Οι Μινωίτες θαλασσοκράτορες, που ταξίδευαν ως την Αίγυπτο και ως την άλλη Ελλάδα, αλλά και ακόμη πιο πέρα, οπωσδήποτε έφθαναν και ως την Τάρρα από το μινωικό μεγάλο λιμάνι στα νότια, το Κομμό, και από αλλού, για να φορτώσουν τα προϊόντα του φαραγγιού και κυρίως ξυλεία για να φτιαχτούν τα καράβια και για τους κίονες των ανακτόρων μα και αρκετές άλλες ανάγκες.
Στα πολύ παλαιότερα χρόνια, μέχρι και τα μέσα περίπου της Τουρκοκρατίας, η επικοινωνία της περιοχής Αγίας Ρουμέλης με τα άλλα παραλιακά σημεία των Σφακιών, και πέρα από αυτά, γινόταν με βάρκες κωπήλατες.
Αλλά από τα χρονιά εκείνα μέχρι και λίγο πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στην Αγία Ρου- μέλη έφθαναν και μεγαλύτερα ιστιοφόρα ή ατμοκίνητα και ντιζελοκίνητα καΐκια, που μετέφεραν την παραγωγή κάρβουνου ακόμη και ως τον Πειραιά και την ξυλεία σε διάφορα σημεία. Ακόμη από ξηράς, καΐκια έφερναν για άλεσμα στάρι και άλλα δημητριακά στους νερόμυλους του φαραγγιού ακόμη και από παραλιακά σημεία του Ηρακλείου.
Από παλαιότερες αφηγήσεις επαναστατών πληροφορούμαστε πως ταξίδευαν για ημέρες, δέκα και είκοσι άτομα, με μεγάλες κωπήλατες βάρκες από Σφακιά, ή και Ροδάκινο ακόμη, ως Αγία Ρουμέλη, Κριό, Γραμπούσα, Κύθηρα και Πελοπόννησο.
Στη δεκαετία του 1820 το εμπορικό λιμάνι του Λουτρού είχε μεγάλη κίνηση αφίξεων, ακόμη και από το εξωτερικό, και μόνιμο Λιμενάρχη.
Τα λιγοστά και πρώτα γκρουπ πεζοπόρων της Σαμαριάς, αυτά του Ορειβατικού μετά το 1950, μετέφερε ο Μανόλης Μπικάκης, Παλαιοχωρίτης, με το μικρό ψαροκάικο του, για Παλαιόχωρα τότε. Η διαδρομή απαιτούσε δυόμισι ωρών περίπου πλεύση και το χαρακτηριστικό της μεταφοράς αυτής ήταν ότι, αν οι… πελάτες ήταν περισσότεροι από τη χωρητικότητα του μικρού ψαροκάικου, ο Μπικάκης έδενε πίσω τις ανάλογες μεγάλες βάρκες, σαν γρι-γρι δηλαδή, για να μεταφερθούν όλοι.
Θυμάμαι να σέρνει και τρεις βάρκες. Όσο για σωστικά μέσα και παρόμοια, σε περίπτωση ανάγκης, μην το συζητάμε.
Και ούτε ασύρματοι ούτε… κινητά και παρόμοια.
Το καΐκι αυτό του Μπικάκη πραγματοποιούσε και την άγονη γραμμή για το νησί της Γαύδου, ίσως καμιά φορά την εβδομάδα, καιρού επιτρέποντος. Δρομολόγια πραγματοποιούσε και ο Παύλος Μαρινάκης με καταγωγή από Αγία Ρουμέλη που έμενε στη Σούγια, με το μικρότερο καΐκι του.
Το πρώτο “τουριστικό” αποκλειστικά πλοιάριο, έστω και πολύ μικρό, άρχισε τα δρομολόγια του το καλοκαίρι του έτους 1969 και τότε θεωρήθηκε μεγάλο γεγονός αυτή η επικοινωνία και εξυπηρέτηση. Τα δρομολόγια γίνονταν προς Χώρα Σφακίων πλέον. Το έφερε ο Σφακιανός ναυτικός Μανόλης Σφουγγατάκης, που ήταν και ο κυβερνήτης του. Ήταν το μικρό κλειστό πλοιάριο ΝΙΚΟΛΑΟΣ Σ. και όπως διαβάζουμε στη μεγάλη διαφήμιση που καταχωρούσε ο Σφουγγατάκης στον τοπικό τύπο ήταν “Ένα πλωτό λεωφορείο με 44 άνετα καθίσματα, τουαλέτα και είχε μεγάλη ευστάθεια”!
Επίσης διέθετε στεγανά που το καθιστούσαν… αβύθιστο και ακόμη μεγάλο αριθμό από σωσίβια και δυο σχεδίες!
Το εισιτήριο για τη διαδρομή ήταν δραχμές 30.
Μετά έφεραν τα αλλά μικρά “τουριστικά” σκάφη. Το “Σαντα Μαρία” των Μιχάλη Γεντεκάκη, Διοματάρη και Ρούσσου Τζατζιμάκη και Παύλου Μαρινάκη. Στη συνέχεια τα πλοιάρια “Μαρίνα” και “Σοφία” από τον Ανδρούλακα, τον Στ. Σταματάκη από τη Χώρα και τον Κόρκακα. Το 1979 το εισιτήριο σε αυτά ήταν 150 δραχμές.
Έπειτα μπήκε στη γραμμή το “Σαμαριά” του Κόρκακα, 130 θέσεων.
Το 1981 ιδρύθηκε από ανθρώπους της περιοχής η Α.Ε. Θαλάσσιες Συγκοινωνίες Λυβικού Πελάγους που μετά από δύο χρόνια, το 1983, με αλλαγή καταστατικού έγινε ΑΝΕΝΔΥΚ (Ανώνυμη Ναυτιλιακή Εταιρεία Νοτιοδυτικής Κρήτης) με σημερινό πρόεδρο τον επιχειρηματία της Χώρας Σφακίων Γιάννη Μπραό (Μπραουδάκη).
Η Εταιρεία κάλυψε την πολύ μεγάλη κίνηση στην γραμμή αυτή με τα υπερσύγχρονα και μοναδικά σε εξυπηρέτηση και ασφάλεια μικρά φέρι-μποτ “Δασκαλογιάννης” και “Σαμαριά”.
Ας σημειωθεί ότι για λίγα χρόνια τέθηκε στη γραμμή αυτή, με διαδρομή κυρίως από Αγία Ρουμέλη στην Παλαιόχωρα, και το συμβατικό ταχύπλοο πλοιάριο της Σεληνιώτικης Εταιρείας.
Από το βιβλίο “Μνήμες Σαμαριάς”