Με έξι πρεμιέρες οδεύουμε προς την καρδιά του καλοκαιριού, κατά το οποίο τα θερινά σινεμά, παρά τις σοβαρές απώλειες, δείχνουν να αντέχουν στην κόντρα με τις τηλεοπτικές αθλητικές μεταδόσεις. Από τις νέες ταινίες ξεχωρίζουν το θρίλερ «Longlegs», με έναν αγνώριστο Νίκολας Κέιτζ και η περιπέτεια καταστροφής «Τwisters», σίκουελ της γνωστής επιτυχίας του 1996, που αναμένεται να τραβήξει το ενδιαφέρον του ευρύτερου κοινού. Σε επανέκδοση η ανεπανάληπτη δημιουργία του Βιτόριο ντε Σίκα «Κλέφτης Ποδηλάτων», μία από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών και τα εξαιρετικά «Πρόγευμα στο Τίφανις», με την Όντρεϊ Χέπμπορν και «Η Παράσταση Αρχίζει», το θρυλικό μιούζικαλ του Μπομπ Φόσι, με τον Ρόι Σάιντερ.
Longlegs
(“Longlegs”) Αστυνομικό θρίλερ, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Οζ Πέρκινς, με τους Μάικα Μονρό, Νίκολας Κέιτζ, Αλίσια Γουίτ, Μπλερ Άντεργουντ, Κίρναν Σίπκα, Ντακότα Ντάλμπι κα.
Ο Νίκολας Κέιτζ, που όσο απαξιώνεται και αποστασιοποιείται από τα μοντέλα του Χόλιγουντ τόσο γίνεται πιο αγαπητός, ρίχνεται αυτή τη φορά στα βαθιά και τα καταφέρνει άψογα. Και το σημαντικότερο, συμμετέχοντας σε ένα σφιχτοδεμένο και εξαιρετικού ενδιαφέροντος θρίλερ.
Ο Οζ Πέρκινς («The Blackcoat’s Daughter»), ο οποίος έχει δείξει ικανοποιητικά δείγματα γραφής, δεν αρκείται μόνο στη φόρμα ενός σκοτεινού και βαρύ αστυνομικού θρίλερ, που θυμίζει το «Seven», το «Zodiac» ή τη «Σιωπή των Αμνών», αλλά επεκτείνεται στον μεταφυσικό τρόμο, ιδίως προς το τέλος, όπου το φιλμ χάνει και μέρος της γοητείας του. Έχει προλάβει, όμως, να διαπεράσει τον θεατή, αναδεικνύοντας την αποκρουστική φύση του κακού, μέσα σε μία ασφυκτική ατμόσφαιρα, που προκαλεί ανατριχίλες.
Η Λι Χάρκερ, μία ταλαντούχα πράκτορας του FBI, προσλήφθηκε πρόσφατα από την υπηρεσία για να ερευνήσει μια υπόθεση ενός κατά συρροή δολοφόνου, που κυκλοφορεί ελεύθερος από το 1975. Ο τρόπος δράσης του αποκρουστικού και παρανοϊκού δολοφόνου είναι ασυνήθιστος, καθώς πιστεύεται ότι είναι ικανός να πείσει τους άντρες να σφάξουν όλα τα μέλη της οικογένειάς τους. Αποτέλεσμα αυτής της ικανότητας; Έντεκα γυναίκες έχουν ήδη σφαγιαστεί, ενώ ο δολοφόνος παραμένει ασύλληπτος. Η έρευνα θα στραφεί προς τον αποκρυφισμό και ταυτόχρονα θα δημιουργηθούν δεσμοί μεταξύ του δολοφόνου και της νεαρής ντετέκτιβ.
Από την πρώτη κιόλας περίτεχνη και αρκούντως τρομαχτική σκηνή, ο Πέρκινς βάζει τα θεμέλια για ένα στιβαρό θρίλερ, με μπόλικη δόση τρόμου, αλλά και για μια ταινία με πολλές αναφορές στο είδος, αποτίοντας φόρο τιμής στον κινηματογραφικό τρόμο των περασμένων δεκαετιών. Ένα μικρό ξανθό κορίτσι πλησιάζεται από έναν άντρα δασύτριχο και με χλωμό και παράξενα θηλυκό πρόσωπο – ναι, είναι ο Νίκολας Κέιτζ, που απολαμβάνει όσο ποτέ τον ρόλο του.
