ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το βιβλίο “Τα Ψηλά Βουνά” του Ζαχαρία Παπαντωνίου που γράφτηκε ως Αναγνωστικό της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης και καθιερώθηκε μετά την Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση του 1917 από την Κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου ήταν απόρροια της στροφής της Ελληνικής Εκπαίδευσης που αρχίζει δειλά αλλά ουσιαστικά να πραγματοποιείται μετά την αναθεώρηση του Ελληνικού Συντάγματος τo1911. Το βιβλίο αυτό θα αποτελέσει σταθμό στην Ελληνική Εκπαίδευση, κορυφαίο ανάγνωσμα ιδιαίτερα μιας σειράς αναγνωστικών της νέας περιόδου, την εποχή που η Ελλάδα επιχειρεί την εθνική ανάταση και ολοκλήρωσή της. Ερχεται να εισάγει μια νέα εκπαιδευτική φιλοσοφία και αντίληψη με αντιαυταρχικό προοδευτικό πνεύμα και που εμπνέει αυτενέργεια, θετικό αυτοσυναίσθημα και αυτοεκτίμηση στον αναγνώστη – μαθητή. Το συγκεκριμένο Αναγνωστικό απαλείφει κάθε μορφή δογματισμού, ηθικολογίας, παρέχει ηθική διδασκαλία αβίαστη καθώς βγαίνει μέσα από την ίδια τη ζωή. Τα Αναγνωστικά μέχρι τότε ενσωμάτωναν ένα μέρος της θεματολογίας των άλλων μαθημάτων (θρησκευτικά, γεωγραφία, ιστορία) καθώς και διάφορα στοιχεία “τύπου” ηθικού κώδικα (κανόνες συμπεριφοράς, αξίες αμφίβολης παραδοχής, μια ολόκληρη κοσμοαντίληψη, συγκεκριμένης παιδαγωγικής, ακραίο φυλετισμό, υποβολή κοινωνικής υποταγής, καθορισμένο εθνικισμό και πολιτική προπαγάνδα).
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ ΔΗΜΟΤΙΚΙΣΜΟΣ
Το συγκεκριμένο βιβλίο του Ζαχαρία Παπαντωνίου θα αποτελέσει έκφραση του εκπαιδευτικού δημοτικισμού και της ανερχόμενης αστικής τάξης που έρχεται να τον υιοθετήσει, θα αποτελέσει ορόσημο στον χώρο της εκπαίδευσης μαζί με το “Αλφαβητάρι με τον Ηλιο” στην πάλη του γλωσσικού παρωχημένου με το καινούργιο. Μια πάλη που εκφράστηκε με το γλωσσικό ζήτημα και δίχασε τον πνευματικό κόσμο της χώρας σε καθαρούς και μαλλιαρούς με επεισόδια και αιματηρά γεγονότα στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, Ευαγγελικά (1901), Ορεστειακά (1903), αλλά και στο Παρθεναγωγείο του Βόλου, Αθεϊκά (1911-13).
Ο εκπαιδευτικός δημοτικισμός δε ξεκίνησε μόνο με την ιδέα να διδάσκεται στα σχολεία η δημοτική γλώσσα και να φύγει η καθαρεύουσα. Πήγαινε πολύ βαθύτερα, ζητούσε να χτυπήσει την προγονοπληξία και την προγονολατρεία στην παιδεία, να στρέψει τα πράγματα στο σύγχρονο πολιτισμό καθολικεύοντας στην εκπαίδευση την λαϊκή γλώσσα, το λαϊκό σχολείο. Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος, που ιδρύθηκε το 1910 με κορυφαίους εκπροσώπους και ιδρυτές τον Δημήτρη Γληνό, τον Αλέξανδρο Δελμούζο και τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη, συσσωματώνοντας τα πιο ζωντανά και δημιουργικά στοιχεία του τόπου, αποτελεί μια τομή στην πολιτιστική, εκπαιδευτική πορεία της χώρας στη συνέχεια.
