Δευτέρα, 18 Νοεμβρίου, 2024

Τα θεριά τση Κρήτης

Μια φωτογραφία: ανεπανάληπτη, μοναδική, από τις πλέον αξιόλογες, λίαν αντιπροσωπευτική της εποχής της. Το «χίλιες λέξεις» και «όλα τα λεφτά», είναι λίγα. Πάντα σαν ιστορικό – λαογραφική.
bΦωτογραφίες των αρχών του περασμένου αιώνα υπάρχουν πολλές, αυτή όμως διαφέρει καθόσον δεν είναι τραβηγμένη στα τότε «στούντιο», με «πόζα», αλλά είναι φυσική στο περιβάλλον των συγκεκριμένων προσώπων. Είναι μία φωτογραφία που «μιλεί», όπως «μιλούν» και τα πρόσωπα που υπάρχουν σ’ αυτήν. «Μιλεί» για τις φορεσιές, τις βράκες, τα μιτανογέλεκα, τα καπότα, τις ζώνες, τα καλύμματα της κεφαλής, τα στιβάνια, τις μύτες των στιβανιών. «Μιλεί» για τα σπίτια, την αυλή, τα κουφώματα, τη καρέκλα. «Μιλεί» για το χειμώνα. «Μιλούν» τα πρόσωπα και οι εκφράσεις τους.
Φαίνεται ένα από τα θεριά του Ιερού αγώνα της Κρήτης 1866-69 και 1896-97, που οι παππούδες μας γυμνοί, ξυπόλητοι, πεινασμένοι και με ελάχιστο οπλισμό, μέσα στις καταιγίδες και τα χιόνια, επί τρία χρόνια πάλεψαν, ένα τακτικό Τουρκικό στρατό από 117.000 άνδρες με ευρωπαίους αξιωματικούς, τους Τουρκοκρητικούς ατάχτους και τον τουρκικό στόλο. Τα μισά γυναικόπαιδα της Κρήτης, προσφυγές στη Σύρο, στο Πειραιά και στο Ναύπλιο, πεινασμένα ζητιάνευαν, ενώ τ’ άλλα μισά, πάσχιζαν να επιβιώσουν στα χιόνια, γυμνά, ξυπόλυτα και πεινασμένα.
Στα τέλη του 1869, το σχέδιο του Χουσεϊν Αβνη Πασά, να μαϊνάρει το «Σηκωμό», χτίζοντας πύργους πάνω στους δρόμους, στις κορφές και στις παραλίες είχε πετύχει. Ο «Σηκωμός» (επανάσταση) αγγελομάχονταν και μερικοί μεγαλομάρτυρες, πολεμούσαν ακόμα για τη τιμή και συμμαζώχτηκαν στο φαράγγι της Σαμαριάς. Μερικοί καλοί Χριστιανοί ζυγώνουν ως εκεί, με κίνδυνο της ζωής τους και τους κατέβαζαν με τα σκοινιά την τροφή τους. Όλο το μήνα του Δεκέμβρη του 1869, τον πέρασαν οι δυστυχείς σαν τ’ άγρια θεριά. Στους δύο πόρους του φαραγγιού, οι Καραμανίτες (Τούρκοι) τους φυλάγανε να αποκάμουνε και να κάμουν να ξεμυτίσουνε να τους πιάσουν. Ο χειμώνας είχε πετρωμένα τα χιόνια στις γιδόστρατες και κλεισμένα όλα τα περάσματα.
Τέλος του Δεκέμβρη ο Γιάννη-Σάββα-Πασάς πήγε στη Χώρα τω Σφακιών. Από κει έστειλε συβουλή και φοβέρα στους μπλοκαρισμένους: «έδινε συχώρεση στα λάθη τους και σεβότανε την παλικαριά τους… να παραδοθούνε να δώσουνε τέλος στα βάσανα του Νησιού… ειδεμή… θα πηγαίνανε να τους ξεβγάλουνε. Νισάφι πια, ο κόσμος μπαΐλντισε».
Οι καπετάνιοι αποφασίσανε να γυρέψουμε καράβια να τους μεταφέρουν στην Ελλάδα. Ο Χουσεϊν Αβνή Πασάς έδωκε στοματικώς την απάντηση: «Το Καλέ Καπισί είν’ ανοικτό αν θέλουν ας κοπιάσουν. Παπόρια εγώ δεν έχω να τους πέψω».
Τα λιοντάρια της Κρήτης, βγήκαν από τις σπηλιές που λουφάζανε και πήρανε να σκαρφαλώνουν κατά το Ξυλόσκαλο… Οι καπετάνιοι σταθήκανε, στο τόπο που βρεθήκανε, και απομείνανε κάμποση ώρα βουβοί, σα να σβήνε ο κόσμος γύρω τους. Ύστερα φιληθήκανε σπλαχνικά, μέσα σε βρύσες δάρκυα και γινήκανε δυό συντροφιές. Οι Κυδωνιάτες με το Χατζή Μιχάλη, τους Μαντάκους, τους Μαυρογένηδες, το Νικολούδη, το Σκουλά, τους Μαλιντρέτους και τους Αγγελίδηδες, σύρανε να παραδωθούνε στο πύργο στη Μπουρμπαδοκεφάλα. Οι Σελινοκισαμίτες,  με το Κορκίδη, το Μπασιά, τον Παρθένιο το Περίδη και τον Αναστασόγιαννη, παραδόθηκανε στη Καβαλαρέ.