Ο Πέρκινς διατηρεί την παλαιομοδίτικη ατμόσφαιρα σε όλες τις σκηνές αναδρομής και ειδικά μέσα από εκείνες μέσα από τη ματιά του μικρού κοριτσιού, ενώ οι αστυνομικές έρευνες είναι γυρισμένες με σύγχρονο τρόπο, θυμίζοντας τον Φίντσερ και ειδικά στο «Zodiac».
Η αγωνία και το κλίμα φόβου κρύβεται πολλές φορές στο φόντο των πλάνων, ενώ ο Πέρκινς αξιοποιεί στο έπακρο τον πραγματικό τρόμο, πολλές φορές και τον μεταφυσικό – εκεί που χάνει ορισμένους πόντους – για να δημιουργήσει μία ανατριχιαστική σκοτεινή ατμόσφαιρα και ρίγη στους θεατές.
Η Μάικα Μονρό, στον πρωταγωνιστικό ρόλο είναι απολύτως πειστική, μεταφέροντας τα συναισθήματά της στην οθόνη, ο Νίκολας Κέιτζ, σχεδόν αγνώριστος τα πάει περίφημα, ενώ και οι ηθοποιοί που τους πλαισιώνουν συμβάλλουν στην αγωνιώδη ενέργεια της ταινίας.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η πράκτορας του FBI Λι Χάρκερ αναλαμβάνει την επίλυση της υπόθεσης ενός κατά συρροή δολοφόνου. Σύντομα ανακαλύπτει μία προσωπική σχέση μαζί του και θα πρέπει να τον σταματήσει πριν χτυπήσει ξανά.
Τwisters
(“Τwisters”) Περιπέτεια, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Λι Άιζακ Τσανγκ, με τους Γκλεν Πάουελ, Ντέζι Έντγκαρ-Τζόουνς, Ντάριλ ΜακΚόρμακ, Κίρναν Σίπκα, Άντονι Ράμος, Μάουρα Τίρνι κα.
Θεαματικότατη περιπέτεια καταστροφής, διά χειρός Λι Άιζακ Τσανγκ, του Αμερικάνου, νοτιοκορεάτικης καταγωγής, σκηνοθέτη, που μας είχε δώσει ενθαρρυντικά διαπιστευτήρια με το Minari πριν τέσσερα χρόνια, όταν ήταν ακόμη ένας δημιουργός ανεξάρτητων παραγωγών.
Πρόκειται για το σίκουελ της μεγάλης επιτυχίας του 1996 «Τwister», το οποίο διαθέτει μία πλούσια παραγωγή, από τη σύμπραξη των Universal Pictures, Warner Bros και Amblin Entertainment (με τον Στίβεν Σπίλμπεργκ στην εκτέλεση παραγωγής) και διευθυντή παραγωγής τον Φρανκ Μάρσαλ. Ο Τσανγκ, θα αξιοποιήσει τις εντυπωσιακές δυνατότητες των ψηφιακών εφέ, ενώ ταυτόχρονα θα ακολουθήσει με συνέπεια τους κανόνες του ψυχαγωγικού σινεμά: Με μία δόση κωμωδίας και δράματος, δύο δόσεις ρομάντζου και τρεις δόσεις περιπέτειας και αγωνίας.
Η Κέιτ Κούπερ είναι μία πρώην κυνηγός καταιγίδων, που δεν μπορεί να ξεπεράσει τα τραύματά της από μία παλαιότερη τραγωδία που προκλήθηκε από ανεμοστρόβιλο. Τώρα πια, μελετάει μοτίβα καταιγίδων από την ασφάλεια του σπιτιού της στη Νέα Υόρκη, αλλά θα παρασυρθεί από ένα φίλο της στις ανοιχτές πεδιάδες της Οκλαχόμα, για να δοκιμάσουν ένα πρωτοποριακό σύστημα εντοπισμού. Εκεί, θα συναντήσει τον Τάιλερ Όουενς, έναν γοητευτικό και απερίσκεπτο σταρ social-media, που έχει γίνει διάσημος με τις αναρτήσεις για τις ριψοκίνδυνες περιπέτειες του με το κυνήγι καταιγίδων, με τον οποίο θα ενώσουν τις δυνάμεις τους προκειμένου θα προσπαθήσουν να αποτρέψουν την καταστροφή από την ένωση δυο τεράστιων ανεμοστρόβιλων.
