Ο αϊτός είναι σίγουρα ο βασιλιάς των πουλιών. Συμβολίζει τη δύναμη και την επιβολή. Από τα χρόνια του Ομήρου εθεωρείτο «φίλτατος οιωνός». Πολλές λαϊκές φράσεις αναφέρονται στον αϊτό: «ο αϊτός τρώει και η κουρούνα κράζει», «ο λαγός θέλει μεγάλα πουλιά», «στην πομπή του αϊτού χόρευε και εσύ χελώνα», «άλλα τα μάτια του αϊτού (εσφαλ. του λαγού) κι άλλα της κουκουβάγιας», «αϊτέ και πώς κατάντησες το φίδι να σε σούρνει», «χρυσός αϊτός εγίνηκε, στους ουρανούς κι εξέβη», ο Ακρίτας. «Tρεις αετοί καθόντανε σε τρία μαύρα λιθάρια» κ.λπ.
«Ο αϊτός διαχρονικώς υπήρξε σύμβολο θειότητος, αθανασίας και ισχύος, στους Πέρσες, Βαβυλωνίους, Ασσυρίους, Χέττες, Αιγυπτίους επί Πτολεμαίων, Ρωμαίους, Ελληνες, Βυζαντινούς και αυτοκρατορικό έμβλημα (Τσάρου, Αψβούργων, Ναπολέοντος κ.ά.). Τα τραγούδια που αναφέρονται στον αϊτό είναι συνήθως αλληγορικά. Αλληγορία είναι μία μεταφορική φράση, η οποία κρύβει νοήματα πολύ διαφορετικά από αυτά που δηλώνουν οι λέξεις, δηλαδή άλλα λέγονται και άλλα εννοούνται.
Στη δημοτική ποίηση έχουμε προσωποποίηση της φύσης και των στοιχείων της: Ο ήλιος, το φεγγάρι, τα βουνά, τα δέντρα, τα ποτάμια, τα πουλιά, τα άλογα κ.ά., συνομιλούν με τον άνθρωπο. Ο αϊτός είναι ο ανυπόταχτος κλέφτης, ο γενναίος αντάρτης, ο ισχυρός αρματολός, π.χ. ο αϊτός της Ρούμελης (ο Καραϊσκάκης, ο Ανδρούτσος, ο Άρης κ.λπ.). Ενα τραγούδι του αϊτού από την ηπειρωτική Ελλάδα, αναφέρεται στις μέρες που ο Κλέφτης είναι εκτός δράσεως: «Ενας αϊτός καθότανε/ στον ήλιο και λιαζότανε/ και ψείριζε τα νύχια του/ τα νυχοποδαράκια του./ Νύχια μου και νυχάκια μου και νυχοποδαράκια μου/ την πέρδικα που πιάσατε,/ να μην τηνε χαλάσετε». Η πέρδικα ήταν προφανώς νεαρή κόρη, την οποία για κάποιους λόγους ο Κλέφτης πήρε ως όμηρο.
Σκληρή συνθήκη υφίστατο μεταξύ των Κλεφτών, να μην προσβάλουν ποτέ την τιμή των γυναικών, επί ποινή θανάτου.
Σε ριζίτικο τραγούδι της Κρήτης, ο ανυπότακτος και υπερήφανος Κλέφτης ή Αντάρτης τον χειμώνα δεν καταδέχτηκε να κατέβει στα «κατώμερα», για να ξεχειμωνιάσει κι έμεινε πάνω στα βουνά. Παρακαλεί τον ήλιο ν’ ανατείλει, να λιώσει τα χιόνια, για να ξαναρχίσει τη δράση του. Το τραγούδι αυτό τραγούδησε σε δίσκο τη δεκαετία του ’20 ο Βενιζέλος: «Σε ψηλό βουνό,/ σε ριζιμιό χαράκι,/ κάθεται έν’ αϊτός./ Βρεμένος, χιονισμένος/ ο καημένος και παρακαλεί./ Και παρακαλεί τον ήλιο ν’ ανατείλει./ Ήλιε ανάτειλε, ήλιε ανάτειλε./ Ήλιε λάμψε και δώσε/ για να λιώσουνε / τα χιόνια από τα φτερά μου/ και τα κρούσταλλα/ από τ’ ακρόνυχά μου./ Ηλιε ανάτειλε, ήλιε ανάτειλε».
