O μπάρμπα Σεραφειμάκης έχει πολλά πρόβατα. Άσπρα και με μεγάλα κουδούνια. Άκακα, δε θέλουν να βλάψουνε κανένα. Χρόνια κάνει το βοσκό. Απ’ όταν για μια λάθος πράξη στην αριθμητική ξυλοκοπήθηκε από τη βέργα του δασκάλου πέταξε τ’ αλφαβητάρι κι έτρεξε καταφύγιο μακριά απ’ τις ανθρωπωπόλεις, έξω στα βουνά να βρει.
Εκεί, βρήκε την αγάπη, τις χαρές και τις λύπες, το νόημα και το γλυκόπικρο κρασί και ψωμί της ζωής. Με την κυρά Λένα και τους δυο γιους του, το Λευτέρη και το Στερεό.
Το μητάτο του είναι ψηλά στους πρόποδες των χιονισμένων βουνών. Τα μαλλιά του ασπρίσανε από τους καιρούς. Κι από την πείρα του, πούχει πολεμήσει λύκους, αλεπούδες και κακοκαιρίες κι έχει καθημερινό οδηγό το Ευαγγέλιο, ο μπάρμπα Σεραφειμάκης συμβουλεύει τα παιδέγγονα και τους νεότερους, που ελάχιστοι πια ακολουθούν την κτηνοτροφία και οι πολλοί προτιμούν της πόλης την καλοπέραση, : «Το πρόβατο – εφόσον το αγαπάς αληθινά – ακόμη κι αν μεγαλώσει αμνός μένει, πειθαρχημένα και μ’ ευγνωμοσύνη να σε υπακούει, ενώ συχνά το σκυλάκι, όσο κι αν το καλομαθαίνεις, γίνεται αχάριστη σκύλα ή λύκαινα έτοιμη να σε κατασπαράξει».
Και το μόνο που νοιάζει τον μπάρμπα Σεραφειμάκη πια είναι, την ώρα που οι άλλοι στη Χώρα κονταροχτυπιούνται για τους φόρους – τους φαρμακάδες και για το ποιος πονά τάχα για την πατρίδα πιο πολύ, το Λενιώ μ’ αγάπη και πίστη να του χαμογελά ή τα πρόβατα χαρμόσυνα τα κουδούνια τους να ηχούν χωρίς λυσσασμένοι ή ζηλιάρηδες σκύλοι να τους σκιάζουνε.