Χωρίς να υπάρχει στο σενάριο, κάποιος από τους παλαιότερους χαρακτήρες της αρχικής ταινίας, ο Τσανγκ θα έχει την ευχέρεια να δημιουργήσει τους δικούς του ενδιαφέροντες χαρακτήρες, παρότι πολύ λίγο ξεφεύγει από τις συνταγές των ταινιών καταστροφής.
Το στόρι, που φυσικά έχει και ένα μικρό πέρασμα του γνωστού μηνύματος για την κλιματική κρίση και την περιβαλλοντική καταστροφή, θα παρασύρει τους θεατές σε μια ψυχαγωγική περιπέτεια, στην οποία θα αντιπαρατεθούν οι φυσικές καταστροφικές δυνάμεις με τους επιστήμονες και τους ατρόμητους ανθρώπους της περιπέτειας.
Τα κλισέ χρησιμοποιούνται με μέτρο, καθώς τα ανοιχτά τοπία της Οκλαχόμα και η ψηφιακή δύναμη της φύσης έχουν το δικό τους πρωταγωνιστικό ρόλο στο φιλμ, ενώ η σύζευξη των χαρακτήρων στέκεται σε ικανοποιητικό επίπεδο, για μια ταινία καταστροφής.
Η Έντγκαρ Τζόουνς και ο Γκλεν Πάουελ είναι σε κάτι ταιριαστό για την γκάμα των ερμηνευτικών τους ικανοτήτων, ενώ συμπαθητικοί είναι και οι υπόλοιποι ηθοποιοί, αν και ορισμένες στιγμές συνειδητοποιείς ότι οι τρομεροί τυφώνες είναι οι πρωταγωνιστές της ταινίας.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Καθώς η περίοδος των καταιγίδων εντείνεται και πρωτοφανή καιρικά φαινόμενα κάνουν την εμφάνισή τους, οι δρόμοι μιας μετεωρολόγου με τραυματική εμπειρία και ενός διάσημου κυνηγού της περιπέτειας και των social media διασταυρώνονται.
Υπάρχει Πάντα το Αύριο
(“C’è ancora domani”) Κοινωνική δραματική κομεντί, ιταλικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Πάολα Κορταλέζι, με τους Πάολα Κορταλέζι, Βαλέριο Μασταντρέα, Ρομάνα Ματζόρα Βεργκάνο, Φραντσέσκο Σαντοράμε κα.
Και μόνο οι θύμησες του νεορεαλισμού, που προσφέρει φαινομενικά στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο η ηθοποιός Πάολα Κορταλέζι, ήταν αρκετές απ’ ό,τι φαίνεται για να κάνει αυτή την, τουλάχιστον άνιση και με αρκετές αστοχίες, κοινωνική δραμεντί, για την πατριαρχική ιταλική κοινωνία, την κακοποιητική συμπεριφορά των συζύγων έναντι των γυναικών και την αφύπνιση της γυναικείας χειραφέτησης, την πιο εμπορική ταινία πέρσι και μία από τις εμπορικότερες όλων των εποχών στη γείτονα χώρα.
Οι βασικές ενστάσεις για την ταινία έχουν σχέση με την απλοϊκή έως και συνειδητά αφελή προσέγγιση του θέματος, το ύφος και τη σκηνοθετική αντίληψη της ταινίας. Και αυτό διότι δεν πρόκειται για μια νεορεαλιστική ταινία, ούτε ένα είδος αναβίωσης του νεορεαλισμού, αλλά εμφανώς μία προσπάθεια μίμησης της νεορεαλιστικής ατμόσφαιρας και της σύνδεσής της, κάποιες φορές, εξόφθαλμα και ανεπιτυχώς με τον «μαγικό ρεαλισμό».
