Τα θαύματα στη ζωή μας ,έρχονται όταν δεν τα περιμένουμε και η μόνη οδός που οδηγεί στο θαύματα, είναι η οδός της πίστης. Κατανοώντας τη ζωή, θα ανακαλύψουμε ότι είναι γεμάτη θαύματα. Όσο ζούμε εδώ, οι ελπίδες, οι επιδιώξεις, τα όνειρα πρέπει να ζουν μαζί μας. Τίποτα δεν τελειώνει, όλα συνεχίζονται και η βεβαιότητα ότι έχουμε πετύχει τα όνειρα μας δεν έχει καμιά σχέση με το χρόνο. Η υπομονή, είναι το μεγαλύτερο δώρο και η μεγαλύτερη ευκαιρία στη ζωή αυτή. Αυτό που δεν καταφέραμε σήμερα δεν σημαίνει απολύτως τίποτα.
«Ήταν μία φορά σε ένα δάσος τρία δέντρα. Το καθένα από αυτά είχε για τον εαυτό του έναν οραματισμό. Το πρώτο, επιθυμούσε να αξιωθεί να γίνει κάποια στιγμή ένα πολύτιμο ξυλόγλυπτο μπαούλο, όμορφα σκαλισμένο, που μέσα του θα φυλάσσεται ένας πολύτιμος θησαυρός. Το δεύτερο δέντρο, ονειρευόταν να γίνει στα χέρια ενός καλού ναυπηγού, ένα μεγάλο και όμορφο καράβι, που θα μετέφερε βασιλιάδες και επίσημα πρόσωπα. Το τρίτο δέντρο, έλεγε ότι το μόνο που ονειρεύεται, ήταν να γίνει το πιο ψηλό και πιο δυνατό δέντρο του δάσους, έτσι ώστε οι άνθρωποι που θα βλέπουν το ύψος του στην κορυφή του λόφου, να σκέπτονται τον ουρανό και το Θεό. Όμως πέρασαν τα χρόνια και τα πράγματα εξελίχθηκαν εντελώς διαφορετικά. Πήγαν υλοτόμοι και έκοψαν το πρώτο δέντρο και ενώ εκείνο ονειρευόταν και ποθούσε να γίνει το όμορφο ξυλόγλυπτο μπαούλο για θησαυρούς, ο ξυλουργός το έκανε παχνί για τα άχυρα της τροφής των ζώων του στάβλου. Το δεύτερο δέντρο, που ήθελε να γίνει ωραίο καράβι για να μεταφέρει βασιλιάδες, έγινε ένα μικρό ψαροκάικο που το χρησιμοποιούσαν φτωχοί ψαράδες για να ψαρεύουν. Το τρίτο δέντρο, που ήθελε να μείνει το ψηλότερο του δάσους, το έκοψε κάποιος ξυλοκόπος και το έβαλε στην αποθήκη του. Περνούσαν τα χρόνια και τα δέντρα απογοητευμένα από την εξέλιξη των πραγμάτων, ξέχασαν ακόμη και τα όνειρα τους. Όμως κάποια μέρα, ένας άντρας και μία γυναίκα, ήλθαν στο στάβλο που ήταν εκείνο το ξύλινο παχνί με τα άχυρα και η γυναίκα γέννησε ένα αγοράκι, που το τοποθέτησαν στο παχνί που είχε φτιαχτεί από το πρώτο δέντρο.
Ήταν ο Ιωσήφ και η Παναγία, η Θεοτόκος, οι οποίοι απέθεσαν σε εκείνο το ξύλινο παχνί, όχι απλώς διαμάντια και χρυσάφια, αλλά τον ίδιο τον Θεό, που είχε γίνει άνθρωπος για εμάς. Έτσι αυτό το παχνί, αξιώθηκε να δεχτεί μέσα του, το θησαυρό των θησαυρών, τον ίδιο το Θεό. Στο μικρό ψαροκάικο, που είχε γίνει από το δεύτερο δέντρο, μετά από πολλά χρόνια, μπήκαν κάτι ψαράδες μαζί με το δάσκαλο τους, ο οποίος ήταν κουρασμένος και είχε κοιμηθεί. Είχαν ανοιχτεί στην θάλασσα, όταν ξέσπασε μια μεγάλη τρικυμία. Πάνω στο φόβο τους, οι φτωχοί ψαράδες ξύπνησαν τον αρχηγό τους και εκείνος μόλις είδε την φουρτουνιασμένη θάλασσα την διέταξε να ηρεμήσει. Και η θάλασσα γαλήνεψε αμέσως. Ήταν ο Χριστός μαζί με τους μαθητές του στη λίμνη Γεννησαρέτ.
Έτσι και το δεύτερο δέντρο, που είχε ονειρευτεί να γίνει μεγάλο πλοίο, που θα μετέφερε υψηλά πρόσωπα και βασιλιάδες αξιώθηκε να μεταφέρει τον Βασιλέα των Βασιλέων, τον ίδιο τον Χριστό με τους μαθητές του. Και το τρίτο δέντρο, που ήταν στην αποθήκη του ξυλουργού, μια ημέρα το πήραν και έκαναν έναν σταυρό στον οποίο σταύρωσαν το Χριστό. Έτσι το δέντρο αυτό έγινε πιο ψηλό από ότι είχε επιθυμήσει. Έφτασε στον ουρανό και στον Θεό. Τελικά τα δέντρα της ιστορίας, απέκτησαν όχι μόνο αυτό που ονειρευόταν και ποθούσαν, αλλά ασυγκρίτως περισσότερα».