Εξωτερικά λίγα πράγματα αλλάζουν στα παλιά βυρσοδεψεία αλλά εσωτερικά υπάρχει μια νέα διαμόρφωση για να καλυφθούν οι νέες ανάγκες. Τα ιστορικά βιομηχανικά κτήρια παύουν να συνδέονται με τους “ταμπάκηδες”, αποκτούν μια πιο σύγχρονη χρήση, για την ώρα ήπια και συμβατή με την καθημερινότητα των κατοίκων της περιοχής.
Συνομιλώντας με κατοίκους και επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται στα “Ταμπακαριά” της Χαλέπας, στο τμήμα που συνδέεται με την οδό Βιβιλάκη, αναζητούμε το νέο πρόσωπο μιας διαλεχτής γωνιάς της πόλης.
Μόνιμος κάτοικος στη Βιβιλάκη
Συνεδεμένη με τη Χαλέπα και τα Ταμπακαριά από τα παιδικά της χρόνια η κa Ελένη Καζάκου κατάφερε να υλοποιήσει το όνειρο της να μείνει μόνιμα στην περιοχή πριν από 11 χρόνια όταν αγόρασε και σπίτι στην οδό Βιβιλάκη. «Οι θείοι μου από τη μεριά της μητέρας μου ήταν ταμπάκηδες στην Αγ. Κυριακή, η θεία μου έμενε απέναντι από τη Γαλλική Σχολή και η αδελφή του μπαμπά μου στη “Νεοζηλανδών Μαχητών”, μπορεί να μέναμε στις Στέρνες αλλά ερχόμασταν εδώ πάρα πολύ συχνά και έχω πάρα πολλά ισχυρά βιώματα. Παντρεύτηκα και έμενα στον Καλαθά αλλά σιγά – σιγά η περιοχή αλλοιώθηκε, άρχισε να αναπτύσσεται άναρχα και άσχημα και έτσι επειδή και οι υποχρεώσεις μου ήταν στην πόλη, έψαχνα σπίτι στα Χανιά και πιο συγκεκριμένα στη Χαλέπα» δηλώνει η συνομιλήτρια μας. Το σπίτι αγοράστηκε λίγο πριν ξεκινήσει η οικονομική κρίση και τότε «η εικόνα της περιοχής με μια λέξη ήταν: εγκατάλειψη! Σκοτάδι παντού, σε ένα κτήριο έμεναν τη νύχτα άγνωστοι και φοβόσουν να κυκλοφορήσεις ως γυναίκα, χωρίς να έχει γίνει κάτι. Ήταν όμως όμορφα και τότε, ακόμα και τα ερείπια είχαν ένα ελκυστικό χαρακτήρα. Είχε και τρεις βάρκες με τους ψαράδες να τις δένουν εκεί μπροστά και κατεβαίναμε και παίρναμε το ψάρι μας. Τώρα αλλάζει η περιοχή αλλά αλλάζει όμορφα. Πλέον το ότι έχουν γίνει ξενοδοχεία σίγουρα αναβαθμίζει το μέρος, ίσως να έχει περισσότερη φασαρία από τους περαστικούς αλλά δεν μπορείς να τα έχεις όλα! Τα Ταμπακαριά πλέον έχουν πάρει πολύ μεγάλη αξία και όταν γίνει η σχεδιαζόμενη ανάπλαση σίγουρα θα βελτιωθεί ακόμα περισσότερο γιατί βλέπετε ακόμα έχουμε τους στύλους με τα καλώδια παρότι έχουν υπογειοποιηθεί τα δίκτυα» αναφέρει η κ. Καζάκου.
«Αλλάζουν οι χρήσεις, να μην χαθεί η συνέχεια…»
Από τους πρώτους… μη ταμπάκηδες στην περιοχή είναι οι αρχιτέκτονες αδελφοί Βαρουδάκη που λειτουργούν το γραφείο τους στην οδό Βιβιλάκη από το 1981, ενώ εδώ και χρόνια επιμελούνται αρχιτεκτονικών μελετών για την επανάχρηση των κτηρίων των Ταμπακαριών.
«Όταν είχαμε έλθει λειτουργούσαν τα περισσότερα βυρσοδεψεία, η γειτονιά είχε βέβαια άλλη όψη, η μυρωδιά από την επεξεργασία των δερμάτων, τα χημικά ήταν αφόρητη… Αυτή ήταν η εικόνα της εποχής, την οποία εμείς συνηθίσαμε και μάλιστα δεν είχαμε κανένα πρόβλημα να κρεμάνε τα δέρματα τους οι ταμπάκηδες μπροστά στο γραφείο μας» θυμάται ο κ. Αριστομένης.