Σε περίπου όμοιο τραγούδι της ηπειρωτικής Ελλάδας ο Κλέφτης (αϊτός) άνοιξε διάλογο με τον ήλιο, με τον οποίο μαλώνει. Τον εγκαλεί, γιατί αργεί να ρίξει τις αχτίδες του στα ανήλια μέρη, να λιώσουν οι πάγοι, να έρθουν κι οι άλλοι κλέφτες και να συνεχίσουν τον αγώνα κατά των Τούρκων. Ιδιο και το κομμάτι της κατακλείδας του τραγουδιού του Ολύμπου και του Κισσάβου. Ως γνήσιο δημοτικό τραγούδι, που είναι, δουλεύει μόνο με ρήμα και ουσιαστικά (υπάρχουν δύο ισχνά επίθετα, ψηλό λιθάρι, άνοιξη καλή): «Ενας αϊτός περήφανος, ένας αϊτός λεβέντης/ από την περηφάνεια του κι’ από τη λεβεντιά του,/ δεν πάει τα κατώμερα να καλοξεχειμάση,/ μόν’ μένει απάνω ’ς τα βουνά, ψηλά ’ς τα κορφοβούνια./ Κ’ έρρηξε χιόνια ’ς τα βουνά και κρούσταλλα ’ς τους κάμπους,/ εμάργωσαν τα νύχια του κ’ επέσαν τα φτερά του./ Κι’ αγνάντιο βγήκε κ’ έκατσε, ’ς ένα ψηλό λιθάρι,/ και με τον ήλιο μάλωνε και με τον ήλιο λέει./ Ηλιε, για δε βαρείς κ’ εδώ ’ς τούτη την αποσκιούρα,/ να λειώσουνε τα κρούσταλλα, να λειώσουνε τα χιόνια,/ να γίνη μια άνοιξη καλή, να γίνη καλοκαίρι,/ να ζεσταθούν τα νύχια μου, να γιάνουν τα φτερά μου,/ να ’ρθούνε τ’ άλλα τα πουλιά και τ’ άλλα μου τ’ αδέρφια». Ο συμβολισμός και ο αλληγορισμός παλικαριού-αϊτού ενυπάρχει έντονος στο παρακάτω τραγούδι: «Μάνα μ’ στο περιβόλι μας και στην αμυγδαλιά μας/ πήγα να μάσω μύγδαλα, πήγα να μάσω τ’ άνθια,/ κι εκεί καθόνταν τρεις αϊτοί και τρίγια παλικάρια,/ τό ’να με μήλα με βαράει, τ’ άλλο με δαχτυλίδι,/ το τρίτο το μικρότερο με χρυσογαϊτανάκι,/ κι εγώ το μήλο το ’φαγα, το δαχτυλίδι το ’χω/ κι αυτό το χρυσογάιτανο το ’βαλα στα μαλλιά μου».
Σε άλλο δημοτικό τραγούδι (Χασιώτης, VI, 63, Λελ. 18,9, LEGR. 204, 92) ο αϊτός παίρνει ανθρώπινη λαλιά κι ανοίγει συνομιλία με το νεκρό κεφάλι ενός παλαιού, άδικου Προεστού: «Χρυσός αϊτός εκάθονταν, ψηλά σ’ ένα λιθάρι,/ κι εκράταγε στα νύχια του, ανθρώπινο κεφάλι,/ βολές, βολές το κύλαγε, βολές, βολές του λέγει:/ –Κεφάλι, τι κακό ’καμες και σε κρατώ στα νύχια;/ -Εκείνον τον παλιό καιρό και το παλιό ζαμάνι,/ μ’ είχεν η χώρα προεστόν, μ’ είχεν η χώρα πρώτον,/ κι αντάρριχνα το δόσιμο και το βαρύ τεφτέρι./ Δέκα στους πλούσιους έρριχνα, στις χήρες δεκαπέντε,/ στη δόλια τη φτωχολογιά έρριχνα τριάντα πέντε… / Κι η φτώχεια κλάψαν έκαμε, κλάψαν από τ’ εμένα/ και ο πασάς επρόσταξε, μώκοψαν το κεφάλι». Η πέρδικα συμβολίζει την όμορφη και υπερήφανη γυναίκα, που περπατεί με καμάρι, αλλά και την καλή και προστατευτική μάνα: «Τήρα μη μοιάσεις του λαγού, όπου γεννάει κι αφήνει./ Μοιάσε της πετροπέρδικας, της αηδονολαλούσας,/ που κάνει δεκαοκτώ παιδιά, κανένα δεν αφήνει».
Ο αϊτός (που συμβολίζει τον αρχηγό, τον πασά κ.λπ.) αρπάζει και θανατώνει το παιδί της πέρδικας (κλεφτόπουλο). Η πέρδικα καταριέται τον αϊτό: «Με γέλασε μια χαραυγή, τ’ αστρί και το φεγγάρι/ και βγήκα νύχτα στα βουνά, νύχτα στα κορφοβούνια./ Κι ακούμπησα στο χέρι μου γλυκό ύπνο να πάρω./ Κι ακούω τον άνεμο να ηχά και τις οξυές να τρίζουν./ Κι ακούω την πετροπέρδικα, την αηδονολαλούσα,/ που καταριόταν τον αϊτό, τον φτεροπλουμισμένο./ Αϊτέ μ’ να φας τα νύχια σου, τα νυχοπόδαρά σου,/ που έκανες κι ορφάνεψα, μου πήρες το παιδί μου».
Αϊτοί ονομάζονταν οι βασιλείς και οι διάδοχοι του θρόνου: «Του αετού ο γιος πάει κι αυτός εμπρός…», τραγουδούσαν για τον διάδοχο του θρόνου Κων/νο.