφος. Η πρώτη μου δημοσιογραφική δουλειά στα “Χανιώτικα νέα” ήταν πάλι με έγκλημα: είχαν σκοτώσει κάποιον και κατηγορούσαν τον γιο του. Το σίριαλ κράτησε πάνω από ένα μήνα, μέχρι που έγινε απαγόρευση από τον Εισαγγελέα να μην γράφουμε για το θέμα. Τελικά αποδείχτηκε ότι τον είχε σκοτώσει ένας φίλος του και… φίλος της γυναίκας του» θυμάται ο κ. Γιώργος και ανασύρει από τη μνήμη του τραγικά περιστατικά που είχε καλύψει δημοσιογραφικά και τα οποία τότε είχαν συγκλονίσει την τοπική κοινωνία: ο πνιγμός μαθητριών στη Γεωργιούπολη, τα τραγικά δυστυχήματα: ναυάγιο του “Ηράκλειον’’ και το αεροπορικό δυστύχημα στην Κερατέα.
«Εκείνη την εποχή το να καλύπτεις τόσο θλιβερά περιστατικά, δηλαδή να τρέχεις να βρεις στοιχεία για πνιγμένους ή σκοτωμένους ήταν κάτι το πρωτόγνωρο για έναν ρεπόρτερ, τόσο για μένα όσο και για τον Γιάννη τον Γαρεδάκη.
Μάλιστα για το δυστύχημα στην Κερατέα, ανταπόκριση από την Αθήνα μας έδινε ο αείμνηστος Νίκος Κακαουνάκης ο οποίος από την πρώτη στιγμή είχε σταθεί συμπαραστάτης για την έκδοση των “Χανιώτικων νέων”» μας αφηγείται ο κ. Γιώργος ο οποίος στέκεται στις δοκιμασίες εκείνης της εποχής π.χ. τη λογοκρισία της Δικτατορίας, τις απαγορεύσεις και τις απειλές για φυλάκιση, που ωστόσο δεν ήταν ικανές να κάμψουν τη θέληση και το μεράκι των δημοσιογράφων.

ΜΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

ο κ. Μαρουλοσηφάκης εν ώρα εργασίας, ως ρεπόρτερ
ο κ. Μαρουλοσηφάκης εν ώρα εργασίας, ως ρεπόρτερ

Παράλληλα με τη δημοσιογραφία, ο κ. Μαρουλοσηφάκης, δεν ξεχνά την πρώτη του αγάπη, την τυπογραφία. «Μέσα στην εφημερίδα, έχω περάσει από όλα τα πόστα που θα μπορούσε να έχει περάσει κάποιος π.χ. έχω υπάρξει μαρμαράς, πιεστής, τυπογράφος και δημοσιογράφος» σημειώνει.
Τι κρατάει από εκείνη την εποχή; «Ημασταν όλοι, οι δημοσιογράφοι, οι τυπογράφοι, οι λινοτύπες, και ο διευθυντής μας, σαν να ήμασταν αδέρφια. Μια οικογένεια που λειτουργούσε άψογα. Γι’ αυτό και από τότε λέγαμε ότι το να δουλεύεις στα “Χανιώτικα νέα” με τον Γιάννη τον Γαρεδάκη, είναι ευτυχία» καταλήγει ο κ. Μαρουλοσηφάκης κλείνοντας το συναρπαστικό ταξίδι μας στον χρόνο.

