Εμείς οι λίγοι απού ζιούμε ακόμη, από αυτούς που θυμούνται την προπολεμική εποχή, τον πόλεμο και την γερμανοκατοχή, εζήσαμε καταστάσεις απού θεωρούνται απίστευτες.
Eδά θωρούμενε πως ότι να παλιώσει μια ουλιά το αυτοκίνητο κιανιούς, πάει κι αγοράζει καινούριο. Ετότες όμως, ότι να ‘χαν ψοφήσει ο γάιδαρος του φτωχού αθρώπου, δεν είχε λεφτά ν’ αγοράσει άλλο γάιδαρο και έπαιρνε ένα μικρό γαϊδουράκι θηλυκό και το μεγάλωνε και το είχανε συμμισιακό και απής ‘θελά γεννήσει, εμεγάλωνε και αυτό το γαϊδουράκι και μετά εμοιράζανε και έπαιρνε καθενιούς των ένα γάιδαρο.
Έτσα ήτονε η φτώχεια ακόμης και πρίχου αρχινήξει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, γιατί ήσανιε λίγα χρόνια περασμένα απού τη Μικρασιατική καταστροφή, μα ετότεσιδά αρχινήξενε να πχιαίνει τον κόσμο η φτώχεψη του χρηματιστηρίου τση Νέας Υόρκες. Όποιος ήθελενε να αναπιάσει χοίρους, έπαιρνε ένα μικρό γουρουνάκι συμμισιακό (αν δεν είχε λεφτά να το αγοράσει) το μεγάλωνε και όντεν αρχίνιζε να κάνει γουρουνάκια, έτρωε τα μισά αυτός απού το μεγάλωσενε και τ’ άλλα μισά αυτός απού το έδωκενε μικρό.
Απής εξεπιτηρήσανε οι κακοθάνατοι οι Γερμανοί και μας είχανε κατοχή, απού τον πρώτο μήνα αποκάμανε τα φαϊτά απού τα μαγατζιά. Οι δραχμές δεν επχιάνανε τόπο. Έπεσενε μεγάλη, τρομερή ανέχεια και βέβαια μεγάλη αναρχία. Οι ανάγκες από τη μια μεριά και η γι αναρχία απού την άλλη εφέρανε τη γ-κλεφτουριά.
Ένα γεροντάκι απού δεν ήτονε ικανό να κάμει άλλο πράμα, εβόσκενε μια γουρούνα και ήτονε η γι απαντοχή ντου, μα απής αρχίνηξε η κλεφτουριά εφοβότανε πως θα του τηνε κλέψουνε τη γουρούνα ντου. Δεν εκλέφτανε όμως από όποιους εφοβούντονε, απού τσ’ ελέγαμενε “αναγυρισμένους”. Επήγενε το λοιπός, το γεροντάκι μας και βρίχνει έναν αναγυρισμένο και λέει του: “Έλα να μας πλερώσεις την εμισή γουρούνα, να παίρνεις ‘συ τα μισά γουρούνια κι εγώ τ’ άλλα μισά (Καλλιά τα μισά γουρούνια, με μια ουλιά ασφάλεια, παρά να υπάρχει το καρδιοχτύπι πως θα χάσεις τη γουρούνα).
Ένας άλλος πάλι, ήτανε αυτός παράξενος συζευτής. Πάει και βρίχνει εκείνο απού είχενε χοίρους και δίδει του ένα γουρουνάκι συμμισιακό. Είχε ντο αυτός κιαμιά εικοσιαρές μέρες γή και παραπάνω, κετές το σφάζει και τρώει αυτός το μισό και τ’ άλλο μισό το πήγαινε σ’ αυτόν απού το δώκενε μικρό και λέει του: “Συμμισιακό ήτονε, το μισό εσύ, το μισό εγώ”.
Γλωσσάρι
Συμμισιακό = Ανήκει σε δυο δικαιούχους
Εδά = Τώρα
Θωρώ = Βλέπω
Ουλιά = Μικρή ποσότητα
Νάχα = Εάν
Απής = Μετά
Πρίχου = Πριν
Συζευτής = Είναι συζευτάδες οι ζευγάδες, που έχει καθένας τους από ένα βόδι και τα συζεύουνε. Όμως τη λέξη την δανείζονται και αυτοί που έχουν μαζί πρόβατα ή και άλλα ζώα ή μέλισσες.
Ετότεσιδά = Τότε
Όντεν = Όταν
Ξεπιτηρώ = Παρουσιάζομαι ξαφνικά
Αποκάμανε = Ετελειώσανε
Απανταχή = Όλη η ελπίδα
Κετές = Έπειτα
Αναπιάνω = Προσπαθώ να αποκτήσω
Αναγυρισμένος = Αυτός που δεν του κλέβανε τα ζώα του από φόβο ή και από σεβασμό.
Κλεφτουριά = Κυρίως ζωοκλοπή
Εικοσιαρέ = Εικοσαριά. Τα θηλυκά ουσιαστικά που τελειώνουνε σε “ια” εμείς στη Δυτ. Κρήτη το “ια” το κάναμε “ε”: απιδιά – απιδέ, καρυδιά – καρυδέ…