Ο αρχιτέκτονας θυμάται το όχι και τόσο μακρινό παρελθόν και τις ανθρώπινες παρεμβάσεις στον χώρο. «Τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 ακόμα κτίζονταν πολλά αυθαίρετα, χρησιμοποιούνταν τσιμέντα, δεν νοιάζονταν κανείς για την περιοχή γιατί λειτουργούσαν τα βυρσοδεψεία και η περιοχή ήταν υποβαθμισμένη. Τώρα πλέον τα κτήρια αυτά παίρνουν τουριστική χρήση γιατί τα μεγέθη τους είναι τέτοια που δεν επιτρέπουν τη δημιουργία πυρήνων πολιτισμού. Ήταν λοιπόν δεδομένο ότι θα άλλαζαν χρήση αυτά τα κτήρια. Δεν υπήρχε περίπτωση να παραμείνουν τα βυρσοδεψεία και να λειτουργούν σε αυτό το σημείο, δίπλα στη θάλασσα και να παραμείνουν βιώσιμα και να είναι περιβαλλοντικά σωστά! Ανησυχούμε όμως γιατί στο όνομα του να αποκτήσει η περιοχή ένα διαφορετικό, έναν εικονικό χαρακτήρα κινδυνεύει να χάσει τον πραγματικό της! Και το έχουμε δει σε αρκετά κτήρια που γίνονται εδώ, όχι γιατί οι άνθρωποι έχουν κακές προθέσεις αλλά ο τρόπος που προσπαθούν να διατηρήσουν ή να αναδείξουν τα παλιά κελύφη είναι ψεύτικος και θεωρώ ότι πρέπει να το προσέξουν!».
Ο κ. Βαρουδάκης δεν συμφωνεί με τον όρο “boutique hotel” που έχει κυριαρχήσει για τα ξενοδοχεία που γίνονται και στα Ταμπακαριά. «Σε εμάς αρέσει ο όρος “Μικρά καταλύματα ιδιαίτερης ταυτότητας”. Αυτό αυτομάτως σε βάζει να σκεφθείς ότι η ταυτότητα αυτή κουβαλάει το παρελθόν. Τα κτήρια των Ταμπακαριών ήταν ευτελείς κατασκευές, οι ταμπάκηδες πρόσθεταν, αφαιρούσαν, έκαναν επεκτάσεις, το ψήλωναν, άλλαζαν τα δοκάρια, έβγαζαν την πέτρα και έβαζαν τούβλα όταν αυτά έγιναν προσιτά. Εκείνη την εποχή ήταν η λύση της ανάγκης. Αυτή τη συνέχεια τη χάνουμε… Η περιοχή γίνεται τουριστική γιατί είναι ένα μοναδικό θαλάσσιο μέτωπο σε μια τουριστική περιοχή της Ελλάδας, θα πάρει λοιπόν την τουριστική εικόνα αλλά τουλάχιστον ας κρατήσει το χαρακτήρα που του συνδέει με το παρελθόν. Να διατηρηθεί αυτή η συνέχεια! Για αυτό και οι υπηρεσίες επιβάλλεται να είναι καλά στελεχωμένες για να ελέγχουν πραγματικά τι γίνεται!» καταλήγει ο αρχιτέκτονας που στα θετικά των Ταμπακαριών προσθέτει το ότι όπως φαίνεται δεν θα φιλοξενήσει νυκτερινά κέντρα διασκέδασης.