ΓΗΣΗΣ  ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
σκιτσογράφος
«Κάποτε αγόραζαν εφημερίδες, σήμερα αγοράζουν προσφορές»

«Σήμερα η γελοιογραφία περνάει κρίση επειδή περνάει κρίση το αντικείμενο της ο "πολιτικός"», σημειώνει ο Γήσης Παπαγεωργίου
«Σήμερα η γελοιογραφία περνάει κρίση επειδή περνάει κρίση το αντικείμενο της ο “πολιτικός”», σημειώνει ο Γήσης Παπαγεωργίου

Σε μεγάλες εφημερίδες της εποχής εργάστηκε ο Γ. Παπαγεωργίου.
«Κάποτε έβγαινε εφημερίδα και ο κόσμος πήγαινε στο περίπτερο κι αγόραζε εφημερίδα. Σήμερα για να πουλήσει η εφημερίδα πρέπει να της κοτσάρεις μαγειρικές, CD, απορρυπαντικά, προφυλακτικά κ.λπ., και την αγοράζεις με… φορτωτική». Ο σκιτσογράφος – γελοιογράφος Γήσης Παπαγεωργίου έζησε τις “χρυσές” εποχές του Τύπου δουλεύοντας σε μεγάλες εφημερίδες, όπως το “Βήμα”, η “Ελευθεροτυπία”, τα “Νέα” κ.ά. Αναπολώντας την ατμόσφαιρα στα δημοσιογραφικά γραφεία εκείνης της εποχής σημειώνει πως για τον ίδιο -καθώς προερχόταν από τον χώρο του Πολεμικού Ναυτικού- έμοιαζε με… «περιπολία σε άλλο πλανήτη».
«Από την άλλη, πέτυχα την εποχή που γινόταν η μετάβαση από τη γραφομηχανή στη φωτοσύνθεση και στη συνέχεια στο κομπιούτερ. Αυτό αφορούσε μεν τους δημοσιογράφους αλλά έμμεσα έπιανε και το σκίτσο και την γελοιογραφία, όχι στην ουσία της εκτέλεσης/σχεδίασης αλλά περισσότερο στην προσαρμογή της εικόνας στο χαρτί», σχολιάζει και προσθέτει: «Το σκίτσο ήτανε χέρι και παραμένει χέρι. Το ηλεκτρονικό σκίτσο, τουλάχιστον στην εφημερίδα, είναι κοκορέτσι νάιλον, σαν τα πλαστικά κοτόπουλα που βάζουν στα ψυγεία για πούλημα».

IMG_3078Η δύναμη και η πολιτική επιρροή που ασκούσε τις περασμένες δεκαετίες ο Τύπος ήταν πολύ μεγάλη. Χαρακτηριστικός ο διάλογος που είχε ο συνομιλητής μας πριν από μερικές δεκαετίες με ένα κυβερνητικό στέλεχος: «Κάποτε, πολύ παλιά, όταν ήμουν υποπλοίαρχος, είχαμε Αρχηγό Στόλου κάποιον ναύαρχο που την εποχή που ήμουνα στο “Βήμα” αυτός ήταν υπουργός. Συναντηθήκαμε σε κάποιο φιλικό περιβάλλον και κάποια στιγμή, όπως το έφερε η κουβέντα, μού πετάει: “Βρε τσόγλανε! Εχεις καταλάβει τι δύναμη έχεις;” Αυτό μού το είχαν πετάξει κι άλλοι τότε πολιτικοί, χωρίς όμως το “ρε τσόγλανε” γιατί αυτοί φαίνεται δεν θα με αγαπούσαν. Τι να σας πω! Η ουσία ήτανε ότι αυτό που λέγανε έτσι και ήτανε. Και προς Θεού όχι για μένα ειδικά αλλά για όλους τους γελοιογράφους του τότε, που σε πολλούς το λέγανε οι τότε πολιτικοί με τον όποιο τρόπο τους και χωρίς φυσικά το “ρε τσόγλανε”!».
Επιστροφή στο παρόν. Τον ρωτάμε για τη γελοιογραφία του σήμερα: «Σήμερα η γελοιογραφία περνάει κρίση επειδή περνάει κρίση το αντικείμενό της ο “πολιτικός”. Η ποιότητα βέβαια της ελληνικής γελοιογραφίας, στα χέρια μεγάλων “μαστόρων” όπως ο Πετρουλάκης, ο Χατζόπουλος, ο Κυρ, ο αγέραστος Μητρόπουλος, το πατριωτάκι μας ο Σπύρος -κατά κόσμον Ορνεράκης- διατηρεί την ποιότητά της επειδή οι “μάστορες” είναι αυτοί που είναι. Όμως τι να σου μαγειρέψει κι ο Τσελεμεντές όταν του δώσεις τρύπιο τέντζερη και πλαστικά ροβίθια!».