Εγκύκλιος χαρακτηριστικά αναφέρει για το πρόγραμμά του: «Αποφασίσαμε να ιδρύσουμε το σχολείο που θα δώσει στον τόπο μας την καταλληλότερη για τα ελληνόπουλα παιδαγωγική μέθοδο, το πρότυπο αλφαβητάριο, τα πρότυπα διδακτικά βιβλία και τα μορφωτικά και βοηθητικά μέσα του δασκάλου και στο τέλος το αποτέλεσμα, δηλαδή τους απόφοιτους, παιδιά με αναπτυγμένο χαρακτήρα και νόηση γιατί θα κατέχουν το όργανο κάθε προόδου, τη μητρική τους γλώσσα…».
Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και συγκεκριμένα το 1913 ο Υπουργός Παιδείας Ιωάννης Τσιριμώκος της Κυβέρνησης Βενιζέλου κατέθεσε νομοσχέδιο συντάκτης του οποίου ήταν ο Δημήτρης Γληνός του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Το εκπαιδευτικό νομοσχέδιο προέβλεπε μεταξύ άλλων προσαρμογή του Εκπαιδευτικού Συστήματος στις οικονομικές, κοινωνικές ανάγκες, έμφαση στις θετικές επιστήμες, μόρφωση για την γυναίκα, δημιουργία επαγγελματικής εκπαίδευσης, απλοποίηση της γλώσσας. Το τελευταίο στοιχείο, η απλοποίηση της γλώσσας θα προκαλέσει αντίδραση στο Ελληνικό Κοινοβούλιο που με την επήρεια της συντηρητικής, πανεπιστημιακής διανόησης, Γ. Χατζηδάκη Γ. Μιστριώτη, θα το καταψηφίσει. Το επιχείρημα που κυριάρχησε ήταν «ότι καταφέρεται πλήγμα δεινόν κατά της αρχαίας ελληνικής γλώσσας».
Μετά τα γεγονότα του Εθνικού Διχασμού του 1915, του Κινήματος Εθνικής Άμυνας του 1916 και την επικράτηση του Ελευθερίου Βενιζέλου και των συνεργατών του θα δοθεί νέα ευκαιρία στον εκπαιδευτικό δημοτικισμό, αφού ο Εκπαιδευτικός Ομιλος θα πάρει νέες πρωτοβουλίες μιας και ο Δημήτριος Γληνός από τη θέση Γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας θα εισηγηθεί τη μεταρρύθμιση τη σημαντικότερη στον χώρο της ελληνικής Παιδείας, γνωστή ως μεταρρύθμιση του 1917.
Αφού τοποθέτησε επόπτες δημοτικισμού τους συνεργάτες του, Μανόλη Τριανταφυλλίδη και Αλέξανδρο Δελμούζο, ο Υπουργός Παιδείας Δ. Δρίγκας επέβαλλε μεταρρυθμίσεις του τύπου:
• κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου του σχολικού βιβλίου και του καθεστώτος του μοναδικού και υποχρεωτικού βιβλίου
• η κρίση του βιβλίου να γίνεται από το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο, ο αριθμός των εγκεκριμένων βιβλίων να ’ναι υπεραρκετός και μάλιστα για ορισμένες περιοχές του κράτους είναι δίκαιη η έγκριση ειδικών εκπαιδευτικών αναγνωστικών.
• τέλος, η συγγραφή των βιβλίων ακολουθεί γενικές οδηγίες και όχι υποχρεωτικά τα διατάγματα του Υπουργείου.
«ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΚΠ/ΣΗΣ»
Απότοκο αυτής της κατάστασης υπήρξε το βιβλίο που παρουσιάζουμε, “Τα Ψηλά Βουνά” και το οποίο ξεχώρισε και χαρακτηρίστηκε ως το «διαμάντι των Αναγνωστικών της Ελληνικής Εκπαίδευσης με μοναδική διαχρονικότητα».