Μια πολυτελής αναβάθμιση…
Σε ένα συγκρότημα τεσσάρων παλαιών βυρσοδεψείων εκτείνεται το ξενοδοχείο “The Tanneries” (Τα βυρσοδεψεία), ενώ στο ισόγειο από τη μεριά της θάλασσας βρίσκεται το εστιατόριο “Περίπλους”, ιδιοκτησία της οικογένειας Αγοραστάκη. Ο πολιτικός μηχανικός κ. Στέφανος Αγοραστάκης μας μιλάει για το πώς τα κτήρια βρέθηκαν στην ιδιοκτησία της οικογένειας του. «Ο πατέρας μου στις αρχές της δεκαετίας του ’90 αγόρασε το πρώτο, το μεγάλο βυρσοδεψείο ιδιοκτησίας “Γαγάνη”. Όταν μπήκα σε ηλικία 12-13 ετών στο κτήριο, ήταν πολύ ζωντανή η εικόνα από τη λειτουργία των βυρσοδεψείων, τα μηχανήματα ήταν εκεί ακόμα και η μυρωδιά, η θάλασσα ήταν λευκή από τα ξεπλύματα των δερμάτων. Αυτή η εικόνα παραμένει πολύ ζωντανή. Η αρχική και πρώτη σκέψη του πατέρα μου ήταν να γίνει σπίτι. Τον προσέλκυσε η κοντινή επαφή με τη θάλασσα. Δύο – τρία χρόνια μετά αγόρασε το δεύτερο ταμπακαριό ιδιοκτησίας “ Καμαριώτη” και το 2005 πια αγοράσαμε άλλα δύο κτήρια καταλήγοντας στο ότι πρέπει να τα αξιοποιήσουμε ξενοδοχειακά. Στην πρώτη φάση των σχεδίων -που τα δουλεύαμε μόνοι μας γιατί είμαστε όλοι μηχανικοί στην οικογένεια- τοποθετούσαμε δωμάτια και στην πίσω πλευρά του δρόμου! Σιγά – σιγά υιοθετήσαμε τη λογική ότι θα πρέπει να μειώσουμε τα δωμάτια, τα υπάρχοντα να βλέπουν όλα τη θάλασσα, ακόμα και η ρεσεψιόν, να αυξήσουμε την πολυτέλεια. Αρχίσαμε και διαμορφώναμε όλη αυτήν την άποψη αρχικά με τον διακοσμητή τον Μπάμπη Γονίδη, συνεχίσαμε με το Βασίλη Λαμπρινό που μας διαμόρφωσε τα κλιμακοστάσια, σκάλες, υψόμετρα ορόφων, στη συνέχεια η γυναίκα μου Κωνσταντίνα Σμπόνια και η αδελφή μου Κατερίνα Αγοραστάκη έκαναν τις εσωτερικές διαμορφώσεις τον δωματίων και το interior design. Δώσαμε μια βιομηχανική αίσθηση πολυτέλειας, χρησιμοποιώντας φυσικά υλικά: Πέτρα, ξύλα, φυσικά δέρματα, μέταλλα σε χρώματα που ταιριάζουν στα κτήρια χωρίς καθόλου πλακάκια και κεραμεικά, ελάχιστο πλαστικό. Αυτός ήταν ο λόγος για το βραβείο που πήραμε στα Tourism Awards».
Η μετατροπή των κτηρίων σε ξενοδοχείο ξεκίνησε στα τέλη του 2018 και ολοκληρώθηκε στα τέλη του 2021, με το κέλυφος να διατηρείται και οι όποιες παρεμβάσεις με βάση πάντα τη νομοθεσία να επικεντρώνονται στο εσωτερικό τους.
Θα σας πει κάποιος ότι το ξενοδοχείο σας είναι πολυτελείας, δεν απευθύνεται π.χ. σε ένα μέσο άνθρωπο, ρωτάμε τον κ. Αγοραστάκη… «Κοιτάξτε τα κτήρια είναι ιδιόκτητα και ο καθένας μπορεί να τα διαμορφώνει ώστε να υποδέχεται τον πελάτη που επιθυμεί. Μπορεί πχ. να φτιάξει ένα δωμάτιο στα 2000 τ.μ. και να δέχεται ένα πελάτη του 1.000.000, είτε 1000 δωμάτια που να δίνει το δωμάτιο στα 10 ευρώ. Η περιοχή εδώ δεν έχει τις υποδομές, τους χώρους, για να υποδεχθεί πολύ κόσμο είναι καλύτερο να δέχεσαι λιγότερους με υψηλότερη τιμή σε ό,τι αφορά το ξενοδοχειακό τμήμα. Το εστιατόριο τώρα επιθυμία μας ήταν ένας ζωντανός χώρος που να απευθύνεται όχι μόνο στους πελάτες του ξενοδοχείου, ούτε σε μια “ελίτ” λίγων ατόμων, αλλά να έχει ένα πιο διευρυμένο κοινό» απαντά ο συνομιλητής μας.
Για τον ίδιο έχει πολύ μεγάλη σημασία η μελέτη ανάπλασης που σχεδιάζεται από τον Δήμο στην περιοχή και το τι θα προβλέπει για τις θέσεις στάθμευσης. «Ως ξενοδοχείο δεν έχουμε θέμα σε αυτό αλλά με δύο εστιατόρια στην περιοχή, τους εργαζόμενους, τον κόσμο που έρχεται υπάρχει ο κίνδυνος να δημιουργηθούν εντάσεις μεταξύ των καταστημάτων και των μόνιμων κατοίκων που δεν θα τις θέλουμε. Ελπίζουμε η ανάπλαση του δήμου να δώσει απαντήσεις στο θέμα της στάθμευσης. Προσωπικά αν με ρωτήσετε θα περίμενα να αξιοποιηθεί ως χώρος στάθμευσης το παλιό κτήριο του Δήμου δίπλα στο Δημοτικό Γηροκομείο» καταλήγει ο κ. Αγοραστάκης.
