«Aδειασα και ξαναγέμισα τον ταξιδιωτικό μου σάκο.
‘’Μόνον τ’ απαραίτητα’’ είπα. Κι ήταν αρκετά γι αυτή τη ζωή – και για πολλές άλλες ακόμη.»
O. Eλύτης
Eτούτος ο χειμώνας που διάβηκε, σημάδια χαραχτά στης μνήμης τα υστερόγραφα μας φιλοδώρησε, μπόλικο άγχος, λαχτάρες, στραπάτσα σε άψυχα υπάρχοντα, αθρώπους να φεύγουν με το υγρό στοιχείο απ’ τη ζωή που δόξα να έχει ο Θεός αφήκε τις φιλικές πόρτες ανέγγιχτες, εξόν λίγα, αλογάριαστα τραύματα, κι αφού χόρτασε, μπούχτισε, τιμώρησε όλους εμάς που κακοποιούμε το περιβάλλον μα μυαλό δε λέμε να βάλουμε, διάβηκε άλλους τόπους να επισκεφτεί.
Έδωκε ο Θεός, ζεστάνανε οι μέρες, μεγαλώσανε, βάλαμε τα καλοκαιρινά μας κι άντε να μπούμε στο πλεούμενο, καράβια ολάκερες πολιτείες πια σήμερα, όχι το ¨Μιαούλης¨ ή το ¨Κανάρης¨ τότε, να πάμε ταξίδι ως το νησί που πρωτανοίξαμε τα μάτια μας σε τούτονε τον κόσμο. Ετούτα τα ταξίδια «…δεν σε πάνε σε μακρινές και άγνωρες χώρες, δε σου γνωρίζουν καινούργια πράγματα θαυμαστά και πρωτοϊδωμένα, αλλά ταξίδια στο χρόνο, στο δικό σου παρελθόν που σε κερνούν γλυκιά νοσταλγία και σε οδηγούν σε ήπιους νυγμούς υπαρξιακών στοχασμών…» (σελ. 21).
Και να, σαν βρέθηκα ένα ζεστό προμεσήμερο στο κατάγυαλο το αμμουδερό, το Γαβαθιανό, εκεί που πρωτοένιωσα το αρμυρό, το Αιγαιοπελαγίτικο νερό, να με λούζει, με το θερμόμετρο σκαρφαλωμένο αψηλά και δεν έλεγα να φύγω, φίλος γκαρδιακός και πιστός απ’ το χωριό που γεννήθηκε ο άνθρωπος που με κληροδότησε τα μισά μου γονίδια, τη Βατούσα, ο γνωστός σας πολυδιαβασμένος σε έντυπα πολλά, ο Βαγγέλης ο Γδοντέλης, με φώναξε με τη ζεστή, δυνατή του φωνή. Κοντά χρόνος και δεν είχαμε ανταμώσει με το Βαγγέλη. Τον σίμωσα, φιληθήκαμε, ξελαχταριστήκαμε και μαζί πήγαμε στο αυτοκίνητό του. Εκεί μέσα ένα ακριβό δώρο για μένα. Ένα βιβλίο με εξώφυλλο σμαραγδί, όλο ουρανό και θάλασσα, μ’ ένα ιστιοφόρο να έχει τεντωμένα τα πορφυρένια πανιά του και να αρμενίζει. Όχι δωρίζων μα κομιστής ήτανε ο Βαγγέλης. Πρόβαλε στα χέρια του το θαλασσινό ετούτο βιβλίο που έδενε απόλυτα με τη γαληνεμένη κείνη τη μέρα θάλασσα την… απέραντη θάλασσα που ενώνει τις στεριές, που δροσίζει τις γοργόνες και πνίγει τα καράβια. …(σ. 16).
―Ο Χρήστος σου το στέλνει … είπε.