Το φιλμ, γυρισμένο σε ασπρόμαυρο, προσεγγίζει το φεμινιστικό της θέμα, με ένα οικογενειακό δράμα και ενδοοικογενειακής κακοποίησης, που εξελίσσεται σε μια εργατική συνοικία της μεταπολεμικής Ρώμης, περισσότερο ως μία απομίμηση του νεορεαλιστικού ρεύματος, ρίχνοντας στο παιχνίδι παραπομπές με ντε Σίκα και Φελίνι, ενώ η ερμηνεία της σκηνοθέτριας -πρωταγωνίστριας ακουμπά πολλές φορές συνειδητά στις εμβληματικές εμφανίσεις των Άννα Μανιάνι και Σοφία Λόρεν (στα όρια της ιεροσυλίας).
Στην Ιταλία, αμέσως μετά τον πόλεμο κι ενώ οι Αμερικάνοι στρατιώτες κάνουν ακόμη περιπολίες στη Ρώμη, η οικογένεια της Ντέλια, μιας απλής ταπεινής νοικοκυράς, βρίσκεται σε αναταραχή λόγω του επικείμενου αρραβώνα της αγαπημένης πρωτότοκης κόρης. Ο άνδρας της Ντέλια, που την χτυπά σε καθημερινή βάση, για ασήμαντες αφορμές, την κακοποιεί λεκτικά, την περιφρονεί μπροστά στα παιδιά της – ο μικρός γιος βρίζει χειρότερα και από τον πατέρα του – είναι ο αφέντης, στον οποίο δεν τολμούν να πουν για τη σχέση της κόρης. Μέχρι που θα μάθει ότι οι γονείς του υποψήφιου γαμπρού είναι πλούσιοι και θα αλλάξει στάση, αλλά και η Ντέλια, αφού θα αποτρέψει τον επικείμενο γάμο, όταν συνειδητοποιεί ότι ο χαριτωμένος και ερωτευμένος νεαρός, κρύβει μέσα του έναν άντρα σαν τον δικό της.
Επιεικώς, η ταινία θα μπορούσε να σταθεί σαν ένα κοινωνικό μελόδραμα εποχής, αν δεν υπήρχε αυτή η εξόφθαλμη μίμηση του νεορεαλισμού, καθώς διαθέτει ένα καλοστεκούμενο σενάριο, με αρχή, μέση και δυστυχώς, ένα καταστροφικό φινάλε. Ο χαρακτήρας της ηρωίδας είναι σχετικά προσεγμένος, μια γυναικεία οικεία φιγούρα του παρελθόντος – ίσως και του παρόντος, που προσπαθεί να κρατήσει την οικογένειά της, να κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να εξασφαλίσει ένα καλύτερο αύριο για τα παιδιά της, να πάρει, με όποια δύναμη της απομένει, τη ζωή της στα χέρια της. Αντιθέτως, ο σύζυγος είναι στα όρια της καρικατούρας, ενώ η κόρη είναι σχετικά πειστική, κυρίως με τους καυγάδες που έχει με τη μάνα της, επειδή ανέχεται τη συμπεριφορά του άντρα της.
Πέρα από τη μοδάτη σύνδεση της ταινίας με το metoo, η ταινία πάσχει και στον τρόπο που αντιμετωπίζει τη φτώχεια, τα στερεότυπα της εποχής και την κακοποίηση. Για τη σκηνοθέτιδα αυτά δεν οφείλονται στην άγνοια και την κληρονομιά της ταξικής καταπίεσης, στις ιδεολογίες μίσους που άκμασαν για δεκαετίες στην Ιταλία, αλλά ως κατάλοιπα ενός καθυστερημένου λαού, που μπορούν να αντιμετωπιστούν με ευσεβείς πόθους και την περιβόητη και πολυσύνθετη «αμερικάνικη βοήθεια».
Στα αρνητικά και η πενιχρή αναφορά στην ιστορική περίοδο που ξεδιπλώνεται η ιστορία, όταν η Ιταλία μόλις έχει απελευθερωθεί – με έναν μαύρο Αμερικάνο στρατιώτη να συμβολίζει την πρόοδο και την υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, η φτώχεια να εμφανίζεται ως μία φυσική εξέλιξη και τα καυτά πολιτικά θέματα της εποχής να εκλείπουν παντελώς. Ακόμη και η αναφορά στους μαυραγορίτες της προηγούμενης περιόδου, που βρέθηκαν με χρήματα μετά τον πόλεμο (η οικογένεια του νεαρού που θέλει να παντρευτεί την κόρη της Ντέλια) είναι ασθενική.