Τόπος με μοναδική αύρα
Το παλιό οικογενειακό βυρσοδεψείο που δούλευε ως παιδί, ένα εργοστάσιο του 1880 μετονομάστηκε σε “Vyrsefs Old Factory”, ένα εντυπωσιακό κτήριο που σήμερα περιλαμβάνει 4 διαφορετικές επιχειρήσεις: την εταιρεία εισαγωγής και διάθεσης λουλουδιών “Floravelt flowers & supplies, το ανθοπωλείο “Κακτους”, τις σουίτες “Endless Blue” και το all day coffee bar “Nafsithea”. Ένα κτήριο συμβατό με τη φυσιογνωμία της ιστορικής βιομηχανικής περιοχής, κυριολεκτικά πάνω στο κύμα. Όπως μας εξηγεί ο ιδιοκτήτης Βαγγέλης Αδαμάκης το επιβλητικό κτήριο λειτουργούσε από το 1880 ως βυρσοδεψείο, το 1923 ανακαινίστηκε και από το 1955 λειτούργησε ως οικογενειακή επιχείρηση.
«Γεννήθηκα εδώ. Είμαι γέννημα – θρέμμα της περιοχής. Εδώ ήταν το βυρσοδεψείο του πατέρα μου Πέτρου Αδαμάκη που σήμερα δεν βρίσκεται στη ζωή. Η δική του σκέψη ήταν να δημιουργηθούν δωμάτια ως καταλύματα, ωστόσο εκείνη την εποχή δεν μας δίνανε άδειες» μας εξηγεί ο κ. Αδαμάκης και προσθέτει: «έτσι το 2000 δημιουργήθηκε η εταιρεία εισαγωγής και διάθεσης λουλουδιών “Floravelt flowers & supplies” που τροφοδοτούσε με άνθη και φυτά σε καταστήματα σε όλη την Ελλάδα. Όμως με την κρίση από το 2010 οι πωλήσεις πέσανε. Στο μυαλό μου υπήρχε πάντα η σκέψη να κατευθυνθώ στα καταλύματα, στην εστίαση κ.λπ. Έτσι το 2018 ξεκινήσαμε να φτιάχνουμε τα δωμάτια, λόγω κορωνοιού σταματήσαμε και το 2020 ολοκληρώθηκαν.
Την ίδια χρονιά ανοίξαμε και το μπαρ για να εξυπηρετούμε τα δωμάτια και μετά επειδή είδαμε ότι υπάρχει ανταπόκριση από τον κόσμο, επεκτείναμε τη λειτουργία του. Ο κόσμος το αγάπησε, του αρέσει, η επιχείρηση προσφέρει κρύα πιάτα, καφέ και κρασί. Όλα αυτά σχεδόν πάνω στη θάλασσα. Φέτος στο ίδιο κτήριο θα λειτουργήσει το χειμερινό wine bar με είσοδο από την οδό Βιβιλάκη, ένας χώρος που κυριαρχεί το ξύλο, η πέτρα και φυσικά τα λουλούδια, με θέα το απέραντο γαλάζιο.
«Τα Ταμπακαριά έχουν μια μοναδική αύρα», μας λέει ο κ. Αδαμάκης, επισημαίνοντας πως: «Δεν υπάρχει παρόμοιο στα Χανιά. Εδώ ξεχνάς την καθημερινότητα, την κίνηση του κέντρου της πόλης, είναι ένα ιδιαίτερο κομμάτι της πόλης. Πιστεύω ότι λόγω των τουριστικών καταλυμάτων και της εστίασης το μέρος θα “ανέβει” περισσότερο, θα προσελκύσει τον τουρίστα, τον Χανιώτη. Η θέα, η επαφή με τη θάλασσα είναι κάτι που γοητεύει πάρα πολύ και δημιουργεί μια αίσθηση χαλαρότητας. Ενώ βρίσκεσαι στα Χανιά, στο κέντρο της πόλης, εδώ αισθάνεσαι πως είσαι κάπου αλλού…
Ο Χανιώτης γνώριζε την ύπαρξη των Ταμπακαριών και τώρα αισθάνεται ότι είναι ένα μέρος που μπορεί να ξαναπροσεγγίσει».