Με γλωσσική καθαρότητα, το συγκεκριμένο βιβλίο, με πηγαίο δυναμισμό που εκπορεύεται από το φυσικό ελληνικό περιβάλλον, και με πρωταγωνιστές μικρούς ήρωες, μαθητές – εξερευνητές που αυτενεργούν μετά την παρότρυνση του δασκάλου τους: «Πόσα πράματα θα μάθετε, όταν πάτε στα Ψηλά Βουνά. Ούτε το βιβλίο μπορεί να σας τα πει, ούτε εγώ. αρκεί να έχετε θάρρος και πειθαρχία…»
Οι μικροί ήρωες – μαθητές θα ζήσουν και θα δημιουργήσουν μέσα στο φυσικό χώρο, σε ένα συναρπαστικό περιβάλλον που ’ναι τα βουνά της περιοχής τους δημιουργώντας με τις ιστορίες τους και τη δράση τους μια πρωτοφανή αίσθηση απόλαυσης στον αναγνώστη.
Στα Ψηλά Βουνά έχουμε την καλλιέργεια της πρωτοβουλίας, της ανεξαρτησίας, την εφευρετικότητα του μαθητή. Οι ήρωες του αναγνωστικού διατηρούν την αυτοτέλειά τους, σαν προσωπικότητες ξεχωριστές. Σκέφτονται με ανεξαρτησία και πράττουν ανάλογα. Η κοινωνική και παιδαγωγική τους ελευθερία τίθεται από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο. Η πρώτη έκδοση από το Εθνικό Τυπογραφείο έχει στο εξώφυλλο τον Λάμπρο, το τσομπανόπουλο με το κοπάδι και αναφέρει τη Συντακτική Επιτροπή που την αποτελούν ο Τυρναβίτης δάσκαλος Δημοσθένης Ανδρεάδης, ο λογοτέχνης Παύλος Νιρβάνας, ο γλωσσολόγος Μανόλης Τριανταφυλλίδης, ο παιδαγωγός Αλέξανδρος Δελμούζος, ο συγγραφέας Ζαχαρίας Παπαντωνίου και ο εικαστικός για την εικονογράφηση Πέτρος Ρούμπος.
Θα διακοπεί αυτή η έκδοση μετά τις εκλογές του 1920 με το που θα αναλάβει την τύχη της Ελλάδας η Κυβέρνηση της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης. Οι Αντιβενιζελικοί και Μοναρχικοί κύκλοι μέσα στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής τους Αντιμεταρρύθμισης και με την “εποπτεία” που θα ενεργήσουν για την επανεξέταση της γλωσσικής διδασκαλίας στα δημοτικά σχολεία, θα αποφασίσουν ότι τα βιβλία της Μεταρρύθμισης του 1917 πρέπει «να καώσι ως έργα ψεύδους και κακοβούλου προθέσεως και να καταδιωχθώσι ποινικώς οι υπαίτιοι».
“Τα Ψηλά Βουνά” θα πολεμηθούν με ιδιαίτερο μένος ως ανάγνωσμα που υπονομεύει τη γλώσσα, την πατρίδα, τη θρησκεία, την οικογένεια και το οποίο χαρακτηρίζεται για την «επιτηδευμένην ατημέλειαν του λόγου και την προπετή καταφρόνησιν του συνήθους τρόπου της εκφράσεως».
Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης θα χαρακτηρίσει την απόφαση αυτή «κατώτερη κάθε κριτικής και θλιβερό μνημείο της νεοελληνικής σκέψης και επιστήμης…». Απευθυνόμενος προς τους δασκάλους του έθνους μέσω του βιβλίου του “Πριν καούν” θα γράψει: «Δεν είναι δυνατόν εσείς, ο κόσμος των δασκάλων να μείνετε σήμερα ακόμη και πάντοτε θεατές αδιάφοροι στον αγώνα που γίνεται μέσα στην κοινωνία για να μορφωθεί ο λαός, για να εξυψωθεί το λαϊκό σχολείο, για να αναγεννηθεί η ελληνική παιδεία…».