Το άρπαξα, το διαπέρασα διαγώνια με τη ματιά μου κι ο νους μου πέταξε πάλι έντεκα χρόνια πίσω, σε ένα άλλο καυτερό πρωινό που απαρνιόμουνα την πλανεύτρα τη Γαβαθιανή θαλασσαγκαλιά, να μπαίνω στο ταλαίπωρο αμαξάκι το νοικιασμένο από την Καλλονή και να φεύγω με προορισμό το μεγάλο αρχοντοκεφαλοχώρι την Αγία Παρασκευή.. Λογοτεχνικό συνέδριο είχε οργανώσει ο Κώστας ο Βαλέτας κι έπρεπε να ανταποκριθώ στην πρόσκληση.
Τη δεύτερη θαρρώ μέρα, θυμάμαι, καλά το θυμάμαι, στο μικρόφωνο ομιλητής εμφανίστηκε ένας αψηλός και γεροδεμένος ομορφάνθρωπος, στρογγυλοπρόσωπος, ευρυμέτωπος, διαπεραστικά μάτια και θεληματικό πηγούνι, με λόγο μεστό, τεκμηριωμένο, χωρίς περιττολογίες, ο Χρήστος ο Σταυράκογλου. Πρώτη φορά τον έβλεπα. Από τη Βατούσα, μου είπανε. Και να δεις, ψυχικός δεσμός δημιουργήθηκε ανάμεσά μας που αλάβωτος θα κρατήσει για πάντα.
Και νάτος τώρα, μετά το σπουδαίο έργο του για τα αρχεία της Βατούσας, μας σεργιανάει σε μέρη άγνωστα, γνωστά ή και γνώριμα. Με το δικό του φιλοσοφημένο, ερευνητικό τρόπο. Δεν κάνει περιήγηση μηδέ ξενάγηση. Σε βάζει στη κολυμπήθρα του Σιλωάμ, θαρρείς, κι αναβαφτίζεσαι, μπαίνεις σε έναν άλλο κόσμο ανάμεσα υπαρξιακή πραγματικότητα και παραμυθένια φαντασία, για να πας, με τα πανιά της δύσκολης κι ελκυστικής ταξιδιωτικής λογοτεχνίας και καλό τιμονιέρη το Χρήστο, στον πρώτο σταθμό, ως τη Χαλκιδική, στο ¨Περιβόλι της Παναγίας¨ το Άγιο Όρος.
Εκεί θα βρεθείς, στην χιλιόχρονη Ιερά πολιτεία βυθισμένος στον ασύλληπτο διάχυτο παντού μυστικισμό και, μαγεία, …να ακούς βαθιά χαράματα τον κωδωνοκρούστη μοναχό να γυρίζει γύρω από την εκκλησιά, γύρω από τα κελιά και τους ξενώνες, να χτυπά ρυθμικά και μελωδικά το ξύλινο τάλαντο και σε λίγο σαν σε ονειροφαντασιά να βλέπεις ανάλαφρες τις σιλουέτες των μοναχών να γλιστρούν σαν σκιές μεσ’ στο σκυοτάδι, όπως οι ψυχές για την έσχατη κρίση… (σ. 25). Και να θαυμάζεις, να απορείς για τους μοναχούς, γέρους νέους και παιδιά ακόμη, φοιτητές κι επιστήμονες, με το κομποσκοίνι να τους συνοδεύει ολημερίς κι ολονυχτίς, πώς κι αποφάσισαν να ξεφύγουν απ’ το μαγνητικό έλκυσμα της κοινωνικής ζωής και …τυλιγμένοι μέσα στο μαύρο ράσο κάτω απ’ τους ψηλούς καστρότοιχους…. Χωρίς δυνατή πίστη, χωρίς ασίγαστη λαχτάρα για την αιωνιότητα κανένας δεν αποφασίζει να κλείσει τη ζωή του στους χώρους αυτούς της σκληρής σωματικής και ψυχικής δοκιμασίας.. (σ.26)