ΑΝΔΡΕΑΣ   ΚΟΥΦΟΥΔΑΚΗΣ
δημοσιογράφος
«Το επιτόπιο ρεπορτάζ είναι όλη η ουσία»

Ο Ανδρέας Κουφιδάκης στα τέλη της δεκαετίας του '70 στα γραφεία των «Χ.ν.»
Ο Ανδρέας Κουφιδάκης στα τέλη της δεκαετίας του ’70 στα γραφεία των «Χ.ν.»

Δάσκαλος για τους νεότερους δημοσιογράφους, σεβαστός για τις απόψεις και τις θέσεις του στους αιρετούς, με πάντα αιχμηρή αλλά δίκαιη πένα εργάστηκε για πάνω από 30 χρόνια ως δημοσιογράφος στα Χανιά.
Ο Ανδρέας Κουφουδάκης για χρόνια δημοσιογράφος των “Χ.Ν.” αλλά και ανταποκριτής Αθηναϊκών μέσων και της ΕΡΤ, έζησε όλη σχεδόν τη μεταπολιτευτική περίοδο μέσα από την τοπική επικαιρότητα την οποία κάλυπτε επισταμένα από το 1974 μέχρι το 2005.

ΕΝΑ ΤΥΧΑΙΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ
«Πώς προέκυψε η ενασχόλησή μου με τη δημοσιογραφία; Τυχαία! Με βρήκε ο φιλόλογος μου στο Γυμνάσιο ο Θ. Λουλουδάκης που ήταν συνεργάτης των “Χ.Ν.” και μου είπε ότι η εφημερίδα ζητούσε κάποιο νέο που να μπορεί να γράφει κ.λπ. Ολα αυτά στα τέλη του 1973. Θεώρησα ότι είχα μια ευκαιρία να βγάλω ένα χαρτζιλίκι. Ξεκίνησα λοιπόν στα “Χ.Ν.” τότε ως λινοτύπης. Αντιγράφοντας κείμενα που μου έδιναν τότε για τη λινοτυπική, έλεγα στον αείμνηστο αρχισυντάκτη των “Χ.Ν.” τον Μιχάλη Γρηγοράκη ότι μπορώ να γράψω καλύτερα σε σύγκριση με αρκετά κείμενα που αντέγραφα.
Μου πρότεινε λοιπόν να δοκιμάσω και έγραψα ένα χρονογράφημα επηρεασμένος από τον Ψαθά στα “Νέα” και τον Παλαιολόγο στο “Βήμα”. Το χρονογράφημα δημοσιεύτηκε στην πρώτη σελίδα, μεγάλη υπόθεση για εκείνη την εποχή. Λίγο αργότερα ο διευθυντής και ιδρυτής των “Χ.Ν.” ο Γιάννης Γαρεδάκης μου πρότεινε να αφήσω τη λινοτυπική και να ασχοληθώ με τη δημοσιογραφία και μου ανέθεσε το πρώτο ρεπορτάζ. Αφορούσε μία οικογένεια Κυπρίων που είχαν έλθει στα Χανιά μετά την Τουρκική εισβολή και βρήκαν ένα απότακτο ταγματάρχη, τον αείμνηστο Βιολάκη που είχε διώξει η χούντα  και που όσο υπηρετούσε στην Κύπρο έμενε στο σπίτι τους στην Αμμώχοστο. Ηλθαν εδώ οι Κύπριοι και ο απόστρατος ταγματάρχης τους πρόσφερε καταφύγιο, τους φρόντισε και αυτό ήταν το πρώτο μου δημοσιογραφικό ρεπορτάζ. Η ευκαιρία αυτή, σε συνδυασμό με ένα άριστο κλίμα με έδεσαν για πάντα με τα “Χ.Ν.”» θυμάται ο συνομιλητής μας.
Την εποχή εκείνη φυσικά το διαδίκτυο ήταν κάτι άγνωστο, ενώ τα τηλέφωνα ελάχιστα και όλα… σταθερά. Μοναδικό εφόδιο των δημοσιογράφων η φωτογραφική μηχανή και τα μεγάλα σε όγκο και καθόλου εύχρηστα κασετόφωνα. Ομως οι ρεπόρτερ της εποχής φρόντιζαν να είναι επιτόπου στα γεγονότα. «Βασική πηγή πληροφόρησης ήταν το επιτόπιο ρεπορτάζ, δηλαδή η ουσία του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Τότε δεν υπήρχε και το γνωστό σύνθημα για τους δημοσιογράφους “αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι”. Μάλιστα είχε γίνει και μια έρευνα που οι δημοσιογράφοι ήταν η δεύτερη επαγγελματική κατηγορία μετά τους γιατρούς στην εμπιστοσύνη των Ελλήνων. Η έρευνα   επαναλήφθηκε πριν μερικά χρόνια και μας έχει δυστυχώς πολύ-πολύ χαμηλά» λέει ο Ανδρέας. Το να έλθει ένας δημοσιογράφος στα ’70, ’80 σε ένα χωριό, μία απομακρυσμένη περιοχή ήταν κάτι πολύ σημαντικό και σπουδαίο για τους ανθρώπους της εποχής εκείνης καθώς ένιωθαν πως κάποιος ενδιαφέρεται για να αναδείξει τα προβλήματά τους.

ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΠΛΑ
ΣΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ
«Συχνά ήμασταν σε κάποιο σημείο του Νομού για να προβάλλουμε κάποιο αίτημα για να φτιαχτεί ο δρόμος, να πάει το ηλεκτρικό ρεύμα, να τοποθετηθεί κεραία τηλεόρασης και ο κόσμος μας υποδεχόταν με χαρά και ετοίμαζε και μια μικρή υποδοχή με τα μεζεδάκια του, το κρασί του» λέει ο παλιός δημοσιογράφος, τον οποίο και ρωτάμε για τις πιο μεγάλες δυσκολίες της εποχής του.
«Πρώτος στόχος ήταν η όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική αντιμετώπιση. Απόλυτα αντικειμενικός δεν μπορεί να είσαι ποτέ αλλά μπορείς να είσαι πολύ κοντά στα πραγματικά γεγονότα. Κάναμε διασταύρωση, προσεγγίζαμε όλες τις πλευρές, φροντίζαμε να είμαστε παρόντες στα γεγονότα. Υπήρχαν πολύ δύσκολα θέματα π.χ. βεντέτες όπου έπρεπε να είσαι προσεκτικός, “να μην ρίξεις λάδι στη φωτιά”. Για αυτό και δεν είχαμε ιδιαίτερα παράπονα για το περιεχόμενο της δουλειάς μας. Σε ό,τι αφορά τα πολιτικά, τότε ήταν πιο οξυμένα τα πράγματα και πιο σκληρή η αντιπαράθεση μεταξύ κομμάτων, ιδεολογιών. Με το να μην υπάρχουν τα 5-6 κανάλια που έγιναν μετά, όλα τα κόμματα έδιναν ιδιαίτερη έμφαση στις προεκλογικές εκστρατείες και στις συγκεντρώσεις. Εκεί υπήρχε πολύς κόσμος, υπήρχε και ένταση και είχαμε και μικρο-επεισόδια. Οσο για τις τοπικές αρχές, δήμαρχοι, νομάρχης, βουλευτές δεν είχαμε ιδιαίτερα προβλήματα με την έννοια ότι και αυτοί καταλάβαιναν πως η όποια κριτική ήταν για το καλό του τόπου. Προβάλλαμε τα προβλήματα της πόλης, του Νομού και των πολιτών. Αυτός ήταν ο στόχος μας και αυτό πετυχαίναμε, γι’ αυτό και πολλά τοπικά ζητήματα και προβλήματα μετά από δημοσιεύματα των “Χανιώτικων νέων” είχαν αντιμετωπιστεί και επιλυθεί. Τα “Χ.Ν.” είναι ένα μέσο που δεν έχει καμία εξάρτηση από κανένα και αποτελεί ένα πραγματικό σχολείο για τους δημοσιογράφους.»