Με σεβασμό στον χαρακτήρα της περιοχής
«Το 1978 όταν τελειώσαμε με το Πολυτεχνείο, ξεκινήσαμε ένα γραφείο στην Αθήνα αλλά δεν πήγαινε, οπότε κατεβήκαμε στα Χανιά. Εδώ αποκτήσαμε πολλούς φίλους αρχιτέκτονες όπως οι Βαρουδάκηδες που μας έφεραν βόλτα από τα Ταμπακαριά, και μόλις είδαμε το μέρος, το αγαπήσαμε και θελήσαμε να αγοράσουμε κάτι εδώ» μας λέει η αρχιτέκτονας Δανάη Σκαράκη που με τον επίσης αρχιτέκτονα σύζυγο της Μάριο Νικηφοριάδη, μετέτρεψαν ένα παλιό βυρσοδεψείο σε μια ονειρική κατοικία, με σεβασμό και αγάπη στον χαρακτήρα της ιστορικής περιοχής.
«Ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1980 όταν αποκτήσαμε το κτήριο στα Ταμπακαριά, σε μια περιοχή που ως αρχιτέκτονες αναγνωρίσαμε τη μοναδική ομορφιά της, το βιοτεχνικό τοπίο πάνω στη θάλασσα. Το να ζεις δύο μέτρα από τη θάλασσα δεν είναι κάτι εύκολο. Στον Μάριο άρεσε η περιοχή γιατί κι αυτός είναι ένας θαλασσινός από την Θεσσαλονίκη. Εγώ έχοντας γεννηθεί στην Βεγγάζη της Λιβύης, είδα εδώ το Σαρακήνικό μου.
Το κτήριο ήταν ένα παλιό βυρσοδεψείο του Καμαριωτάκη. Αυτό μας διευκόλυνε γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσαμε να βγάλουμε άδεια για να το φτιάξουμε. Οι επισκευές έγιναν σιγά-σιγά, γιατί δεν είχαμε και χρήματα -νέοι αρχιτέκτονες ήμασταν- και ό,τι χρήματα βγάζαμε τα βάζαμε εδώ σιγά-σιγά. Έτσι διαμορφώσαμε το βυρσοδεψείο που ήταν τετραώροφο σε κατοικία. Στο ισόγειο είναι τα αρχιτεκτονικά γραφεία μας και από τον 1ο όροφο και πάνω το σπίτι μας».
Τη ρωτάμε για την ανάπτυξη που έχει πάρει η περιοχή το τελευταίο διάστημα και μας απαντά:
«Κοιτάξτε, εγώ θα μιλήσω ως αρχιτέκτονας. Δυστυχώς στην Ελλάδα αποφασίζονται οι χρήσεις γης χωρίς να έχει προβλεφθεί τίποτε άλλο. Δηλαδή καλώς γίνανε διατηρητέα και κακώς δεν έγιναν όλα, δεν κατάλαβα γιατί να αφήσουν κάποια από έξω. Διότι όταν ορίζεις ένα ιστορικά μνημείο διατηρητέο, το ορίζεις σαν σύνολο. Και έπρεπε να έχουν χαρακτηριστεί όλα.
Όταν ορίζεις λοιπόν τις χρήσεις ως διατηρητέα, είσαι υποχρεωμένος να ξέρεις πού θα γίνουν πάρκινγκ για ντόπιους και επισκέπτες, πώς θα γίνεται η κυκλοφορία στους γύρω δρόμους. Και εδώ ο δήμος Χανίων είχε χώρους για να ορίσει, όπως δίπλα στο Δημοτικό Γηροκομείο όπου υπάρχει μια αλάνα τεράστια. Θα μπορούσε μαζί με τη διατήρηση να μπούνε σοβαρές χρήσεις. Διότι 10 εστιατόρια στη Βιβιλάκη δεν χωράνε, πώς να το κάνουμε; Όταν γίνονται έτσι τα πράγματα, πρέπει να πηγαίνουν παράλληλα και οι χωροταξικές μελέτες της γύρω περιοχής. Επίσης η οδός Βιβιλάκη θα πρέπει να φτιαχτεί επιτέλους από τον δήμο. Ακόμη και τα σκουπιδιάρικα δεν μπορούν να περάσουν». Παράλληλα η κα Σκαράκη επισημαίνει ότι είναι αναγκαίο να διατηρηθεί ο χαρακτήρας της περιοχής στα Ταμπακαριά, όσον αφορά τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό των καταλυμάτων που λειτουργούν πλέον εκεί. «Τα κτήρια είναι διατηρητέα. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να κρατάς λίγο τον χαρακτήρα ενός διατηρητέου εργοστασίου. Όλα αυτά τα κτήρια είναι κομμάτια της ιστορίας της περιοχής» τονίζει.