Ο τεχνικός πολιτισμός, ιδίως τα 150 τελευταία χρόνια, τρέχει και εξελίσσεται ιλιγγιωδώς. Τόσο γρήγορα που δεν προλαβαίνουμε να προσαρμοστούμε στην τρέχουσα κατάσταση κάθε φορά. Πάρα πολλές δυσκολίες ξεπεράστηκαν, πάρα πολλά προβλήματα αντιμετωπίστηκαν, μα και παρενέργειες δημιούργησε και προβλήματα παρουσιάστηκαν εκεί που δεν υπήρχαν.
Για τα σκουπίδια π.χ. δεν υπήρχε πρόβλημα στην ύπαιθρο. Τώρα υπάρχει πρόβλημα και στον μικρότερο συνοικισμό μέχρι και την Ε.Ε., αφού αλλάξαμε εντελώς τρόπο ζωής, παρουσιάστηκαν και τα σκουπίδια ως πρόβλημα.
Στο βιοτικό επίπεδο που βρισκόμασταν μέχρι τα πρώτα μεταπελευθερωτικά χρόνια: Εστω ένα χιλιομπαλωμένο παντελόνι δεν μπορούσε πια να φοριέται, μα δεν το πετούσαμε. Το έψαχνε η νοικοκυρά και αν σε κάποιο σημείο δεν ήταν τελείως τριμμένο το έκοβε και το φύλαγε στο “αναραφτερό” (1) της για να το χρησιμοποιήσει μπάλωμα σε άλλο ρούχο. Στη συνέχεια παίρνανε τα αγόρια πανάκια για να κάνουνε τοπάκια, διότι τότε δε μπορούσε να διατεθεί μια δραχμή για ένα λαστιχένιο τοπάκι του παιδιού. Παίρνανε και τα κοριτσάκια πανάκια για να φτιάξουνε “κουτσούνες” (πάνινες αυτοσχέδιες κούκλες). Τα υπολείμματα από το άλλοτε παντελόνι τα κάνανε “στρωσούδια” (γεμίσματα για “δραπόδια” [στρωμάτσα] και για μαξιλάρια). Εστω τρώγαμε φρούτα: Συχνά, ειδικά τα σύκα τα τρώγαμε “σύφλουδα”, μα και αν θα πετούσαμε φλούδι, δεν προλάβαινε να πέσει κάτω που το διεκδικούσαν και οι κότες και οι χοίροι που τότε είχαμε ελεύτερα και τα οικόσιτα για να αγωνίζονται και αυτά για την επιβίωσή τους, όπου συχνά είχαν το “θράσος” και μπαίνανε στο σπίτι και όχι σπάνια οι κότες αφήνανε μέσα και καμιά “κουτσουλιά” μα ούτε σε χαλί, ούτε σε πλακάκια. Το τσιμέντο πριν τον πόλεμο, μόνο στην επικονίαση των δεξαμενών το χρησιμοποιούσαμε. Στο χωριό μου τσιμεντένια ταράτσα μόνο μετά τον πόλεμο κάναμε. Λίγα σπίτια είχαμε κεραμιδάτα, μα τα πολλά είχαν χωματοστεγές. Το πάτωμα στα πιο πολλά σπίτια ήταν της γης το χώμα και κάθε πρωί η νοικοκυρά έβγαζε 2 – 3 φτυαριές χώμα. Σε πολλά παλιά σπίτια ήταν βαθύτερο το πάτωμα από την αυλή από αυτή την αιτία. Κάθε σπίτι είχε τον “κροπόλακα”. Εκεί πετούσε η νοικοκυρά και τα σκουπίδια της αυλής που ήταν συμπληρωμένα από τα περιττώματα των χοίρων και των κοτών, μα και των φορτηγών ζώων που συχνά τα δέναμε για λίγο στην αυλή, μα τα βάζαμε στην αυλή και για να τα φορτώσουμε ή να τα ξεφορτώσουμε και κάπου – κάπου κάνανε στην αυλή τη σωματική τους ανάγκη.
Οταν σφάζαμε ζώα για να τα φάμε, τα πόδια από τα γιδοπρόβατα τα τσουδίζαμε και τα κάναμε γαρδούμια με τα έντερα. Την προβιά και από τους μεγάλους χοίρους την τρώγαμε. Οταν σφάζαμε τους χοίρους, τους μαδούσαμε και καθαρίζαμε την προβιά και την κρεμούσαμε λουρίδες και την ψήναμε με πατάτες, με τραχανά κ.ά. Τα εντόσθια τα τρώγαμε. Τα δέρματα τότε είχανε καλή τιμή και δεν τα πετούσαμε. Δεν είχαμε μπουκαλάκια και κουτιά από καλλυντικά. Δεν είχαμε μπουκαλάκια και κουτιά από φάρμακα γιατί τότε τα καταφέρναμε και πεθαίναμε χωρίς γιατρό και χωρίς φάρμακα. Δεν είχαμε κούτες από γλυκά. Δεν παράγαμε σκουπίδια τότε.
Τώρα άμα τριφτεί το ρούχο το πετούμε στον κάδο, πηγαίνουμε και παίρνουμε καινούργιο. Μας το βάζουν σε μια κούτα και μετά σε μια σακούλα όπου και αυτά, η κούτα και η σακούλα, στον κάδο θα πάνε. Τότε δεν αγοράζαμε συχνά έτοιμα ρούχα. Ειδικά για εσώρουχα παίρναμε ολόκληρα τόπια το κάμποτ και τα ράβανε οι γυναίκες με το χέρι γιατί οι ραφτομηχανές ήταν σε λίγα σπίτια. Εσώρουχα από χασέ εθεωρούνταν αριστοκρατικά.
Δεν υπήρχε λοιπόν τότε το πρόβλημα των σκουπιδιών, είχαμε όμως προβλήματα εν αφθονία. Δεν υπήρχε πάντως το ανάλογο άγχος. Ετσι νομίζαμε ότι είναι ο κόσμος φτιαγμένος και ότι δεν υπάρχει περίπτωση αλλαγής. Βέβαια στην κατοχή υπήρχαν τεράστια άγχη, μα πριν από τον πόλεμο είχαμε δικτατορία και δεν υπήρχε περίπτωση για διεκδικητικές εκδηλώσεις. Καρτερικά λοιπόν αντιμετωπίζαμε την ένδεια. Δεν είχαμε π.χ. τη δυνατότητα να ικανοποιούμε τις ανάγκες και την προστασία του βρέφους και υπήρχε πολύ μεγάλο ποσοστό στην παιδική θνησιμότητα, μα και αυτό το θεωρούσαμε φυσικό και ήτανε φυσικό υπό αυτές τις συνθήκες. «Εχει και ο Χάρος μοιράσει» λέγανε όταν πέθαινε κανένα βρέφος. Συχνά εγευματίζαμε με σκέτο “λαδόψωμο”, μα και στην περίπτωση αυτή λέγαμε ότι «το σπίτι απού έχει λάδι και ψωμί δεν είναι φτωχό»!!
Αυτά για μια ματιά στο παρελθόν, για σύγκριση με το παρόν.
(1) Αναραφτερό λέγανε μια σακουλίτσα που εκεί εφύλαγε τα κομμάτια πανιού για μπαλώματα, το ψαλίδι, τις βελόνες, τις κλωστές και τις δαχτυλήθρες. Ητανε εκεί τα εργαλεία της νοικοκυράς.
Ανάλογο ήτανε το “αράι” που ο άντρας είχε σουβλιά, πεδουλάκια (μικρά κομμάτια δέρμα), οργιά ή “λουρί” (ράμμα από δέρμα κατσίκας) και συχνά ο βοσκός το κρατούσε στο σακούλι του, άμα τα στιβάνια του είχαν πρόβλημα.