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΙΡΗΝΑΙΟ

Στιγμιότυπο από τα γεγονότα με τον Ειρηναίο, που κάλυψε δημοσιογραφικά ο Ανδρέας Κουφουδάκης
Στιγμιότυπο από τα γεγονότα με τον Ειρηναίο, που κάλυψε δημοσιογραφικά ο Ανδρέας Κουφουδάκης

Στα χρόνια που ήταν στο ρεπορτάζ και στους δρόμους, ο Ανδρέας Κουφουδάκης έζησε πολλές σημαντικές στιγμές της τοπικής ειδησεογραφίας. Δεν θα ξεχάσει τις κινητοποιήσεις των Κισαμιτών και των Σελινιωτών στα 1979-1980 για να γυρίσει στη Μητρόπολή τους ο Ειρηναίος Γαλανάκης. «Τα γεγονότα με τον Ειρηναίο είναι πάντα χαραγμένα στη μνήμη μου, γιατί ήταν πρωτοφανής και ειλικρινής η κινητοποίηση των κατοίκων της περιοχής για να γυρίσει στη θέση του ο μητροπολίτης τους. Τότε στο Καστέλι πήγαινες από τον παλιό δρόμο και πολλές φορές χρειάστηκε να μείνω το βράδυ εκεί» αναφέρει.
Μπαίνοντας στη δεκαετία του ’90 πολλά πράγματα άλλαξαν. Τα κανάλια πανελλαδικής εμβέλειας έγιναν περισσότερα, ενώ εμφανίσθηκαν και τα τοπικά τηλεοπτικά δίκτυα. «Τότε είχαμε μια μεγάλη στροφή της νεολαίας καθώς πολλοί νέοι ήθελαν να γίνουν δημοσιογράφοι.
Δημιουργήθηκαν αρκετές σχολές, οι ιδιοκτήτες των οποίων ήταν οι πιο ωφελημένοι από αυτή τη στροφή, και τα νέα τα παιδιά έτρεχαν να γραφούν. Ελεγα τότε και δικαιώθηκα ότι δεν μπορεί να γίνουν όλοι Χατζηνικολάου και Στάη όπως φαντάζονταν, γιατί τα κανάλια ήταν μετρημένα, οι θέσεις το ίδιο. Η προσφορά νέων ανθρώπων να δουλέψουν ήταν πολύ πιο μεγάλη από τη ζήτηση και αυτό σε μια εποχή που δεν υπήρχε η σημερινή κρίση» λέει ο Ανδρέας Κουφουδάκης.

