Τι τώρα, τι μετά από λίγο. Τώρα λοιπόν. Σε κοιτώ κατάματα Μέδουσα. Δεν μπορείς να με μαρμαρώσεις γιατί ξέρω το όνομά σου. Ξέρω όλα σου τα ονόματα. Τα χαμένα στα συντρίμμια βωμών που νομίζουν ότι φοβίζουν τις Ιφιγένειες.
Που πάντα στο τέλος γι’ αυτές αναβάλλεται το θυμίαμα. Και πάντα κερδίζεται η αιώνια μάχη, χωρίς ο Κάλχας να διαβάσει τα ανοιγμένα σπλάχνα τους.
Οι οιωνοί είναι το παιχνίδι των θεών.
Κάπου στον βυθό της αβύσσου βρίσκεται η απάντηση στο μυστικό το θαμμένο από τους Εγκελάδους του “είναι”.
Ισως ψάχνοντας στην αρχή του Ερέβους βρεθεί το φως στην άκρη των στίχων που μόλις γεννήθηκαν.
Και μετά το ταξίδι.
Τα λόγια είναι οι πληγές της σιωπής.
Κι αυτή αιμορραγεί, βάφοντας το γαλάζιο. Που μια σκοτεινή θεά το τσαγκρούνησε και της έμεινε στα ακρόνυχα. Στη συνουσία της με όλα τα όνειρα.
Όταν πεθαίνουν τα σύννεφα, γίνονται βροχή – ιδρώτας των Ερώντων που δραπετεύουν κάθε δείλι.
Κάθε κορυφή είναι ένα τέλος. Που ζητά να αναιρεθεί και να γίνει πέταγμα.
Στα μαλλιά της γοργόνας που θρηνεί, γιατί δεν της απαντούν οι Ανεμοι. Όταν τους ρωτά για το ποιος μάγεψε τα ψυχόνυχά της.