Κάποτε πολύ παλιά, που είχε ο ουρανός χαλιά, σε μια μεγάλη πολιτεία υπήρχαν λίγοι άνθρωποι που ζούσαν πλούσια και πολλοί που ζούσαν φτωχά.
Οι πλούσιοι δεν ήξεραν πώς να περάσουν την ώρα τους, μια και κάθονταν ολημερίς σε φαρδιές πολυθρόνες με ρόδες, μπροστά από ολοσκάλιστα γραφεία. Διάφοροι παρατρεχάμενοι πηγαινοέρχονταν να τους φέρουν ό,τι ζητούσαν.
Όταν έβγαιναν έξω με την οικογένειά τους, φορούσαν ακριβά κουστούμια, χρυσό ρολόι με καδένα στην τσέπη του γιλέκου τους, καλογυαλισμένα παπούτσια και ψηλά καπέλα. Μάλιστα, όσο πιο ψηλό ήταν το καπέλο, τόσο πιο σημαντικός έμοιαζε να είναι εκείνος που το φορούσε. Έτσι παρηγοριούνταν, οι καημένοι, για κάποια στεναχώρια που είχαν μα δεν γνώριζαν πως είχαν και τους έτρωγε τα σωθικά.
Οι γυναίκες τους δεν ήξεραν και εκείνες, οι καημένες, τι να κάνουν για να περάσουν την ώρα τους, μέσα στο μεγάλο αρχοντικό με τις πολλές δούλες. Έφερναν κομμώτριες να τους χτενίσουν τα μαλλιά σαν φωλιά, μάλιστα έβαζαν μέσα στη φωλιά και ψεύτικα πουλιά και λουλούδια. Έφερναν βερνικωτές να τους βάψουν τα χείλη και να τα κάνουν να μοιάζουν με στόμα πάπιας. Μάλιστα, ήρθε καιρός που όλες οι γυναίκες, κοπελλούδες και πιο μεστωμένες, νέες και γριές, έμοιαζαν με πάπιες. «Σε λίγο θα αρχίσουν να κάνουν “κουά-κουά…», έλεγε κάποιος χωρατατζής γυρολόγος. Ακόμα, οι ταλαίπωρες σύζυγοι των πλουσίων που βασανίζονταν από αθεράπευτη βαρυεστημάρα, κολλούσαν μακριά κοκκάλινα νύχια στα δάχτυλά τους και τα έβαφαν σε διάφορα χρώματα.
Τα δύστυχα τα παιδιά τους είχαν τα πιο ακριβά παιχνίδια. Μάλιστα είχαν τόσο πολλά, που γέμιζαν δωμάτια και αποθήκες, αλλά ποτέ δεν άφηναν άλλο παιδί να παίξει με τα παιχνίδια τους, ούτε χάριζαν κάποιο χαλασμένο τραινάκι ή μια παλιά κούκλα σε κάποιο παιδάκι που τα λαχταρούσε. Έτρεχαν όλη μέρα στα μεγάλα αρχοντικά με τα πολλά δωμάτια και τα πολλά τζάκια και οξαποπίσω έτρεχαν οι νταντάδες και οι γκουβερνάντες, να προφτάσουν κάθε επιθυμία τους.
Σε κείνο τον τόπο, εκείνο τον καιρό, οι φτωχοί υποφέρανε και τα παιδιά τους πεινούσαν. Δούλευαν όλοι, μικροί και μεγάλοι, στις πιο σκληρές δουλειές, από το ξημέρωμα μέχρι τη νύχτα. Τα παιδιά δεν μάθαιναν γράμματα, όχι επειδή δεν ήταν έξυπνα, απεναντίας μάλιστα, ήταν πολύ πιο έξυπνα από τα δύστυχα παιδιά των πλουσίων. Δεν μάθαιναν γράμματα επειδή δούλευαν από πολύ μικρή ηλικία, για να βοηθήσουν την οικογένειά τους.
Στις γιορτές και τις μεγάλες συναυλίες που γίνονταν στην πόλη, πήγαιναν πρώτοι και καλύτεροι εκείνοι όλοι με τα ψηλά καπέλα. Στρογγυλοκάθονταν στην πρώτη-πρώτη σειρά και βιάζονταν να καθίσουν, μην προλάβει και πάρει τη θέση άλλος ψηλοκαπελοφορεμένος. Προύχοντες κάθε λογής και λόρδοι, κόμητες και μεγαλέμποροι, τραπεζίτες και πάπιες με φουντωτούς κότσους και καπέλλα στολισμένα με χρυσούς κισσούς κάθονταν στη σειρά εκείνη. Στη δεύτερη σειρά, που ήταν και αυτή τιμητική, καθόταν ο αρχιταμίας, ο αρχιζωέμπορος, ο αρχιμεταπράτης, ο αρχικαπνοδοχοκαθαριστής και κάποιοι άλλοι ακόμα, που είχαν στη δούλεψή τους φτωχούς και πεινασμένους ανθρώπους, πολλές φορές και μικρά παιδιά. Μάλιστα ο αρχικαπνοδοχοκαθαριστής είχε πάντα για βοηθούς του μικρά και αδύνατα παιδιά. Δεν τους έδινε φαγητό, για να μην παχαίνουν και να χωράνε να μπαίνουν μέσα στις στενές καμινάδες των τζακιών.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που κάποια από τα παιδιά εκείνα πέθαιναν από ασφυξία μέσα στις καρβουνιασμένες καμινάδες. Άλλες φορές λιποθυμούσαν και τότε άλλοι άναβαν τα τζάκια, μήπως και το παιδί που είχε χάσει τις αισθήσεις του μέσα στην καμινάδα ξυπνούσε και προσπαθούσε να βγει έξω. Όπως όλοι καταλαβαίνουμε, αυτό ήταν επίσης μεγάλο λάθος.