ΜΟΝΟ ΤΡΕΞΙΜΟ;
Δεν αποφεύγουμε να κάνουμε μια ερώτηση σύγκρισης του τότε με το σήμερα. Παρότι ο Ανδρέας δεν είναι σήμερα μέσα στο επάγγελμα όπως και στο παρελθόν, έχει σίγουρα άποψη. «Παλιότερα στο ερώτημα αν η δημοσιογραφία είναι τέχνη ή επιστήμη, πολλοί έλεγαν τέχνη. Σήμερα δεν ξέρω αν κάποιος διάλεγε έστω το ένα από τα δύο. Στο παρελθόν έγραφαν στις εφημερίδες άνθρωποι των γραμμάτων, του πνεύματος που ασχολούνταν με τη δημοσιογραφία γιατί την αγαπούσαν. Σήμερα βλέπω ένα διαρκή τρέξιμο και ένα αγώνα να βγάλουν την είδηση πρώτοι»
Τέλος μία συμβουλή για τους νέους αλλά και τους πιο μεγάλους σε ηλικία δημοσιογράφους είναι πάντα πολύτιμη από έναν άνθρωπο που εργάστηκε για πάνω από 30 χρόνια στο ρεπορτάζ. «Είναι σημαντικό να έχουν τη συνείδηση τους ήσυχη όταν γράφουν κάτι, να είναι όσο το δυνατόν πιο αμερόληπτοι και να έχουν το εγώ στην μπάντα, στην άκρη» είναι η συμβουλή του.

ΤΑΣΟΣ    ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΗΣ
φωτορεπόρτερ
Μια ζωή πίσω από το φακό

Ο κ. Τάσος σήμερα με μερικές από τις εκατοντάδες φωτογραφικές μηχανές που πέρασαν από τα χέρια του
Ο κ. Τάσος σήμερα με μερικές από τις εκατοντάδες φωτογραφικές μηχανές που πέρασαν από τα χέρια του

Από το τέλος του πολέμου μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’70 ο Τάσος Πρωτοψάλτης φωτογράφιζε όλα τα μεγάλα γεγονότα για τις ανάγκες του Αθηναϊκού Τύπου της εποχής και όχι μόνο.

Ο Τάσος Πρωτοψάλτης με τη φωτογραφική μηχανή κρεμασμένη στο λαιμό στον Ομαλό τα μέσα της δεκαετίας του '50
Ο Τάσος Πρωτοψάλτης με τη φωτογραφική μηχανή κρεμασμένη στο λαιμό στον Ομαλό τα μέσα της δεκαετίας του ’50

Του ζητάμε να ανακαλέσει στη μνήμη του μερικά από όσα έζησε και αποτύπωσε στο φωτογραφικό φακό και ένα μικρό δείγμα είδαμε και στην έκθεση φωτογραφίας του πέρυσι που διοργανώθηκε από τη ΛΕΦΚΙ στη Σαμπιονάρα.
«Τι να πρωτοθυμηθώ; Τα πρώτα ρεπορτάζ που πήγα ήταν στο Ηράκλειο όπου εκεί έπιασα δουλειά στο “Φώτο Σταρ”.

Ηταν τότε η απαγωγή της Τασούλας (σ.σ. η γνωστή υπόθεση της Τασούλας Πετρακογιώργη) από τον Κώστα Κεφαλογιάννη αδελφό βουλευτή του Λαϊκού κόμματος. Το τι λεφτά είχε βγάλει τότε το αφεντικό δεν λέγεται! Ερχονταν οι δημοσιογράφοι από την Αθήνα γιατί η υπόθεση αυτή είχε προκαλέσει πανελλήνιο σάλο και ζητούσαν φωτογράφους για να καλύψουν τις αποστολές τους. Και δώσε κάθε μέρα να πηγαίνουμε στα Ανώγεια, στα Λιβάδεια, σε όλα τα χωριά του Μυλοποτάμου. Τι φωτογραφίες βγάζαμε; Τις στήναμε! Βάζαμε τους χωροφύλακες να ξαπλώσουν με τα όπλα στα χέρια να σκοπεύουν, να περιπολούν» θυμάται ο κ. Τάσος.

Στη συνέχεια επέστρεψε στα Χανιά όπου άνοιξε φωτογραφείο και παράλληλα όποτε χρειάζονταν δούλευε και ως φωτορεπόρτερ. «Ο,τι γεγονότα και να είχαμε στα Χανιά τα μάθαινε ο Αμουτζόπουλος, τότε δημοσιογράφος του “Κήρυξ” που με είχε δεξί χέρι τότε, γιατί δημοσιογράφος χωρίς φωτογράφο δεν γινόταν. Τώρα οι δημοσιογράφοι τα κάνουν όλα και φωτογραφίες και βίντεο» μας λέει ο συνομιλητής μας.

ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΕΠΟΧΕΣ

Χανιώτες διαμαρτύρονται για κάποιο θέμα τους, έχουν ανέβει πάνω στον Μιναρέ της Σπλάντζιας (φωτ. Τ. Πρωτοψάλτης)
Χανιώτες διαμαρτύρονται για κάποιο θέμα τους, έχουν ανέβει πάνω στον Μιναρέ της Σπλάντζιας (φωτ. Τ. Πρωτοψάλτης)

Δύσκολες εποχές με τις μετακινήσεις να είναι δύσκολες, ενώ οι βεντέτες, οι ένοπλες αντιπαραθέσεις και τα εγκλήματα ήταν αρκετά. «Θυμάμαι ένα φονικό που είχε γίνει στο Σφηνάρι Κισάμου. Πήγαμε με το τζιπ της χωροφυλακής στην περιοχή, εγώ και ο Αμουτζόπουλος. Πρώτη μου δουλειά ήταν να πάω στο σπίτι του σκοτωμένου και να ψάξω για φωτογραφία του. Δεν υπήρχαν τότε προσωπικά δεδομένα κ.λπ. και αυτό έκανα πάντα, μετά   να φωτογραφίσω τους δύο ενόχους που τους είχαν βάλει πάνω σε μια καρότσα φορτηγού. Μάλιστα επειδή είχαν ένα ζευγάρι χειροπέδες τον άλλο τον έδεσαν με σύρμα! Μετά μέσα στα άγρια χαράματα να βρω μέσο να γυρίσω Χανιά, να τυπώσω τις φωτογραφίες για να είναι έτοιμες για εκτύπωση!».
Για τις Αθηναϊκές εφημερίδες της εποχής ο κ. Τάσος έπρεπε να  κάνει γρήγορα την εκτύπωση, να φτιάξει λεζάντες, και να πάει τις φωτογραφίες στο αεροδρόμιο των Χανίων προκειμένου να σταλούν στην Αθήνα. Φωτογραφίες του δημοσιεύτηκαν στην πρώτη σελίδα της “Ακρόπολις” και άλλων εφημερίδων της εποχής.

Ο δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος και άλλοι συνοδοιπόροι του στη Πλατεία Δημοτικής Αγοράς. Πίσω το υπό ανέγερση τότε κτήριο που σήμερα στεγάζει την Τράπεζα της Ελλάδας (φωτ. Τ. Πρωτοψάλτης)
Ο δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος και άλλοι συνοδοιπόροι του στη Πλατεία Δημοτικής Αγοράς. Πίσω το υπό ανέγερση τότε κτήριο που σήμερα στεγάζει την Τράπεζα της Ελλάδας (φωτ. Τ. Πρωτοψάλτης)

Ανάμεσα στους ανθρώπους που φωτογράφισε ο κ. Τάσος ο Τσώρτσιλ και ο Ωνάσης, ο Μπους, όταν είχαν έλθει στα Χανιά αλλά και το σύνολο των πολιτικών και των καλλιτεχνών της εποχής εκείνης. Πολλές φωτογραφίες έβγαλε και την εποχή της δικτατορίας των συνταγματαρχών. «Φωτογραφίες όπου πολλοί μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας ήθελαν να εξαφανίσουν γιατί φαίνονταν να επικροτούν τους δικτάτορες, να χαμογελούν δίπλα τους και να φωτογραφίζονται μαζί τους. Κάποιοι που μετά δήλωναν αντιστασιακοί, αν εμφανίζονταν οι φωτογραφίες αυτές θα… εξαφανίζονταν από προσώπου γης» μας λέει ο κ. Τάσος.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα