Βλέποντας κανείς τα σημερινά καλομαθημένα μαθητούδια μας με τα πανάκριβα σπορτεξάκια κ σακίδια, μια σταλιά βυζανιάρικα να καπνίζουν και να φιλιούνται με τσοι συμμαθήτριες στη μέση του δρόμου, με την ησυχία τους… θυμίζεται τα δικά του ασουλούπωτα μαθητικά χρόνια που εκτός τη μαζική μιζέρια είχαμε και χούντα.
Αν σε έβλεπε κάνα μάτι τότε να τιτιβίζεις έτσι στα φανερά, ένα παραπάνω στα κρυφά, εκτός την αποβολή που την είχες στο τσεπάκι, κινδύνευες να σε κάνουν κ τόπι στο ραβδί αδέρφια, ξαδέρφια κ λοιποί συγγενείς, για την τιμή τση κοπελιάς. Κι αν δεν την έπαιρνες κιόλας, μπορεί κ να μίλαγαν τα όπλα.
Λίγες ήταν τότε οι ευκαιρίες στην επαρχία για παράνομα ραντεβουδάκια, κι αυτά με την ψυχή στο στόμα κι εντελώς παιδικά.
Άντε καμιά κοπάνα στα πευκάκια για λίγες αγκαλιές, σε κάνα σπηλιαράκι απόμερο όταν έβρεχε ή σε κουφάλα αγριελιάς για ένα κλέφτικο φιλί… κι όταν μπήκαν τα μαθητικά λεωφορεία τρέχαμε να κρατούμε θέσεις μπας και κάτσει δίπλα μας το αίσθημα να του πιάσουμε το χεράκι.
Ακόμα θυμούμαι την καζούρα που έπαθε ο φίλος μας ο Γιαννακός που μπορεί να μη έπαιρνε τα γράμματα αλλά στα γκομενικά ηγέτης, όταν μια μέρα που είχε πιάσει κάθισμα στο μαθητικό και φύλαγε θέση στη Σουλίτσα την πεταχτούλα από την πέρα Αχλάδα, μπήκε μέσα ένας καλοθρεμμένος παπάς από τον Άγιο Θεράποντα κι έκατσε δίπλα του.
-Κάτσε τέκνο μου παρά μέσα να κάτσει κι ο ιερέας -την ευλογία μου ν΄έχεις και καλή πρόοδο παιδί μου.
-Μα τον παπά βρε Γιαννακέ έβγαλες γκόμενα πρωί πρωί και να γέλια η γαλαρία, και να σφυριές και ζάρπες στο λεωφορείο…
Είχαμε και την ωραία της τάξης που μοίραζε σ’ όλους μας πονηρά γελάκια όταν μας έβλεπε να την μπανίζουμε σαν χάνοι… και στο τέλος αγάπησε ένα εξωσχολικό με μια κόκκινη φλορέτα.
Εμάς μας έβλεπε σαν τα μικρά της αδερφάκια κι έσπαγε πλάκα.
Ήταν η εποχή που έδιδαν αγάλι αγάλι το φιλί…!!!