Για να φτάσουμε στο καταστροφικό φινάλε, όπου βλέπουμε την ηρωίδα να ολοκληρώνει την επανάστασή της, πηγαίνοντας να ψηφίσει στις πρώτες εκλογές, που δίνεται το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, λες και αυτό να είναι αρκετό , για τη χειραφέτησή τους, όταν ακόμη και σήμερα βλέπουμε ότι υπάρχει πολύς δρόμος για να ξεφύγουν οι γυναίκες από την καταπίεση, τη φτώχεια, τα στερεότυπα, το σύστημα υποταγής, που επιβάλλεται στους ασθενέστερους αυτού του κόσμου.
Με δυο κουβέντες: Άλλα τα μάτια του λαγού και άλλα της κουκουβάγιας…
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Στη μεταπολεμική Ιταλία, η οικογένεια της Ντέλια, μιας απλής νοικοκυράς, βρίσκεται σε αναταραχή λόγω του επικείμενου αρραβώνα της αγαπημένης της πρωτότοκης Μαρστέλα. Η άφιξη ενός μυστηριώδους γράμματος ωστόσο θα πυροδοτήσει το κουράγιο της Ντέλια να αντιμετωπίσει τον βίαιο σύζυγό της και να φανταστεί ένα καλύτερο μέλλον.
Fly me to the Moon
(“Fly me to the Moon”) Κομεντί, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Κρεγκ Μπερλάντι, με τους Τσάινγκ Τέιτουμ, Σκάρλετ Γιόχανσον, Γούντι Χάρελσον, Άννα Γκαρσία, Κρις Έβανς κα.
Φιλόδοξο δείγμα του σημερινού Χόλιγουντ – με ένα πρωτότυπο ευφυές ως και πονηρό σενάριο, που εμπεριέχει στον πυρήνα του μία, αν μη τι άλλο, παραδοξολογία, την ανάγκη του μάρκετινγκ για τη δημόσια εικόνα της NASA και γενικότερα της αμερικάνικης ισχύος στον πλανήτη, όταν στο δυτικό κόσμο όλα δούλευαν προς αυτή την κατεύθυνση – που στηρίζεται στην αναβίωση της ρομαντικής κομεντί του ’50-’60. Ένα νοσταλγικό ταξίδι στην αμερικάνικη ακμή και τον άκρατο – στρογγυλεμένο – ψυχροπολεμικό ανταγωνισμό με την τότε Σοβιετική Ένωση, με διφορούμενα έως και ενοχλητικά μηνύματα, που δεν απευθύνονται μόνο στο αμερικάνικο κοινό. Αλήθεια, πώς θα λάβει το κοινό το διαχρονικό μήνυμα εκείνης ότι «το αντίθετο του κομμουνισμού δεν είναι η δημοκρατία αλλά ο καπιταλισμός;»
Έχοντας πίσω του μία πλούσια και ιδιαιτέρως προσεγμένη παραγωγή κι ένα καλογραμμένο αλλά όχι και τόσο αθώο σενάριο, σε σχέση με το νοσταλγικό του πνεύμα, ο σεναριογράφος Κρεγκ Μπερλάντι, γνωστός από τις ανώδυνες κομεντί του, πίσω από την κάμερα, θα κάνει ένα βήμα μπροστά, έχοντας ένα αξιόλογο επιτελείο δίπλα του, ένα περιζήτητο πρωταγωνιστικό ζευγάρι και μια σειρά από καλούς καρατερίστες.
Τη δεκαετία του ’60, η Κέλι Τζόουνς, ένα παιδί – θαύμα του μάρκετινγκ, έρχεται να φτιάξει τη δημόσια εικόνα της NASA, την οποία υποτιμούν κάποιοι συντηρητικοί κύκλοι. Με την άφιξή της και τις πρώτες ιδέες της για την προώθηση του προϊόντος NASA θα προκαλέσει χάος στο ήδη δύσκολο έργο του διευθυντή εκτόξευσης Κόουλ Ντέιβις. Πέρα από τις παρεμβάσεις της, θα έχει και την ιδέα να αντικαταστήσει τους πραγματικούς ανθρώπους της NASA με ηθοποιούς, που γράφουν καλά στην οθόνη και θα κερδίσουν τη συμπάθεια του κοινού. Όταν ο πρόεδρος θεωρεί την αποστολή στο διάστημα πολύ σημαντική για να αποτύχει, λόγω και του διαστημικού ανταγωνισμού με τη Σοβιετική Ένωση, η Τζόουνς λαμβάνει εντολή να οργανώσει την παραγωγή μίας σκηνοθετημένης αποστολής, μία εφεδρική προσεδάφιση στο φεγγάρι, που θα φέρει τα πάνω κάτω.
Το σενάριο, που υπογράφει η 30χρονη κόρη της Ρενέ Ρούσο, Ρόουζ Γκιλρόι, διανθίζει μία περιβόητη υπόθεση συνωμοσίας, για την κατάκτηση της σελήνης σε μία διαστημική αντιπαράθεση με τη Σοβιετική Ένωση, με χαριτωμένες σκηνές, πιασάρικους διαλόγους στα όρια του εξυπνακισμού. Και η κεφάτη σκηνοθεσία του Μπερλάντι, με ευφάνταστες σκηνές – βασικότερη η σκηνοθετημένη προσεδάφιση στο φεγγάρι – συγκροτούν ένα ευχάριστο φιλμ, το οποίο, όμως, απευθύνεται κυρίως σε ένα κοινό, που μάλλον δεν έχει και την καλύτερη μνήμη ή η που πιστεύει ότι η ιστορία ξεκινά από την ύπαρξη του διαδικτύου, στην καλύτερη των περιπτώσεων.
Από κει και πέρα και παραμερίζοντας τις ενστάσεις για το στόρι, η ταινία κυλά ικανοποιητικά, χαρίζοντας ένα ευχάριστο δίωρο, ενώ το πρωταγωνιστικό ζευγάρι μπορεί να είναι ικανοποιητικό, αλλά δεν δένει ιδιαίτερα, καθώς η Σκάρλετ Γιόχανσον, παραμένει δέσμια της ωραιοπάθειάς της και ο Τσάινγκ Τέιτουμ, είναι μάλλον έξω από τα νερά του.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ…. Η Κέλι Τζόουνς, το παιδί-θαύμα του μάρκετινγκ, έρχεται για να φτιάξει τη δημόσια εικόνα της ΝΑΣΑ και προκαλεί χάος στο ήδη δύσκολο έργο του διευθυντή εκτόξευσης. Όταν ο πρόεδρος θεωρεί την αποστολή πολύ σημαντική για να αποτύχει, η Τζόουνς λαμβάνει εντολή να οργανώσει μια ψεύτικη, εφεδρική προσεδάφιση στο φεγγάρι.
Ανεξιχνίαστοι Φόνοι
(“Boneyard”) Αστυνομικό θρίλερ, αμερικάνικης παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Ασίφ Ακμπάρ, με τους Μπράιαν Φαν Χολτ, Κέρτις «50 Σεντ» Τζάκσον, Μελ Γκίμπσον, Μισέλ Σίροου, Γουέστον Κέιτζ Κόπολα κα.
Αν δεν υπήρχε το όνομα του Μελ Γκίμπσον στο καστ της ταινίας είναι σίγουρο ότι δεν θα έβγαινε ποτέ στους κινηματογράφους αυτό το απαράδεκτο, απ’ όπου και αν το πιάσεις, αστυνομικό θρίλερ. Ο αγαπημένος Μελ, που μοιάζει εδώ και κάποια χρόνια – πλην ελάχιστων εξαιρέσεων – σα να παίζει ό,τι να ‘ναι, μαζεύοντας χρήματα για να γυρίσει τις δικές του ταινίες, αν του το επιτρέψουν ποτέ τα αφεντικά και οι παρατρεχάμενοί τους στο Χόλιγουντ, οι οποίοι τον έχουν στοχοποιήσει έπειτα από κάποιες δηλώσεις του.