Ο συγγραφέας του βιβλίου, Ζαχαρίας Παπαντωνίου, θα κατηγορηθεί ως άνθρωπος που καταργεί τη θρησκεία, διδάσκει την αθεΐα και μάλιστα η δημοτικίστρια Γαλάτεια Καζαντζάκη θα γράψει ότι «”τα Ψηλά Βουνά” υπονομεύουν την γλώσσα μας και είναι ανάγνωσμα ανατρεπτικό, αναίσθητο και άψυχο, ο δε συγγραφέας και εμπνευστής του παραπέταξε ως άχρηστες τις δυο έννοιες, το Θεό και το έθνος».
Ολες οι παραπάνω κατηγορίες είναι αβάσιμες και αυτές που αφορούν τον ηθογραφικό χαρακτήρα του αναγνώσματος, αλλά και το πρόσωπο του συγγραφέα.
Η κατηγορία για την οικογένεια: έρχεται σε αντίθεση με το περιεχόμενο του αναγνώσματος που αποτελεί έναν ύμνο στην παραδοσιακή οικογένεια και τηρεί κατά γράμμα τα λαογραφικά στοιχεία που τη συντηρούν και την εμπλουτίζουν. Στοιχεία συμβιβασμένα με την λαϊκή παράδοση, με τα ήθη και έθιμα του τόπου. Ο γάμος της Αφρόδως με τις σκηνές της τις παραστατικές καταδεικνύουν τη δομή της αλλά τη ζωντάνια της στη μακραίωνη πορεία και στο βάθος του χρόνου.
Η κατηγορία για τη θρησκεία: Δεν συμβιβάζονται με τις μοναδικές εικόνες της αφήγησης όπου τα παιδιά μαγεμένα, με κατάνυξη παρακολουθούν και συμμετέχουν με ανοιχτές τις καρδιές τους στην ιερότητα των στιγμών. «Όταν ο πατήρ Αμβρόσιος έψαλλε το χερουβικό τι γλυκά που ψήλωσε την φωνή του. Οι καλόγεροι και τα παιδιά σκύβοντας προσκυνούσαν τα άγια και έβγαιναν αργά». Άλλωστε, ο συγγραφέας Ζαχαρίας Παπαντωνίου αφιέρωσε ολόκληρες σελίδες για να βιώσουν τα παιδιά την θρησκευτική διδαχή, την ανάπλαση και εξέλιξη του θρησκευτικού συναισθήματος με τα ποιήματα και πεζογραφήματά του.
Η κατηγορία για έλλειψη πατριωτισμού και ασέβεια. Μα αν δεν είναι πατριωτισμός και σεβασμός αυτό που διαφαίνεται στο έργο του “Τα Ψηλά Βουνά”, τι μπορεί να είναι; Υπάρχει καλύτερο στιχούργημα για το περιβάλλον από την “Κατάρα του Πεύκου”, μια υμνωδία για την αξία του φυσικού μας περιβάλλοντος που τόσο ασυλλόγιστα υπερεκμεταλλευόμαστε και το καταστρέφουμε σήμερα με την αναλγησία που μας διακρίνει; Υπάρχει στιχούργημα που να ανταποδίδει την αξία του πατριωτισμού και να υμνεί με τον δικό του τρόπο τον ανώνυμο στρατιώτη που πολέμησε και πολεμά για την πατρίδα και την λεβεντιά του όπως το πεντάστιχο του συγγραφέα για τη μάχη του Σκρα;
«Τυφλώθηκες πως έγινε
στην έφοδο… ένα βράδυ
φτωχό παιδί τι σου ’μελλε να μείνεις στο σκοτάδι.
