Πιο παλιά, όταν δυο άτομα ήταν μέτοχοι, εξ ημισείας ο καθένας το αντικείμενο, λέγαμε πως είναι “συμμισιακό”.
Συχνά δυο ζευγάδες είχε καθένας τους ένα βόδι όπου τα ζεύανε μαζί, όπου το ζευγάρι αυτό ήταν “συμμισιακό” ενώ αυτοί λεγόντουσαν “συζευτάδες”.
Κατ’ επέκταση οι βοσκοί, οι μελισσοκόμοι και σε κάθε αγροτική επιχείρηση, αν ήτανε δυο συνέταιροι, εδανειστήκανε τη λέξη όπου και αυτοί λεγόντουσαν “συζευγάδες”.
Τους ζευγάδες έτσι τους βόλευε. Εβάζανε μαζί τα χωράφια, τον κόπο, τα βόδια και τον σπόρο και στην εργασία, ο ένας οδηγούσε το ζευγάρι και ο άλλος με τη σκαλίδα έσκαφτε τις “αγκουράδες” (έτσι λέγαμε όπου το αλέτρι άφηνε λιγάκι τόπο άφτιαχτο όπου ήτανε ανάγκη να ζευγαρίζουνε μαζί δύο άντρες). Υπήρχανε όμως περιπτώσεις που το “συμμισιακό” το απαιτούσανε άλλες ανάγκες.
Εγώ και ζευγάς ήμουνα για κάποια χρόνια κατά τη δεκαετία του 1940, μα και άλλα περιστατικά που έζησα στα δύσκολα εκείνα χρόνια, αν και είναι προσωπικά μου βιώματα, αντικατοπτρίζουνε τον τρόπο της ζωής που κάναμε τότε.
Η οικογένειά μου ήτανε από τις “μικρομεσαίες” στο επίπεδο του χωριού μας.
Είχαμε στο χειμερινό μας χωριό τις ελιές μας, τα χωράφια μας και το βόδι μας, στον Βουβά. Είχαμε και στο θερινό μας χωριό τα χωράφια μας, τα αμπέλια μας, τα οπωροφόρα δέντρα μας και τα κηπαράκια μας και στα δύο χωριά.
Όταν όμως αρρώστησε ο πατέρας μου, όταν εγώ ήμουνα πολύ μικρός, για μεγάλο διάστημα, επουλήσαμε το βόδι μας για να πληρώσουμε γιατρούς και φάρμακα (δεν ήτανε τότε δωρεάν η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη).
Έλειψε η εργασία του πατέρα μου, έλειψε και το βόδι μας. Μα “όπου είναι το ένα καλό πάει και το άλλο, και όπου είναι το ένα κακό πάει και το άλλο”.
Εψόφησε και ο γάιδαρός μας! Δεν μπορούσαμε να αγοράσουμε γάιδαρο.
Επήραμε ένα μικρό γαϊδουράκι και το είχαμε δυο χρόνια μέχρι να “καματερευτεί”.
Σ’ αυτά τα δύο χρόνια, μάς δίνανε συγγενείς και γείτονες τους γαϊδάρους τους και κάναμε τις δουλειές μας.
Ήτανε θηλυκό το γαϊδουράκι και άμα μεγάλωσε και έκανε κι αυτό το γαϊδουράκι του το μεγαλώσαμε και αυτό και όταν είχαμε δυο γαϊδάρους επήρε τον ένα αυτός που μας είχε δώσει το μικρό γαϊδουράκι και εμείς τον άλλο.
Σε εκείνα τα δύσκολα τα χρόνια, συχνά συνέβαινε να πάρει ένας χωρικός ένα μικρό γουρουνάκι χωρίς να το πληρώσει, να το μεγαλώσει και όταν άρχιζε να γεννά, εμοιράζανε τα γουρουνάκια.
Αυτό γινότανε και με τα κατσικάκια συχνά εδιατηρούσε κάποιος συμμισιακή “μαρταρέ” (οικόσιτη κατσίκα).