Οι Τούρκοι τους σαλαγήσανε στα Χανιά. Το Τουρκομάνι τους περίμενε στο Καλέ-Καπισί (είσοδος της πόλης). Τα σεβαστά κεφάλια, που χανε γίνει άξια για τη δάφνη, τα ποδέχονταν με πέτρες και μαγαρισιές. «Μπουκιές να τσοι κάμετε να πάρομε κομμάτια!» σκούζανε ξεμουρωμένες οι χανούμισσες.
Ο Καπετάν Κριγιάρης είχε ξεκόψει, δεν έστρεψε να σκύψει το κεφάλι. Άνδρας δύσκολος «που δεν εύρισκε, πότες του παλληκαριά άξια να τονε θαμπώσει» τρία χρόνια πριν, στις 17 Αυγούστου 1866, στη Κάντανο έριξε το πρώτο τουφέκι. Οι Τούρκοι τραβηχτήκανε και οχυρωθήκανε μέσα στη Κάντανο το κεφαλοχώρι. Τη ζημιά πούχανε παθημένη, τη βάλανε στα μοιρολόγια τους οι χανούμισσες και οι φωνές τους ακουγόταν ένα μερόνυχτο, πιο δυνατά και απ’ το βροντισμό του πολέμου. Οι Χριστιανοί είχανε να κηδέψουνε δεκατέσσερις. Τον αδερφό του Καπετάν Κριγιάρη, οι άπιστοι τονε μακελέψανε στο τόπο. Ο Καπετάν Κριγιάρης, αγριοκοίταξε εκείνους που του πήγαν το κουφάρι και είπε, χωρίς να παίξει το μάτι του: «Παιδιά έχει αφησμένα και θα πάρουνε πίσω το αίμα του».
Τώρα τέλη του Δεκέμβρη του 1869, με 8 άντρες άφηκε τον Ομαλό και από την Αγία Ειρήνη, μπήκε στο Σέλινο και γύρευε καΐκι να φύγει στο Ελληνικό.
Κοντά στο Προδρόμι τους προδώσανε. Νύχτα χιονερή και καταχνιασμένη τους ζώσανε σε μια σπηλιά, οι ντόπιοι μουσουλμάνοι που γύριζαν παγανίζοντας. Στις πρώτες μπαταρίες, τον Κριγιάρη τον πέρασε ένα βόλι στη μέση μπάντα-μπάντα χωρίς να του σπάσει κόκκαλο. Χωριστήκανε κι ο Κριγιάρης μόνος κατέληξε κοντά στο Μουστάκο στο λιοτριβιό ενός καλού Χριστιανού του Περάκη. Για να μην τον πάρει στο λαιμό του ο Κριγιάρης, συμφωνήσανε να παραδοθεί στον Τουρκοσελινιώτη Σελίμ Φούσκη.
Ο Φούσκης σίμωσε στο λιοτριβιό μ’ ένα μονάχα ορτάκη (σύντροφο), φοβήθηκε παγίδα, στάθηκε στη πόρτα και φώναξε: «Παλικαρίσια Καπετάν Κριγιάρη;» «Παλικαρίσια Σελήμ-Αγά». Πήγε κοντά στον Κριγιάρη και έκαμε να τον ανασηκώσει, ο άλλος Τούρκοσελινιώτης, τράβηξε το χατζάρι και χίμηξε να τον χαλάσει. Ο Σελήμ-Αγάς τουδωσε μια διπλαριά στο λεπίδι και τον αποπήρε αγριεμένος. Γύρισε σπλαχνικά στο κακαποδαμένο και τουπε με ήρεμη φωνή: «Γιάντα καημένε Κωνσταντή δεν επροσκύνησες και σύ;» «ένα Σουλτάνο ήθελες να πολεμάς;» «Ετσα μου ήτανε γραφτό Σελίμ-Αγά. ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ ΕΠΟΛΕΜΟΥΝ!».
Επίλογος
Και το Σέλινο και οι Λάκκοι αναμφιβόλως είχαν και καπετάνιους και οπλαρχηγούς και πρώτους άνδρες των αρμάτων και των γραμμάτων σ’ όλες τις εποχές. Και βεβαίως όχι μόνο τους αναφερόμενους παραπάνω. Καλό θα είναι όμως, όταν θα ανεβάζουμε στο διαδίκτυο ένα ριζίτικο, ναχει και την ανάλογη φωτογραφία της περιοχής των τραγουδιστών. Θα μου πείτε: «κανείς δεν τα ξέρει όλα» απαντώ: υπήρχε παλιά μια διαφήμιση που έλεγε: «δεν ήξερες; Δεν ρώταγες;;».
Στη συγκεκριμένη, περίπτωση του ριζίτικου που αναφέρομε είχε θέση η φώτο του Καπετάν Κριάρη ή οποιουδήποτε Σεληνιώτη Οπλαρχηγού.