Κάθεται τώρα να μιλεί για πράγματα μικρά
Ξέχασες πως ανέβηκες σε μια κορφή του Σκρα…».
“Τα Ψηλά Βουνά” του Ζαχαρία Παπαντωνίου ξεχειλίζουν από αρετή, από κοινωνικό συναίσθημα, από ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Έρχονται με έναν μαγευτικό τρόπο να μιλήσουν στην ψυχή του παιδιού αλλά και στην ψυχή εν γένει του ανθρώπου.
Το 1923 επαναφέρει το βιβλίο στην Εκπαίδευση η νέα κατάσταση που θα προκύψει από την Μικρασιατική Καταστροφή και θα διδαχθεί στο ελληνικό σχολείο μέχρι το 1934.
Η χαριτωμένη γλώσσα του, η πρωτόγνωρη εκτίμησή του σε πολλά είδη του λόγου, δημοτικό τραγούδι, λαϊκή ιστορία, ποίηση, επιστολή και η παράθεση ασμάτων, ολόκληρη σε παρτιτούρες για την μουσική τους εκτέλεση είναι κάτι το μοναδικό για τα εκπαιδευτικά χρονικά.
Το βιβλίο θα καταξιωθεί στην αντοχή και διαχρονικότητά του, όταν μετά από χρόνια, το 1965 επί Παπανούτσου κάνει εκ νέου την εμφάνισή του στο ελληνικό σχολείο και το 1974-75 μετά την πτώση της Χούντας, στο ξεκίνημα της Μεταπολίτευσης υιοθετείται από την Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή ως αναγνωστικό του Γ’ Δημοτικού εκ νέου.
Το συγκεκριμένο βιβλίο παράλληλα θα κάνει μια πετυχημένη πορεία ως ελεύθερο, λογοτεχνικό, παιδικό ανάγνωσμα και θα ανατυπωθεί πολλές φορές στο ελεύθερο εμπόριο του παιδικού βιβλίου. Θα αγαπηθεί και από τους γονείς που θα το προσφέρουν ως ευχάριστο και διδακτικό ανάγνωσμα στα παιδιά τους μιας και ο μικρός αναγνώστης μυείται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στις αρχές της ανεξαρτησίας, του ελεύθερου πνεύματος, της γνώσης και της δημιουργικότητας, αλλά και της πειθαρχίας, της εργατικότητας, της συνεργασίας, της αλληλεγγύης, της προσφοράς και της τόλμης.
Ο κριτικός Χάρης Αθανασιάδης δικαίως θα γράψει «“Τα Ψηλά Βουνά” είναι το πιο ολοκληρωμένο αναγνωστικό της Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης που χαρακτηρίζει προωθημένη υποδειγματική από λογοτεχνική άποψη έκφραση, τόσο στο πεδίο της γλώσσας, όσο και στις αντιλήψεις της Νέας Αγωγής, διακρίνεται από την ιδεολογία του ορθού λόγου ως μέσο επίτευξης της συλλογικής προόδου».
Ο δε λογοτέχνης Π. Νιρβάνας θα πει «με “Τα Ψηλά Βουνά” έχουμε την είσοδο της Ελλάδας στην Εκπαίδευση».
*συγγραφέας – καθηγητής
Γενικού Λυκείου Σούδας
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Θεοφάνης Δ. Χατζηστεφανίδης, “Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης (1821-1986)”, Αθήνα 1986.
Χ. Λέφας, “Ιστορία της Εκπαιδεύσεως”, Αθήνα 1942.
Ζαχαρίας Παπαντωνίου, “Τα Ψηλά Βουνά”, Αθήνα 1918.
Α. Δημαράς, “Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε” τομ. Α’ και τομ. Β’, 1974.
Εμμανουήλ Θεοδωράκης, “Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο εθνικός ηγέτης”, 2007.