Τα Δημοτικά τραγούδια διαιρούνται σε πολλές κατηγορίες. Έχουμε τα ιστορικά τραγούδια, τα Κλέφτικα, τα λιανοτράγουδα, τα Ακριτικά, της Αγάπης, του Γάμου, της Ξενιτειάς, τα νανουρίσματα, τα Χελιδονίσματα, της Στράτας, του Θερισμού, τα Μοιρολόγια, τα Χαροντικά κ.λπ.
Mία σημαντική κατηγορία είναι εκείνη των τραγουδιών της Τάβλας ή του Τραπεζιού. Τραγουδιούνται τα τραγούδια αυτά και λέγονται άλλα πριν, άλλα κατά και άλλα μετά το φαγητό και τα ποτά (κυρίως κρασί), ανταποκρινόμενα στα ελληνικά έθιμα της κοινής εστιάσεως, που συναντάμε στους γάμους, στις γιορτές και στα κάθε λογής πανηγύρια. Ακούγονταν τα τραγούδια αυτά στα λεγόμενα “ξεφλουδίσματα”, τα οποία φυσικά τώρα έχουν εξαλειφθεί από την εμφάνιση της τεχνολογίας. Περί το τέλος Αυγούστου οι γεωργοί συγκέντρωναν τα καλαμπόκια τους. Το ξεφλούδισμά τους το έκαναν νέοι και νέες όλη τη νύχτα, μία για τον κάθε γείτονα. Εκεί υπήρχε έθιμο να λένε τραγούδια της τάβλας, τα οποία και την παράδοση διατηρούσαν και αφορμή για απαρχή ερώτων γίνονταν. Υπό στενή έννοια τραγούδια της τάβλας είναι όσα αναφέρονται στην καθαυτό φιλοξενία. Υπό ευρεία έννοια είναι όλα τα τραγούδια που λέγονται καθιστά, αν και κατατάσσονται σε άλλα υποσύνολα, σε άλλες κατηγορίες τραγουδιών (αγάπης, κλέφτικα, ξενιτιάς κ.λπ.). Συνήθως ο πρωτοτραγουδιστής, που κατά περίπτωση είναι ο γεροντότερος ή ο σοφότερος της παρέας, τραγουδάει το στίχο και όλη η παρέα το επαναλαμβάνει. Επιχωριάζουν τα τραγούδια της τάβλας στην Ήπειρο, Θεσσαλία, Μοριά, Ρούμελη, Κύπρο (αμανέδες) και Κρήτη (ριζίτικα). Ενα τραγούδι της τάβλας πανελλήνιας εμβέλειας είναι τ’ ακόλουθο: «Σε τούτ’ την τάβλα που ’μαστε, σε τούτο το τραπέζι/ τον Άγγελο φιλεύουμε και τον Χριστό κερνάμε/ την Παναγιά μας Δέσποινα, αυτή παρακαλούμε/ να μας χαρίσει τα κλειδιά, κλειδιά του Παραδείσου, να ιδώ τους πλούσιους πώς περνούν και τους φτωχούς πώς πάνε…». Έτερο τραγούδι του τραπεζιού πανελλήνιο: «Χιλιοκαλώς τον ηύραμαν τούτον τον νοικοκύρη,/ με τα καλά του τα φαγιά, με τα γλυκά του λόγια./ Να του προκόψουν τα παιδιά, και σ’ άλλα να χαρούμε./ Τούτον τον χρόνο τον καλό, τον άλλον ποιος τον ξέρει,/ για ζούμε για πεθαίνουμε, για σ’ άλλον τόπο πάμε./ -Φάτε και πιήτε, ρε παιδιά, χαρήτε να χαρούμε/ για τη δική μας τη χαρά, του χρόνου στη δική σας». Άλλο τραγούδι της τάβλας από την Ήπειρο, ιδιαίτερα προσφιλές και με τίτλο “Χαριτωμένη συντροφιά”: «Χαριτωμένη συντροφιά, μου λεν να τραγουδήσω,/ κι εγώ τους λέγω δεν μπορώ, τραγούδια να ηξέρω./ -Βαστάτε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω./ Τα ποδαράκια με πονούν, τα γόνατα με σφάζουν./ Μ’ επήραν τα γεράματα, ασπρίσαν τα μαλλιά μου./ Και τώρα για τους φίλους μου, για τους αγαπημένους/ θα πω τραγούδια θλιβερά και παραπονεμένα:/ Η ξενιτειά ή η εργατιά, η πίκρα κ’ η αγάπη/ τα τέσσερα τα ζύγιασαν βαρύτερα είν’ τα ξένα./ Παίρνουν παιδιά ανύπαντρα, τα φέρουν γερασμένα./ Χωρίζ’ η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα,/ η αδερφή τον αδερφό, κι