Κάπως έτσι έγινε και την ημέρα που ένα μικρό, ορφανό παιδί κατέβηκε σε μια καμινάδα για να την καθαρίσει. Τα πνευμόνια του δεν άντεξαν το πολύ κάρβουνο και λιποθύμισε.
Ο αρχικαπνοδοχοκαθαριστής έδωσε εντολή να ανάψει το τζάκι. Το παιδί τρόμαξε από τις φλόγες που άρχισαν να βγαίνουν προς τα πάνω και έμοιαζε να το κυνηγούν. Κατόρθωσε να βγει έξω με ένα μεγάλο κάψιμο στο πρόσωπό του. Για καλή του τύχη, περνούσε από κει μια άμαξα που είχε επιβάτη έναν καλό και πονετικό άνθρωπο. Εκείνος κατέβηκε και πήρε το παιδί στο σπίτι του, περιποιήθηκε την πληγή του, του έδωσε φαγητό και νερό και κάλεσε γιατρό να του φέρει φάρμακα.
Ο άνθρωπος εκείνος ήταν αρχιωρολογοποιός. Όταν το παιδί έγινε καλά, ο ευεργέτης του ζήτησε να τον ακολουθήσει να πάνε κάπου μαζί. Έδωσε στο παιδί ένα καινούριο κουστούμι και παπούτσια και του είπε ότι θα πάνε σε ένα μεγάλο θέατρο, να δούν την πρώτη, επίσημη παράσταση. Ο αρχιωρολογοποιός, κάθισε στη δεύτερη σειρά, κάθισε και το παιδί πλάι του. Τότε ο αρχικαπνοδοχοκαθαριστής, που αναγνώρισε το παιδί, άρχισε να διαμαρτύρεται και να φωνάζει πως αυτό είναι παράνομο, δεν μπορεί ένας μικρός, αγράμματος και μουτζουρωμένος αγύρτης, να κάθεται στη δεύτερη σειρά, μάλλον δεν θα έπρεπε καθόλου να είναι μέσα στην αίθουσα. Τότε ο αρχιωρολογοποιός δάταξε τον αμαξά του να φέρει την κούτα που είχε στην άμαξα.
Έφερε ο αμαξάς μια μακριά κούτα και έβγαλε από μέσα ένα καπέλο από μαύρο χαρτόνι, ψηλό όσο μια καπνοδόχος.
Ο αρχιωρολογοποιός φόρεσε το καπέλο στο κεφάλι του παιδιού και είπε:
-Νομίζω τώρα είναι όλα εντάξει. Εσείς, όμως, κύριε αρχικαπνοδοχοκαθαριστή, θα πρέπει να πάτε στη φυλακή. Καλύτερα να φύγετε τώρα αμέσως, μαζί με το καπέλο σας. Και εσείς, κύριε υπουργέ, και εσείς, κύριε Δήμαρχε, θα είναι καλό να πάτε, μαζί με τα καπέλα σας, να μελετήσετε νέους νόμους για την προστασία όλων των αδύναμων από κάθε είδους εκμετάλλευση.
Τότε έγινε κάτι θαυμαστό, καθώς όλη η ορχήστρα σηκώθηκε για να υποκλιθεί μπροστά στο παιδί με το πανύψηλο καπέλο και το σημάδι στο πρόσωπο. Ο υπουργός και ο Δήμαρχος κάλεσαν το παιδί να καθίσει στην πρώτη σειρά και υποσχέθηκαν πως αυτό δεν θα ξανασυμβεί σε άλλο παιδί.
Ο αρχιωρολογοποιός έμαθε στο παιδί την τέχνη του. Εκείνο αποδείχτηκε άριστος μαθητής και αργότερα έγινε αρχιωρολογοποιός της πόλης. Δεν φόρεσε ποτέ καπέλο, ούτε κάθισε στην τιμητική δεύτερη σειρά.
Από τότε λιγόστεψαν τα ψηλά καπέλα στην πόλη.