Μια ταινία, που ξεκινά συμβατικά και δίνοντας την προοπτική για μια ιστορία ενός συνηθισμένου κυνηγητού σίριαλ κίλερ, με όλα τα παρελκόμενα, αλλά πολύ γρήγορα αρχίζει να χάνει λάδια, με ένα συνονθύλευμα από επιμέρους πλοκές, φλας μπακ ατάκτως ερριμένα, ένας αχταρμάς από αμπελοφιλοσοφίες, ακατανόητους διαλόγους και αποσπασματικές βίαιες σκηνές, για το απαραίτητο σασπένς.
Η ανακάλυψη των υπολειμμάτων από οστά έντεκα γυναικών και κοριτσιών στην έρημο Γουέστ Μέσα της Αλμπουκέρκη στο Νέο Μεξικό, θα σημάνει συναγερμό στις αστυνομικές αρχές, οι οποίες ξεκινούν μία εκτεταμένη έρευνα. Θα την αναλάβουν ο ντετέκτιβ Ορτέγκα και ο ειδικός πράκτορας Πετρόβιακ, οι οποίοι θα προσπαθήσουν να συλλάβουν τον κατά συρροή δολοφόνο. Η ιστορία δείχνει πιο περίπλοκη από τις συνηθισμένες, καθώς ο δολοφόνος πιστεύεται ότι βρίσκεται ανάμεσά τους, ίσως και μέσα στην αστυνομία.
Ο παραγωγικός, σε ανυπόληπτες χαμηλού προϋπολογισμού ταινίες, Ακμπάρ, είναι φανερό ότι δεν μπορεί να χειριστεί το θέμα του, ενώ και το σενάριο, που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, είναι τόσο κακό, δίνοντας την αίσθηση ότι γράφτηκε από τους φανς του σκηνοθέτη. Επίσης, δείχνει ανίκανος να χειριστεί τους ηθοποιούς του, που όταν δεν κάνουν αγγαρεία, φαίνεται η προφανής αμηχανία τους, μπροστά στην κάμερα.
Όπως είναι λογικό, η ταινία στερείται υποτυπώδους ρυθμού, έντασης και ατμόσφαιρας, όλα δείχνουν ψεύτικα και ούτε μια στιγμή δεν δημιουργείται η αίσθηση του θανάσιμου κινδύνου ή έστω μίας δόσης ανησυχίας. Πραγματικά κάτι σπάνιο για ένα θρίλερ slasher…
Ο «50 Σεντ» απλώς λέει τα λόγια, ο Μελ Γκίμπσον δείχνει να δυσανασχετεί και ο πρωταγωνιστής Φαν Χολτ είναι πιο μονοκόμματος και ξύλινος από τον Ρόναλντ Ρίγκαν.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένας ντετέκτιβ κι ένας ειδικός πράκτορας προσπαθούν να εντοπίσουν έναν κατά συρροή δολοφόνο, έπειτα από την ανακάλυψη οστών από έντεκα γυναίκες στην έρημο του Νέου Μεξικού.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Κλέφτης Ποδηλάτων
(“Ladri di Biciclette”) Ο Βιτόριο ντε Σίκα, παραδίδει ένα ανεπανάληπτο αριστούργημα, που αποτελεί σημείο αναφοράς του νεορεαλισμού, επηρεάζοντας καθοριστικά τον παγκόσμιο κινηματογράφο. Με πενιχρά μέσα και ερασιτέχνες ηθοποιούς, αλλά με την έμπνευση να πιάνει ταβάνι, το αξιοθαύμαστο στόρι, διά χειρός Τσέζαρε Ζαβατίνι και τη σκηνοθετική ματιά ενός ολοκληρωμένου και πραγματικά εμπνευσμένου δημιουργού, το φιλμ δικαίως βρίσκεται πάντα ανάμεσα στις δέκα καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Ένας φτωχός άντρας πιάνει δουλειά, αλλά την πρώτη μέρα του κλέβουν το ποδήλατο, που είναι απαραίτητο για την εργασία του. Έτσι, μαζί με τον μικρό του γιο, θα ξεκινήσει μία αγωνιώδη αναζήτηση του ποδηλάτου στους δρόμους της χειμαζόμενης Ρώμης. Συνταρακτικά συγκινητική ταινία, με τα δάκρυα να αναβλύζουν ως φυσική αντίδραση καθαρισμού από τις τοξίνες του παρόντος. Πρωταγωνιστούν αξιοθαύμαστα οι Λαμπέρτο Ματζοράνι, Λιανέλα Καρέλ και ο μικρός Έντζο Σταϊόλα.