Κι όταν τα καταφέρουμε με το Χρήστο να φύγουμε απ’ τον Άθω,, με το καλοτάξιδο πλεούμενο του θα πάμε και σ’ άλλους τόπους με πολλά ενδιαφέροντα ιστορικά, πνευματικά και με φυσικές καλλονές να τα στολίζουνε. Αδυνατώ να τον ακολουθήσω με το μολύβι και χαρτί στο λογοτεχνικό ετούτο ταξιδιωτικό του ξέσπασμα, σελίδες πολλές θα χρειαστούμε κι οι εφημερίδες, τα περιοδικά πρέπει κι άλλα κείμενα ενδιαφέροντα να συμπεριλάβουν στις καλοστημένες σελίδες των. Για τούτο και μαγεμένος απ’ το φιλοσοφικό γράψιμο του φίλου μου Χρήστου Σταυράκογλου θα επιχειρήσω μαζί σας ένα δεύτερο σταθμό, στην Καππαδοκία, σε τούτο το απέραντο υψίπεδο με μέσο όρο 1200 μέτρα. … εδώ που ..καθώς βρίσκεται στο κέντρο της Μ. Ασίας υπήρξε ανέκαθεν πεδίο πολεμικών αναμετρήσεων. Επί πολλούς αιώνες, από την εποχή των Χετταίων (200 π. Χ). ως την επικράτηση των Οθωμανών (14ος αι.), οι Καπαδόκες ήταν συνεχώς εκτεθειμένοι στις επιδρομές των ανατολικών λαών που προσπαθούσαν να κυριαρχήσουν στη Μ. Α. και να βγουν στο Αιγαίο. (σ.35).
Οι Βυζαντινοί στο πέρασμα τους ….επωφελήθηκαν από το επεξεργάσιμο υλικό που τους προσέφεραν οι μαλακοί βράχοι αλλά και από τη μυστικοπάθεια που αποπνέει το τοπίο και σμίλεψαν πλήθος εκκλησιές και μοναστήρια με θαυμάσιες τοιχογραφίες. Οι καταμετρημένες εκκλησιές είναι οκτακόσιες, ενώ το σύνολό τους υπολογίζεται στις δύο χιλιάδες. Δίκαια λοιπόν ο Καππαδοκία ονομαζόταν «το λίκνον των Αγίων»… (σ. 37)
Σε τούτο το περιδιάβημα πολλούς τόπους της Καππαδοκίας προσπερνάμε αγγιχτά, την Καρβάλη, την αρχαία Ναζιανζό γενέτειρα του Γρηγορίου του Θεολόγου μια απ’ τις παλιές εστίες του Ελληνισμού που συνεχίζει να είναι απ’ τις σημαντικότερες της περιοχής με τα αξιόλογα μνημεία τα χτισμένα μεθύστερα από εμβάσματα των Ελλήνων Καρβαλιωτών της Κωνσταντινούπολης. Εδώ πράγματι μπορούμε, λέει ο Χρήστος, να μιλούμε για φιλοκαλία… .
Τον άλλονε τον αγιασμένο τόπο, εκεί που γεννήθηκε ο Μέγας Βασίλειος, την Καισάρεια, την γευόμαστε ακράγγιχτα στερνότερα για να μας θυμίσει ο Χρήστος ότι… απ’ εδώ ξεκίνησε ο Μ. Βασίλειος με τα μεταφορικά μέσα εκείνης της εποχής, όχι ασπρογενειοφόρος με το έλκηθρο φορτωμένος το σακούλι να ξεχειλίζει δώρα πρωτοχρονιάτικα, να κατέβει απ’ την καμινάδα και να φλογιστούνε τα παιδικά μας όνειρα κι η φαντασία, μα με προορισμό …την Αθήνα, με το Γρηγόριο το Θεολόγο για να ακούσουν τα μαθήματα των Ελλήνων φιλοσόφων. Πόσο στοίχιζε αλήθεια η γνώση και πόσο μεγάλη ήταν η λαχτάρα αυτών των νέων να την κατακτήσουν. (σ.45).
Βρισκόμενοι ακόμη εδώ στη σημερινή μεγάλη πόλη την Καισάρεια, το σπουδαίο αυτό βιομηχανικό κι οικονομικό κέντρο, ακουμπάμε τα ανατολικότερα σύνορα της εξάπλωσης του μικρασιατικού ελληνισμού. Πιο πέρα η Μελιτηνή η Σεβάστεια, μέρη που συνδέθηκαν με τους θρύλους των Ακριτών. Εδώ επί αιώνες συγκρούονταν οι δυο κόσμοι, ο χριστιανικός και ο μουσουλμανικός και οι αγώνες τους πέρασαν στη μνήμη και τη φαντασία του μεσαιωνικού και του νεότερου ελληνισμού με τα αξεπέραστα ακριτικά τραγούδια. (σ. 44)
Μα αν αποπειραθούμε συνοδοιπόρε μου να συνεχίσουμε το σαγηνευτικό και μεθυστικό ετούτο ταξίδι που θυμίζει το παραμύθι της γιαγιάς, θα νυχτωθούμε, μπορεί και να με βαρεθείτε. Άδραξε όμως, αν το θέλεις, το ερέθισμα ετούτο, βρες (είναι εύκολο) το πόνημα το γνήσιο και πέρασε ώρες χαλαρωτικές ευχάριστες ταξιδεύοντας με πολύτιμο ξεναγό το Χρήστο. Βέβαια για να αποφασίσεις ένα ταξίδι στον Πόντο, τρεισήμισι κοντά χιλιάδες χιλιόμετρα από το Αιγαίο και σε μια περιοχή με περιορισμένη συγκοινωνιακή υποδομή, χρειάζεται αποφασιστικότητα. Μόνο σαν νιώθεις όπως μας το λέει ο συνοδοιπόρος μας. Άκου τον; «…Η λαχτάρα να γνωρίσουμε άλλο ένα κομμάτι μικρασιατικής γης, όπου επί δεκάδες αιώνων άνθισε ο ελληνισμός, μας έκανε να ξεπεράσουμε κάθε επιφύλαξη …» (σ. 55)
Μην παρασυρθούμε όμως εδώ, στις γιομάτες γεωγραφικά και ιστορικά στοιχεία πολύτιμα, θα διαβάσετε και θα εκπλαγείτε για τις γνώσεις και το σμίξιμο ετούτων των δεδομένων στην πένα του μαέστρου μας. Παίρνοντας ανάσα ανακουφιστική θα κάνετε χαλαρωτικές κοντινές επιδρομές με συγκοινωνιακό μέσο το ανιχνευτικό κι αρχαιότερο, τα πόδια, εκεί γύρω από τη γενέτειρα του συγγραφέα και του πατέρα μου, τη Βατούσα, για να γνωρίσετε, γενιές πολλές πίσω τους προγόνους μας, την ιστορία του ζείδωρου ελαιώνα Μάρμαντο, και στερνότερα, μετά το μακρινό ταξίδι στην Αυστραλία και την κοντινή σχετικά Κωνσταντινούπολή, θα περπατήσετε, λέω, δίπλα στη Βατούσα το περήφανο, εμβληματικό βουνό τον Κουρατσώνα.
Τελεύοντας θα ξαναπάτε στην απέραντη Αυστραλία, στη γειτονική Μικρά Ασία να δείτε τις Φώκαιες, και, κουρασμένοι νοητά μα χαρούμενοι, ξεκούραστοι πνευματικά, θα αναπολήσετε τον Οδυσσέα και θα γνωρίσετε την πατρίδα του Ιθάκη Και, πού είσαι. Να εύχεσαι μαζί με τον Καβάφη ψιθυρίζοντας τις πρώτες βαθυστόχαστες γραμμές, απ’ το φανταστικό του ποίημά …
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη
να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνους και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει. ….
Μετά την τόση ταξιδιωτική περιπλάνηση και μάθηση, θα βουτήξετε στα γαλανά νερά του Ιόνιου εκεί που, ….τρεις είναι οι Ιθάκες που σαγηνεύουν την ψυχή κάθε Έλληνα. Η Ιθάκη του Ομήρου, η Ιθάκη του Καβάφη και η πραγματική Ιθάκη.(σ.268)
Οι μέρες μικράνανε, προσφέρονται για διάβασμα και ταξίδια.