ο άντρας τη γυναίκα!». Ένα πολύ όμορφο ιστορικό τραγούδι της τάβλας από τον Μοριά: «Κλείσαν οι στράτες του Μοριά, κλείσαν και τα δερβένια./ Κλαίνε τα χάνια γι’ άλογα και τα τζαμιά γι’ αγάδες./ Κλαίει και μια χανούμισσα για τον μοναχογιό της…». Πολλά τραγούδια της τάβλας αναφέρονται στη χαραυγή. Πολλά περίεργα, θαυμαστά και άξια λόγου πράγματα συμβαίνουν το χάραμα. Το πιο πυκνό σκοτάδι είναι αυτό που φεύγει, λέει ο σοφός λαός. Το χάραμα είναι ο χρόνος της απομακρύνσεως των κακών πνευμάτων από τη γη. Η δροσιά της αυγής (και στην αρχαιότητα της Ηούς) ξυπνάει τον έρωτα της ζωής και την τάση για το αντάμωμα των ψυχών και των σωμάτων: «Τώρα, το πρωί, τώρα κοντά να φέξει/ τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια/ γλυκολαλούν και λένε, ξύπνα αγάπη μου./ ξύπνα αγκάλιασε κορμί κυπαρισσένιο…». Η μεθυστική αύρα της αυγής αποπροσανατολίζει τον διαβάτη του κόσμου, όπως αποτυπώνεται η ζάλη αυτή στο ακόλουθο (ίσως το ωραιότερο) τραγούδι της τάβλας: «Με γέλασε μια χαραυγή, τ’ αστρί και το φεγγάρι/ και βγήκα νύχτα στα βουνά, νύχτα στα κορφοβούνια./ Κι ακούω τα πεύκα να βογγούν και τις οξυές να τρίζουν,/ κι ακούω την πετροπέρδικα να γλυκοκελαηδάει./ Που καταριόταν τον αετό, το φτεροπλουμισμένο./ -Αετέ μ’ να φας τα νύχια σου, τα νυχοπόδαρά σου./ Που μ’ έκανες κι ορφάνεψα, μου πήρες τα παιδιά μου». Τη χαραυγή μπορεί να ’ρθει ο θάνατος σε όποιον η αγαπημένη του δεν τον νοιάζεται: «Ήλιε που βγαίνεις την αυγή, και τον ντουνιά ζεσταίνεις/ ’μένα γιατί μ’ αρνήθηκες;/ Μια χαραυγή, μια μαύρη χαραυγή στον κόσμο θα πεθάνω/ κι’ εσύ θα πλέκεις τα μαλλιά σου…». Η αγάπη θέλει συνεχή προσοχή, γιατί αλλιώς μαραίνεται κι απομακρύνεται. Η αναζήτησή της στη συνέχεια ενδέχεται να καταστεί μάταιη υπόθεση: «Ο δυόσμος κι ο βασιλικός και το μακεδονίσι/ πάν’ τα ματάκια μ’ βρύση,/ αυτά μ’ αποκοιμήσανε και μου ’φυγε η αγάπη./ Παίρνω τα όρη ψάχνοντας και τα βουνά ρωτώντας/ το Θεό παρακαλώντας./
-Βουνά μου και λαγκάδια μου και σεις ψηλές ραχούλες/ είδατε την αγάπη μου, τη λυγεροφκιασμένη;/ -Εψές, προψές την είδαμε, στον αργαλειό που ’φαίνει./ Υφαίνει τα μεταξωτά, υφαίνει τα βελούδα…».
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ
Ένα πολύ όμορφο τραγούδι της τάβλας μας παρέδωσε ο Στρατηγός Μακρυγιάννης στα “Απομνημονεύματά” του. Όταν οι Έλληνες κρατούσαν την Ακρόπολη ο αρχηγός Γκούρας κάλεσε τον Μακρυγιάννη, που ήταν και κουμπάρος του, να φάνε μαζί και να αποκαταστήσουν τη φιλία του (είχαν καιρό σε έριδα). Μετά το φαγητό και το κρασί, λέει ο Γκούρας στον Μακρυγιάννη να πει κανένα τραγούδι, που είχε καλή φωνή. Ο Μακρυγιάννης είπε τούτο το τραγούδι της τάβλας: «Βγήκε ο ήλιος κόκκινος και το φεγγάρι μαύρο/ κι ο λαμπερός αυγερινός αργεί να βασιλέψει./ Πες μας καϋμένε αυγερινέ κάνα καλό χαμπέρι./ Το τι χαμπέρι να σας πω, το τι καλό μαντάτο,/ επλάκωσε η Αρβανιτιά…». Ο Γκούρας μερακλώθηκε, πήρε το ντουφέκι του και βγήκε στη μάχη να πολεμήσει. Σε λίγα λεπτά έπεσε νεκρός από τούρκικο βόλι…