Η Παράσταση Αρχίζει
(“All That Jazz”) Το θρυλικό μιούζικαλ του Μπομπ Φόσι επιστρέφει 45 χρόνια από την πρεμιέρα του, σε ψηφιακές κόπιες και με τη φρεσκάδα μιας θαυμάσιας ταινίας, που δεν αποκτά ποτέ ρυτίδες. Η πολυβραβευμένη ταινία (Χρυσός Φοίνικας στις Κάννες, τέσσερα Όσκαρ, βραβεία Bafta), ένα από τα καλύτερα μιούζικαλ όλων των εποχών, δίνει την ευκαιρία στον Φόσι να μιλήσει για την αγωνία του καλλιτέχνη και τη δημιουργία, έχοντας έναν συγκλονιστικό Ρόι Σάιντερ στον πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά και να εντάξει αρμονικά τις υπέροχες χορογραφίες του στο υπαρξιακό δράμα. Ο σκηνοθέτης Τζον Γκίντεον, ένας εργασιομανής, γυναικάς και μανιώδης καπνιστής, ενώ ετοιμάζει ένα καινούργιο μιούζικαλ, θα υποστεί καρδιακή προσβολή και καταλήγει στο νοσοκομείο, όπου μεταξύ ζωής και θανάτου, αναστοχάζεται το παρελθόν του, τη φιλοσοφία του, τις σχέσεις και την τέχνη του. Η τιμημένη με Όσκαρ και αξέχαστη μουσική είναι του Ραλφ Μπερνς, η φωτογραφία του Τζουζέπε Ροτούνο, ενώ εμφανίζεται και η Τζέσικα Λανγκ.
Πρόγευμα στο Τίφανις
(“Breakfast at Tiffany’s”) Η αθάνατη, απαράμιλλης κομψότητας, ρομαντική κομεντί του Μπλέικ Έντουαρντς, με το πρωταγωνιστικό ζευγάρι Όντρεϊ Χέπμπορν και Τζορτζ Πέπαρντ να λάμπουν όσο ποτέ, σε επανέκδοση με ψηφιακές κόπιες. Το μελαγχολικό σενάριο του Τρούμαν Καπότε συναντά το 1961 την ανάλαφρη ματιά του Έντουαρντς και τις αξέχαστες μουσικές του Χένρι Ματσίνι και το υπέροχο τραγούδι του «Moon River», που κέρδισαν το Όσκαρ. Ο έρωτας μίας «ελαφριάς» κοπέλας, που θέλει να μπει στη σόου μπιζ κι ενός συγγραφέα, που έχει χάσει την έμπνευσή του και ζει ως ζιγκολό, θα δοκιμάσει τις αντοχές τους και θα τους κάνει να κατανοήσουν τον εαυτό τους. Αθάνατες σκηνές, έξυπνοι διάλογοι, δυνατές ερμηνείες και ένας Μίκι Ρούνεϊ που, παρότι εμφανίζεται για λίγα λεπτά στο ρόλο ενός Ιαπωνέζου, θα κάνει το θαύμα του.
Πάφιν Ροκ: Νέες Φιλίες
(“Puffin Rock and the New Friends”) Προσεγμένο νηπιακό animation από την Ιρλανδία, σε σκηνοθεσία Τζέρεμι Πάρσελ και σε παραγωγή της Cartoon Saloon, που έχει στο ενεργητικό της πολλές επιτυχίες στο σύγχρονο κινούμενο σχέδιο. Η εξαφάνιση του τελευταίου αυγού κάτω από περίεργες συνθήκες, οδηγεί την Ούνα και τους φίλους της να ξεκινήσουν έναν αγώνα για να το σώσουν πριν μια μεγάλη καταιγίδα χτυπήσει το Πάφιν Ροκ και βάλει το νησί σε κίνδυνο. Η ταινία προβάλλεται μεταγλωττισμένη στα ελληνικά.