Στο διαδίκτυο μ’ εντυπωσίασαν τελευταία από το Σέλινο δύο πράγματα: από τη καλή τα sturmgewehr και από την αντίθετη τα basmak και τα bastim. Και ο νοών νοείτο.
Σημείωση: Η φωτ. με τους Λακκιώτες υπάρχει στα γραφεία των “Χ.ν.” και αποτελεί τιμή γι’ αυτούς που την τοποθέτησαν και γι’ αυτούς που τη διατηρούν, όπως και άλλες αξιόλογες ιστορικές φωτό. Ξέρουν από πού ερχόμαστε, που πάμε και ποιοι είμαστε. Τα αποσπάσματα κειμένων είναι από του Π. Πρεβελάκη «Παντέρμη Κρήτη».
Πιστεύω ότι οι Λακκιώτες (άξιοι και τιμημένοι) μπήκαν στο ριζίτικο από άγνοια και όχι για άλλο λόγο, όπως το 2003 περίπου, που σε έντυπο παρουσίαζαν τον Ν.Ι. Αθουσάκη οπλαρχηγό περιοχής του Σελίνου με άλλο όνομα.

(Διατί να το κρύψωμεν άλλωστε, έχουν κι εκεί ορισμένοι τα “ενδο…χωριανά τους”).


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα